ΔΕΚΑΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΕΚΑΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(Άρθρο 43)

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ, ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ

ΕΚΠΛΗΡΩΣΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

Απόδοση του Φ.Π.Α. και καταβολή του Φ.Π.Α.

1.—(1) Κανονισμοί δυνάμει της παρούσας παραγράφου μπορούν να απαιτούν την τήρηση λογαριασμών και την υποβολή φορολογικών δηλώσεων σε τύπο και με τρόπο που μπορεί να καθορίζονται στους Κανονισμούς.

(2) Κανονισμοί δυνάμει της παρούσας παραγράφου μπορούν να απαιτούν την υποβολή στον Έφορο από υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα, σε τέτοιους χρόνους και διαστήματα, σε τέτοιες περιπτώσεις και σε τέτοιο τύπο και με τέτοιο τρόπο που μπορεί να -

(α)  καθορίζονται στους Κανονισμούς· ή

(β) καθορίζονται από τον Έφορο σύμφωνα με τις εξουσίες που του παρέχονται με βάση τους Κανονισμούς,

δηλώσεων που περιέχουν τέτοιες λεπτομέρειες πράξεων που αφορούν τα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα και οι οποίες πράξεις συνεπάγονται τη μετακίνηση των αγαθών μεταξύ κρατών μελών, και για τα πρόσωπα που εμπλέκονται με αυτές τις πράξεις, όπως μπορεί να καθορίζονται στους Κανονισμούς.

(2Α) Κανονισμοί δυνάμει της παρούσας παραγράφου μπορούν να προβλέπουν αναφορικά με τις περιπτώσεις που -

(α) οποιαδήποτε αγαθά που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης ή αφορούν καινούργια μεταφορικά μέσα αποκτώνται στη Δημοκρατία από άλλο κράτος μέλος από οποιοδήποτε πρόσωπο·

(β) η απόκτηση των αγαθών αποτελεί φορολογητέα απόκτηση και δεν είναι σύμφωνα με φορολογητέα συναλλαγή· και

(γ) το εν λόγω πρόσωπο δεν είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο κατά το χρόνο της απόκτησης,

όπως απαιτείται το πρόσωπο που αποκτά τα αγαθά να επιδίδει στον Έφορο τέτοια ειδοποίηση αναφορικά με την απόκτηση, και όπως απαιτείται οποιοδήποτε Φ.Π.Α. επί της απόκτησης να καταβάλλεται, σε τέτοιο χρόνο και σε τέτοιο τύπο και με τέτοιο τρόπο όπως μπορεί να καθορίζονται στους Κανονισμούς.

(2Β) Κανονισμοί δυνάμει της παρούσας παραγράφου μπορούν να προβλέπουν αναφορικά με ειδοποίηση δυνάμει της παραγράφου (2Α) -

(α)  να περιέχει τέτοιες λεπτομέρειες σχετικά με την απόκτηση που γνωστοποιείται με την ειδοποίηση και οποιοδήποτε Φ.Π.Α. επιβλητέο επί της απόκτησης όπως μπορεί να καθορίζονται στους κανονισμούς· και

(β)   να επιδίδεται σε καθορισμένες περιπτώσεις, από προσωπικό αντιπρόσωπο, διαχειριστή πτώχευσης, παραλήπτη, διαχειριστή, εκκαθαριστή ή πρόσωπο που ενεργεί διαφορετικά υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα σε σχέση με το πρόσωπο που πραγματοποιεί την απόκτηση.

(3) Κανονισμοί δυνάμει της παρούσας παραγράφου μπορούν να προβλέπουν ειδικές ρυθμίσεις για τέτοιες φορολογητέες παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών από λιανοπωλητές που μπορεί να καθορίζονται από ή με βάση τους Κανονισμούς και, ιδιαίτερα—

(α) Να επιτρέπουν να καθορίζεται η αξία η οποία λαμβάνεται ως η αξία των συναλλαγών σε οποιαδήποτε καθορισμένη φορολογική περίοδο ή μέρος της, τηρουμένων οποιωνδήποτε περιορισμών, με μέθοδο που περιγράφεται σε οποιαδήποτε γνωστοποίηση του Εφόρου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα σύμφωνα με τους Κανονισμούς ή που μπορεί να συμφωνείται με τον Έφορο˙ και

(β) να καθορίζουν την αναλογία των συναλλαγών που αποδίδεται σε οποιαδήποτε περιγραφή συναλλαγών και

(γ) να αναπροσαρμόζουν εκείνη την αξία και αναλογία για περιόδους που αποτελούνται από δύο ή περισσότερες καθορισμένες φορολογικές περιόδους ή μέρη τους.

