Αδικήματα περί τον Έφορο, τους λειτουργούς κ.λ.π

47.—(1) Όποιος, για να πετύχει είσοδο σε οποιαδήποτε οικία ή τόπο ή για να πετύχει ή να προκαλέσει τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης, χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα, ή για οποιοδήποτε άλλο παράνομο σκοπό αντιποιείται το όνομα, χαρακτηρισμό ή ιδιότητα του Εφόρου, λειτουργού της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. ή άλλου εξουσιοδοτημένου προσώπου, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλη ποινική ευθύνη που μπορεί να υπέχει, σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δύο έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Όποιος, έχοντας εντολή ή άλλη έγγραφη εξουσιοδότηση του Εφόρου, καλείται από τον Έφορο να την επιστρέψει ή να παράσχει ικανοποιητικές εξηγήσεις για την εν λόγω εντολή ή εξουσιοδότηση και παραλείπει να το πράξει μέσα στην προθεσμία που θέτει ο Έφορος, διαπράττει ποινικό αδίκημα και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι εκατό λίρες˙ αν δε η παράλειψη εξακολουθήσει και μετά την καταδίκη του, είναι ένοχος κατ' εξακολούθηση διαπραττόμενου ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι δέκα λίρες για κάθε ημέρα που εξακολουθεί η παράλειψη.

(3) Αν ο Έφορος, λειτουργός της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο—

(α) Αμέσως ή εμμέσως ζητήσει ή λάβει, σχετικά με οποιοδήποτε από τα καθήκοντά του, πληρωμή ή άλλη αμοιβή κάθε φύσεως, χρηματική ή μη, ή οποιαδήποτε υπόσχεση ή εξασφάλιση τέτοιας πληρωμής ή αμοιβής, την οποία δε δύναται κατά νόμο να απαιτήσει ή να λάβει˙ ή

(β) συνάψει ή συναινέσει στη σύναψη συμφωνίας, να πράξει κάτι ή να παραλείψει να πράξει, επιτρέψει, συγκαλύψει ή ανεχθεί πράξη που αφορά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και που επάγεται καταδολίευση της Δημοκρατίας ή που είναι άλλως πως παράνομη,

είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο ποινές.

(4) Όποιος—

(α) Αμέσως ή εμμέσως προσφέρει ή παρέχει στον Έφορο, λειτουργό της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο οποιαδήποτε πληρωμή ή άλλη αμοιβή οποιασδήποτε φύσεως, χρηματική ή μη, ή οποιαδήποτε υπόσχεση ή εξασφάλιση τέτοιας πληρωμής ή αμοιβής˙ ή

(β) προτείνει ή συνάπτει συμφωνία με τον Έφορο, λειτουργό της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, για να τον πείσει να πράξει ή να απόσχει από τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης, να επιτρέψει, συγκαλύψει ή ανεχθεί οποιαδήποτε πράξη, που αφορά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και που επάγεται καταδολίευση της Δημοκρατίας ή που είναι άλλως πως παράνομη ή άλλως πως να πράξει κάτι κατά παρέκκλιση των καθηκόντων του, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.

(5) Όποιος—

(α) Παρακωλύει, παρεμποδίζει, παρενοχλεί ή παράνομα επιτίθεται εναντίον προσώπου που ασχολείται προσηκόντως με την ενάσκηση οποιουδήποτε καθήκοντος ή εξουσίας που του ανατίθεται δυνάμει νομοθετικής διάταξης που αφορά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου ή εναντίον προσώπου που προστρέχει σε βοήθειά του˙ ή

(β) πράττει οτιδήποτε, το οποίο παρακωλύει ή αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της παραλαβής αρχείων και εγγράφων, της διεξαγωγής επιθεώρησης για εξεύρεση αγαθών υποκείμενων σε δήμευση ή της διεξαγωγής έρευνας για ανεύρεση στοιχείων αποδεικτικών διάπραξης αδικήματος, ή την παρεμπόδιση κατακράτησης, κατάσχεσης ή μεταφοράς των εν λόγω αρχείων, εγγράφων, αγαθών ή αποδεικτικών στοιχείων από τον Έφορο, λειτουργό της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο˙ ή

(γ) αποσπά, επάγει ζημία ή καταστρέφει οποιαδήποτε τέτοια αρχεία, έγγραφα, αγαθά ή αποδεικτικά στοιχεία, ή πράττει κάτι που αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της προσαγωγής πειστηρίων ή μαρτυρικής κατάθεσης για το νόμιμο ή μη τέτοιας παραλαβής, επιθεώρησης, έρευνας ή κατάσχεσης˙ ή

(δ) παρεμποδίζει την κράτηση οποιουδήποτε προσώπου από πρόσωπο που ενεργεί προσηκόντως ως ανωτέρω ή απελευθερώνει πρόσωπο που κρατείται προσηκόντως, ή όποιος αποπειράται να πράξει οτιδήποτε εκ των ανωτέρω, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.

(6) Όποιος, χωρίς εύλογη αιτία, αρνείται να προσέλθει προς εξέταση όπως απαιτείται από την υποπαράγραφο (6) της παραγράφου 9 του Δέκατου Παραρτήματος, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι έξι μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.