(4) Κανονισμοί δυνάμει της παρούσας παραγράφου μπορούν να προβλέπουν, στις περιπτώσεις και τηρουμένων των όρων που καθορίζονται από ή με βάση τους Κανονισμούς, ότι ο Φ.Π.Α. σε σχέση με συναλλαγή μπορεί να αποδίδεται και να καταβάλλεται με αναφορά στο χρόνο που λαμβάνεται η αντιπαροχή για τη συναλλαγή˙ και οποιοιδήποτε τέτοιοι Κανονισμοί μπορούν να προβαίνουν σε τροποποιήσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου (περιλαμβανομένων ιδιαίτερα, αλλά χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της εξουσίας, των διατάξεων για το χρόνο που, και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες, επιτρέπεται έκπτωση του φόρου εισροών) τις οποίες το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει αναγκαίες ή σκόπιμες.

(5) Κανονισμοί δυνάμει της παρούσας παραγράφου μπορούν να προβλέπουν ότι, σε περιπτώσεις και υπό όρους που καθορίζονται από ή με βάση τους Κανονισμούς.

(α) ο Φ.Π.Α. σε σχέση με οποιανδήποτε παράδοση δασμολογητέων αγαθών από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, ή

(β)  ο Φ.Π.Α. σε σχέση με απόκτηση δασμολογητέων αγαθών από οποιοδήποτε πρόσωπο από άλλο κράτος μέλος, μπορεί να αποδίδεται και να καταβάλλεται, και οποιοδήποτε ζήτημα αναφορικά με τη συμπερίληψη οποιουδήποτε ειδικού φόρου κατανάλωσης ή εισαγωγικού δασμού στον καθορισμό της αξίας της συναλλαγής ή απόκτησης, με αναφορά στο χρόνο που γίνεται απαιτητός οποιοσδήποτε φόρος κατανάλωσης ή ειδικός φόρος κατανάλωσης με αναφορά σε μεταγενέστερο χρόνο που μπορεί να επιτρέψει ο Έφορος.

(5Α)  Κανονισμοί δυνάμει της παρούσας παραγράφου μπορούν να προβλέπουν το χρόνο κατά τον οποίο οποιοδήποτε τιμολόγιο που περιγράφεται σε Κανονισμούς που εκδίδονται για τους σκοπούς του άρθρου 9(8)(β) ή 12Γ(1)(β) θεωρείται ότι έχει εκδοθεί και να προβλέπουν για την απόδοση και καταβολή του Φ.Π.Α., με αναφορά στην ημερομηνία έκδοσης τέτοιου τιμολογίου, να περιορίζεται στο Φ.Π.Α. επί μόνο τόσου ποσού της αξίας της συναλλαγής ή απόκτησης όσου φαίνεται στο τιμολόγιο.

(5) Ο Έφορος δύναται να καθορίζει σε γνωστοποίησή του εύλογες απαιτήσεις που κρίνει απαραίτητες για να εξασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες που περιέχονται σε οποιαδήποτε έγγραφα καθίστανται αμέσως διαθέσιμες σε αυτόν ως να είχαν διατηρηθεί τα ίδια τα αρχεία.

(6) Κανονισμοί δυνάμει της παρούσας παραγράφου μπορούν να προβλέπουν—

(α) Ότι Φ.Π.Α. επιβλητέος σε μια καθορισμένη φορολογική περίοδο θεωρείται ως επιβλητέος σε άλλη τέτοια περίοδο˙ και

(β) τον τρόπο που γίνονται καταχωρήσεις στους λογαριασμούς για σκοπούς αναπροσαρμογής, είτε για τη διόρθωση λαθών είτε για άλλους λόγους˙ και

(γ) για τη διενέργεια αναπροσαρμογών σε σχέση με καταχωρήσεις που γίνονται στους λογαριασμούς για το σκοπό που αναφέρεται στην παράγραφο (β) πιο πάνω.

(7) Κανονισμοί δυνάμει της παρούσας παραγράφου μπορούν να προβλέπουν διαφορετικά για διαφορετικές καταστάσεις και μπορούν να προβλέπουν διαφορετικές ημερομηνίες ως έναρξη των καθορισμένων φορολογικών περιόδων των εφαρμοστέων σε διαφορετικά πρόσωπα.

(8) Οι διατάξεις των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει της παρούσας παραγράφου που αφορούν περιπτώσεις στις οποίες αγαθά θεωρούνται ότι παραδόθηκαν από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο δυνάμει της παραγράφου 5 του Δεύτερου Παραρτήματος μπορούν να απαιτούν να αποδίδεται και να καταβάλλεται ο Φ.Π.Α. ο επιβλητέος επί της παράδοσης, και να παρέχονται στοιχεία γι' αυτόν, από άλλο πρόσωπο και με τέτοιο τρόπο που μπορεί να καθορίζονται στους Κανονισμούς.

(9) Όταν, κατά το τέλος καθορισμένης φορολογικής περιόδου, το ποσό του οφειλόμενου Φ.Π.Α. από οποιοδήποτε πρόσωπο ή το ποσό οποιουδήποτε πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. θα ήταν λιγότερο από μία λίρα, εκείνο το ποσό θεωρείται ως μηδέν.

Τιμολόγια Φ.Π.Α.

1Α.-(1)  Κανονισμοί δυνάμει της παρούσας παραγράφου μπορούν να απαιτούν από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο να εξασφαλίζει την έκδοση τιμολογίου (που στο εξής θα αναφέρεται ως «τιμολόγιο Φ.Π.Α.»), από τον ίδιο, από τον πελάτη του ή εξ΄ ονόματος του και για λογαριασμό του για τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών σε άλλο πρόσωπο, εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα ή αποδείξεις Φ.Π.Α. για παραδόσεις αγαθών ή/και παροχές υπηρεσιών σε άλλο πρόσωπο στη Δημοκρατία.

(2)  Το τιμολόγιο Φ.Π.Α. πρέπει να περιέχει -

(α) τέτοια στοιχεία της συναλλαγής και των προσώπων από και προς τα οποία παραδίδονται τα αγαθά ή παρέχονται οι υπηρεσίες·

(β)  ένδειξη για το κατά πόσο είναι επιβλητέος Φ.Π.Α. επί της συναλλαγής δυνάμει του παρόντος Νόμου ή του νόμου άλλου κράτους μέλους·

(γ) τέτοια στοιχεία οποιουδήποτε Φ.Π.Α. που μπορεί να είναι επιβλητέος,

όπως μπορεί να καθορίζονται σε Κανονισμούς.

(3)  Κανονισμοί μπορούν να παρέχουν εξουσία στον Έφορο να επιτρέπει διαφοροποίηση των απαιτήσεων οποιωνδήποτε Κανονισμών αναφορικά με τα στοιχεία που πρέπει να περιέχονται σε τιμολόγιο Φ.Π.Α.

(4)   Κανονισμοί μπορούν -

(α) να απαιτούν ότι το τιμολόγιο Φ.Π.Α. που απαιτείται να παραδοθεί σε σχέση με συναλλαγή οποιασδήποτε περιγραφής, να παραδίδεται μέσα σε καθορισμένο χρόνο ύστερα από το χρονικό σημείο κατά το οποίο θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα η συναλλαγή ή σε τέτοιο χρόνο πριν από το χρονικό σημείο κατά το οποίο θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα η συναλλαγή, όπως μπορεί να καθορίζεται στους Κανονισμούς.

(β)  να επιτρέπουν να εκδοθεί τιμολόγιο Φ.Π.Α. σε χρόνο μεταγενέστερο από εκείνο που απαιτείται από τους Κανονισμούς όταν εκδίδεται σύμφωνα με γενικές ή ειδικές οδηγίες του Εφόρου.

(5)   Κανονισμοί μπορούν -

(α) να προβλέπουν τον τρόπο με τον οποίο παραδίδεται τιμολόγιο Φ.Π.Α., περιλαμβανομένων και διατάξεων που να καθορίζουν προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να πληρούνται σε περίπτωση που το τιμολόγιο Φ.Π.Α. εκδίδεται από τρίτο πρόσωπο εκ μέρους του προμηθευτή·

(β)  να καθορίζουν τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σε περίπτωση τιμολογίου Φ.Π.Α. το οποίο σχετίζεται με περισσότερες από μια συναλλαγές·

(γ) να προβλέπουν, σε σχέση με έγγραφο ή μήνυμα το οποίο  αναφέρεται σε τιμολόγιο Φ.Π.Α. και αποσκοπεί στην τροποποίηση του τέτοιες διατάξεις αντίστοιχες με αυτές που μπορεί να προβλέπονται για τιμολόγιο Φ.Π.Α., κατά τη διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή.

(6)  Κανονισμοί μπορούν να παρέχουν εξουσία στον Έφορο να απαιτεί από πρόσωπο το οποίο έχει λάβει τιμολόγιο Φ.Π.Α. στη Δημοκρατία, το οποίο δεν είναι, ή μέρος του οποίου δεν είναι εκφρασμένο σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας, να παράσχει μετάφραση του τιμολογίου, ή του μέρους του τιμολογίου σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας.

(7) Κανονισμοί δυνάμει της παρούσας παραγράφου -

(α) να προβλέπουν τον τόπο και τον τρόπο αποθήκευσης τιμολογίων Φ.Π.Α.

(β)  να θέτουν προϋποθέσεις για την αποθήκευση τιμολογίων Φ.Π.Α. εκτός της Δημοκρατίας.

(8) Κανονισμοί δυνάμει της παρούσας παραγράφου -

(α) μπορούν να εκδοθούν ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής μόνο για συγκεκριμένες περιπτώσεις ή μόνο σε σχέση με συναλλαγές που πραγματοποιούνται προς πρόσωπα συγκεκριμένης περιγραφής·

(β) μπορούν να προβλέπουν διαφορετικά για διαφορετικές περιπτώσεις.

 

Αυτοτιμολόγηση

1Β.-(1) Η  παράγραφος αυτή εφαρμόζεται όπου υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο παραδίδει στον εαυτό του έγγραφο (που στο εξής θα αναφέρεται ως («τιμολόγιο αυτοτιμολόγησης») το οποίο θεωρείται τιμολόγιο Φ.Π.Α. σε σχέση με παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών σε εκείνο από άλλο υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο.

(2)  Τηρουμένων τέτοιων προϋποθέσεων που μπορεί -

(α) να απαιτούνται·

(β) να καθορίζονται σε Γνωστοποίηση του Εφόρου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·

(γ) να επιβάλλονται σε συγκεκριμένη περίπτωση  δυνάμει οποιωνδήποτε Κανονισμών, τιμολόγιο αυτοτιμολόγησης θα θεωρείται ως το τιμολόγιο Φ.Π.Α. που απαιτείται να παραδίδεται δυνάμει Κανονισμών με βάση την παράγραφο 1Α.

(3)  Για τους σκοπούς του άρθρου 9(4), τιμολόγιο αυτοτιμολόγησης δεν θεωρείται ότι εκδίδεται από το πρόσωπο το οποίο πραγματοποιεί τη συναλλαγή.

(4)  Για τους σκοπούς του άρθρου 9(5) και (6), τιμολόγιο αυτοτιμολόγησης σε σχέση με το οποίο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις οι οποίες καθορίζονται στην υποπαράγραφο (2) και τηρουμένων οποιωνδήποτε επιπρόσθετων προϋποθέσεων που μπορεί να καθοριστούν, θα θεωρείται ότι εκδίδεται από το πρόσωπο το οποίο πραγματοποιεί τη συναλλαγή.

Σε τέτοια περίπτωση, οποιαδήποτε ειδοποίηση ή αίτημα που δίδεται για τους σκοπούς του άρθρου 9(5) ή (6) από το πρόσωπο που παρέχει το τιμολόγιο αυτοτιμολόγησης θα θεωρείται για εκείνους τους σκοπούς ότι δίδεται από το πρόσωπο το οποίο πραγματοποιεί τη συναλλαγή.

(5)  Κανονισμοί δυνάμει της παρούσας παραγράφου -

(α)  μπορούν να διαμορφωθούν ώστε να τυγχάνουν  εφαρμογής μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ή μόνο σε σχέση με συναλλαγές που πραγματοποιούνται προς πρόσωπα συγκεκριμένης περιγραφής·

(β) μπορούν να προβλέπουν διαφορετικά για διαφορετικές περιπτώσεις.

 

Τιμολόγια Φ.Π.Α. που διαβιβάζονται με ηλεκτρονικά

μέσα και αποθήκευση τιμολογίων Φ.Π.Α.

2.-(1) Κανονισμοί μπορούν να απαιτούν, ή να προβλέπουν ότι ο Έφορος επιβάλλει σε οποιαδήποτε περίπτωση, προϋποθέσεις οι  οποίες πρέπει  να ικανοποιούνται σε σχέση με -

(α) τη διαβίβαση με ηλεκτρονικά μέσα οποιουδήποτε στοιχείου για το οποίο εφαρμόζεται η παρούσα παράγραφος.

(β) την τήρηση και διατήρηση με ηλεκτρονικά μέσα οποιουδήποτε τέτοιου στοιχείου ή πληροφοριών που περιέχονται σε οποιοδήποτε τέτοιο στοιχείο.

(2) Τα στοιχεία για τα οποία εφαρμόζεται η παρούσα παράγραφος είναι -

(α)  οποιοδήποτε τιμολόγιο Φ.Π.Α.·

(β) οποιοδήποτε έγγραφο το οποίο αναφέρεται στο τιμολόγιο Φ.Π.Α. και προορίζεται να το τροποποιήσει·

(γ) οποιοδήποτε τιμολόγιο αναφέρεται σε κανονισμούς που γίνονται για τους σκοπούς του άρθρου 9(8)(β) ή 12Γ(1)(β).

(3) Κανονισμοί δυνάμει της παρούσας παραγράφου δύνανται να προβλέπουν διαφορετικά για διαφορετικές περιπτώσεις.

(2) Δε θεωρείται συμμόρφωση προς διάταξη που σχετίζεται με τιμολόγια Φ.Π.Α. η προσαγωγή μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή οποιουδήποτε υλικού άλλου εκτός από έγγραφο, ή η παράδοση τέτοιου υλικού που παράγεται με τον τρόπο αυτό ή η διαβίβαση που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (1) πιο πάνω, εκτός αν το πρόσωπο που παράγει ή παραδίδει το υλικό ή προβαίνει στη διαβίβαση και, στην περίπτωση παραδοθέντος υλικού ή διαβίβασης, το πρόσωπο που το λαμβάνει—

(α) Έχει δώσει στον Έφορο τουλάχιστον ένα μήνα προηγουμένως, ειδοποίηση γραπτή ότι προτίθεται να παράγει ή να παραδίδει τέτοιο υλικό ή να προβαίνει σε τέτοια διαβίβαση ή, ανάλογα με την περίπτωση, να παραλαμβάνει τέτοιο υλικό ή διαβιβάσεις˙ και

(β) συμμορφώνεται με απαιτήσεις που καθορίζονται στους Κανονισμούς ή που μπορεί να επιβάλλει ο Έφορος από καιρό σε καιρό στην περίπτωσή του.

 

Εξουσία απαίτησης εγγύησης και προσαγωγής απόδειξης

3. —(1) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί, ως όρο για να επιτρέψει ή να επιστρέψει οποιοδήποτε φόρο εισροών σε οποιοδήποτε πρόσωπο, την προσαγωγή εγγράφων που σχετίζονται με το Φ.Π.Α. τα οποία μπορεί να έχουν παραδοθεί σε αυτό το πρόσωπο και δύναται, αν το κρίνει απαραίτητο για την προστασία των δημόσιων εσόδων, να απαιτεί, ως όρο για να δέχεται οποιοδήποτε πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α., την παροχή εγγύησης για το ποσό της πληρωμής που κρίνει κατάλληλη.

(2) Χωρίς επηρεασμό της εξουσίας του δυνάμει του άρθρου 37(7), όταν ο Έφορος το κρίνει αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων εσόδων δύναται να απαιτεί από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, ως όρο για να παραδίδει αγαθά ή να παρέχει υπηρεσίες αυτό το πρόσωπο με φορολογητέα συναλλαγή, να παράσχει εγγύηση ή περαιτέρω εγγύηση, τόσου ποσού και με τρόπο που δύναται να καθορίσει, για την καταβολή οποιουδήποτε Φ.Π.Α. που είναι ή μπορεί να καταστεί οφειλόμενος από αυτό.

 

Ανάκτηση του Φ.Π.Α.

4. —(1) Φ.Π.Α. οφειλόμενος από οποιοδήποτε πρόσωπο είναι εισπρακτέος ως χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία και οποιαδήποτε διαδικασία στο δικαστήριο για είσπραξη του χρέους ασκείται στο όνομα του Εφόρου.

(2) Όταν τιμολόγιο ή απόδειξη Φ.Π.Α δείχνει ότι λαμβάνει χώρα παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών με Φ.Π.Α. επιβλητέο επί αυτής, είναι εισπρακτέο από το πρόσωπο που εξέδωσε το τιμολόγιο ποσό ίσο προς εκείνο που παρουσιάζεται στο τιμολόγιο ως Φ.Π.Α. ή αν δεν παρουσιάζεται Φ.Π.Α. χωριστά, προς τόσο μέρος του συνολικού ποσού που παρουσιάζεται ως πληρωτέο όσο λαμβάνεται ότι αντιπροσωπεύει Φ.Π.Α. επί της συναλλαγής.

(3) Η υποπαράγραφος (2) πιο πάνω εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το αν—

(α) Το τιμολόγιο είναι τιμολόγιο Φ.Π.Α. ή η απόδειξη είναι απόδειξη Φ.Π.Α που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 1(1) πιο πάνω˙ ή

(β) η συναλλαγή που εμφαίνεται στο τιμολόγιο πραγματικά λαμβάνει ή έχει λάβει χώρα ή το ποσό που παρουσιάζεται ως Φ.Π.Α. ή οποιοδήποτε ποσό Φ.Π.Α., είναι ή ήταν επιβλητέο επί της συναλλαγής˙ ή

(γ) το πρόσωπο που εκδίδει το τιμολόγιο είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, ή όχι˙

και οποιοδήποτε ποσό εισπρακτέο από πρόσωπο δυνάμει της υποπαραγράφου (2), αν είναι εν πάση περιπτώσει Φ.Π.Α., είναι εισπρακτέο ως Φ.Π.Α. και διαφορετικά είναι εισπρακτέο ως χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.

(4) [Διαγράφηκε].

(5) [Διαγράφηκε].

 

Παραγραφή Αγώγιμου Δικαιώματος

4Α. Το αγώγιμο δικαίωμα του Εφόρου για τη διεκδίκηση οποιουδήποτε ποσού το οποίο οφείλεται από οποιοδήποτε πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, παραγράφεται μετά την περίοδο έξι ετών από:

(α)  την ημερομηνία που ο Έφορος έχει παραλάβει φορολογική δήλωση για καθορισμένη φορολογική περίοδο, σύμφωνα με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, αλλά το ποσό του ΦΠΑ που εμφαίνεται στη φορολογική δήλωση ως καταβλητέο από το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο σε σχέση με εκείνη τη φορολογική περίοδο δεν έχει καταβληθεί, ή

(β)  την ημερομηνία που υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο είχε υποχρέωση να υποβάλει φορολογική δήλωση για καθορισμένη φορολογική περίοδο, σύμφωνα με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, αλλά τέτοια δήλωση δεν υποβλήθηκε και το ποσό του οφειλόμενου ΦΠΑ σε σχέση με εκείνη τη φορολογική περίοδο δεν καταβλήθηκε, ή

(γ)  την ημερομηνία που γνωστοποιείται οποιοδήποτε ποσό που ο Έφορος έχει βεβαιώσει δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 49 και 49Α, ή

(δ)  την ημερομηνία που υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο είχε υποχρέωση να καταβάλει στον Έφορο το ετήσιο κατ΄ αποκοπήν ποσό ΦΠΑ, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 42Δ και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου και δεν το έχει πράξει, ή

(ε)  την ημερομηνία που υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο έχει παραλείψει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε υποχρέωση που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για καταβολή χρηματικής επιβάρυνσης, πρόσθετου φόρου ή τόκου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος, το χρονικό διάστημα μεταξύ της άσκησης της προσφυγής και της έκδοσης τελεσίδικης απόφασης, δε συνυπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος του Εφόρου:

Νοείται περαιτέρω ότι, εάν σε οποιαδήποτε περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής περισσότερες από μία από τις πιο πάνω υποπαραγράφους (α) έως (ε), με αποτέλεσμα το αγώγιμο δικαίωμα του Εφόρου να παραγράφεται σε διάφορες ημερομηνίες, τότε το αγώγιμο δικαίωμα του Εφόρου παραγράφεται στη λήξη της μεταγενέστερης χρονικά περιόδου.

 

Καθήκον τήρησης αρχείων

5.—(1) Κάθε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο τηρεί αρχεία που δυνατό να απαιτούν Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και κάθε πρόσωπο το οποίο, κατά το χρόνο που δεν είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, αποκτά στη Δημοκρατία από άλλο κράτος μέλος οποιαδήποτε αγαθά τα οποία υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης ή αφορούν καινούρια μεταφορικά μέσα, τηρεί αρχεία σε σχέση με την απόκτηση, αν αποτελεί φορολογητέα απόκτηση και δεν είναι σύμφωνα με φορολογητέα συναλλαγή, όπως δύνανται να απαιτούν οι Κανονισμοί.

(2) Κανονισμοί δυνάμει της υποπαραγράφου (1) πιο πάνω μπορούν να προβλέπουν διαφορετικά για διαφορετικές περιπτώσεις και μπορούν να διατυπωθούν με αναφορά σε αρχεία που δυνατό να καθορίζονται σε γνωστοποίηση του Εφόρου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει των εν λόγω Κανονισμών.

(3) Οι Κανονισμοί που αναφέρονται στην πιο πάνω υποπαράγραφο μπορούν να απαιτούν όπως οποιαδήποτε έγγραφα που τηρούνται δυνάμει της παρούσας παραγράφου θα διατηρούνται για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα επτά έτη.

(4) Η δυνάμει της παρούσας παραγράφου υποχρέωση διατήρησης αρχείων μπορεί να εκπληρωθεί με τη διατήρηση των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτά με μέσα που μπορεί να εγκρίνει ο Έφορος˙ και όταν οι εν λόγω πληροφορίες διατηρούνται με αυτόν τον τρόπο, αντίτυπο οποιουδήποτε εγγράφου που αποτελεί μέρος των αρχείων, τηρουμένης της υποπαραγράφου (5) πιο κάτω, είναι δεκτό ως απόδειξη σε οποιαδήποτε διαδικασία, είτε πολιτική είτε ποινική, κατά την ίδια έκταση όπως τα ίδια τα αρχεία.

(5) Ο Έφορος δύναται να επιβάλλει, ως όρο για να εγκρίνει δυνάμει της υποπαραγράφου (4) πιο πάνω οποιαδήποτε μέσα διατήρησης πληροφοριών που περιέχονται σε οποιαδήποτε έγγραφα, εύλογες απαιτήσεις που κρίνει απαραίτητες για να εξασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες θα καθίστανται αμέσως διαθέσιμες σε αυτόν ως να είχαν διατηρηθεί τα ίδια τα αρχεία.

(6) Δήλωση που περιέχεται σε έγγραφο που παράγεται από ηλεκτρονικό υπολογιστή δεν είναι δεκτή ως απόδειξη σε πολιτική ή ποινική διαδικασία παρά μόνο σύμφωνα με βάση τις διατάξεις του περί Αποδείξεως Νόμου.

(7) Κάθε πρόσωπο, άλλο από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, που παραδίδει αγαθά ή παρέχει υπηρεσίες στα πλαίσια ή για προώθηση οποιασδήποτε επιχείρησης που ασκείται από αυτό, διατηρεί για περίοδο επτά ετών—

(α) Οποιαδήποτε τιμολόγια και αποδείξεις είσπραξης που εκδίδονται προς αυτό σε σχέση με συναλλαγές προς αυτό για τους σκοπούς της επιχείρησής του˙

(β) οποιαδήποτε τιμολόγια και αποδείξεις είσπραξης εκδίδει το ίδιο το πρόσωπο σε σχέση με τις συναλλαγές του · και

(γ) οποιεσδήποτε τελωνειακές διασαφήσεις και άλλα έγγραφα σε σχέση με τις εισαγωγές και εξαγωγές του.

5Α.-(1) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει της παρούσας παραγράφου δύναται να απαιτούν από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, όπως ορίζονται στους εν λόγω Κανονισμούς, να τηρούν αρχεία, να τα υποβάλλουν στον Έφορο Φορολογίας και να καθορίζουν τον τρόπο τήρησής τους, καθώς και το περιεχόμενο αυτών.

(2) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει της υποπαραγράφου (1) δύναται να προβλέπουν διαφορετικές ρυθμίσεις για διαφορετικές περιπτώσεις και δύναται να διατυπωθούν με αναφορά σε αρχεία που δυνατόν να καθορίζονται σε γνωστοποίηση του Εφόρου, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει των εν λόγω Κανονισμών.

(3) Οι Κανονισμοί που προβλέπονται στην υποπαράγραφο (1) δύναται να καθορίζουν τη χρονική διάρκεια τήρησης των αρχείων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρούσα παράγραφο.

(4) Η δυνάμει της παρούσας παραγράφου υποχρέωση τήρησης αρχείων δύναται να εκπληρωθεί με τη διατήρηση των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτά με μέσα που δύναται να καθορίσει ο Έφορος σε γνωστοποίησή του και όταν οι εν λόγω πληροφορίες διατηρούνται με αυτό τον τρόπο, αντίτυπο οποιουδήποτε εγγράφου που αποτελεί μέρος των αρχείων, τηρουμένων των προνοιών της υποπαραγράφου (5), είναι δεκτό ως απόδειξη σε οποιαδήποτε διαδικασία, είτε πολιτική είτε ποινική, κατά την ίδια έκταση που γίνονται δεκτά τα ίδια τα αρχεία.

 

Παροχή πληροφοριών και προσαγωγή εγγράφων

6.—(1) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύνανται να προβλέπουν ότι τα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα απαιτείται να γνωστοποιούν στον Έφορο οποιεσδήποτε λεπτομέρειες αλλαγών που αφορούν τα ίδια τα πρόσωπα ή που αφορούν οποιαδήποτε επιχείρηση που ασκείται από αυτά, τις οποίες ο Έφορος κρίνει αναγκαίες για σκοπούς ενημέρωσης του Μητρώου Φ.Π.Α.

(2) Κάθε πρόσωπο που εμπλέκεται (υπό οποιαδήποτε ιδιότητα) στην παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση επιχείρησης ή προς το οποίο πραγματοποιείται τέτοια συναλλαγή, κάθε πρόσωπο που εμπλέκεται, υπό οποιανδήποτε ιδιότητα, στην απόκτηση αγαθών από άλλο κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο που εμπλέκεται, υπό οποιανδήποτε ιδιότητα, στην εισαγωγή αγαθών από τόπο εκτός των κρατών μελών μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση επιχείρησης—

(α) Παρέχει στον Έφορο, μέσα σε τόσο χρόνο και με τέτοιο τρόπο που μπορεί εύλογα να απαιτήσει, τέτοιες πληροφορίες που σχετίζονται με τα αγαθά ή τις υπηρεσίες ή με τη συναλλαγή, απόκτηση ή την εισαγωγή, τις οποίες μπορεί εύλογα ο Έφορος να καθορίσει˙ και

(β) οφείλει, ύστερα από αξίωση εξουσιοδοτημένου προσώπου, να προσαγάγει ή να μεριμνήσει ώστε να προσαχθούν για επιθεώρηση από το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο—

(i) στην κύρια έδρα της επιχείρησης του προσώπου προς το οποίο υποβλήθηκε η αξίωση ή σε κάποιο άλλο τόπο που μπορεί εύλογα να απαιτήσει το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, και#

(ii) σε τέτοιο χρόνο που μπορεί εύλογα να απαιτήσει το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, οποιαδήποτε έγγραφα που σχετίζονται με τα αγαθά ή υπηρεσίες ή τη συναλλαγή, απόκτηση ή εισαγωγή.

(3) Εάν, δυνάμει της υποπαραγράφου (2) πιο πάνω, εξουσιοδοτημένο πρόσωπο έχει εξουσία να αξιώνει την προσαγωγή οποιωνδήποτε εγγράφων από οποιοδήποτε πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται η εν λόγω υποπαράγραφος, το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο έχει παρόμοια εξουσία να αξιώνει την προσαγωγή των εν λόγω εγγράφων από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που κρίνει το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ότι τα κατέχει˙ εάν όμως οποιοδήποτε τέτοιο άλλο πρόσωπο διεκδικεί δικαίωμα επίσχεσης επί οποιουδήποτε εγγράφου που προσάγεται από αυτό, η προσαγωγή γίνεται χωρίς βλάβη του δικαιώματος επίσχεσης.

(4) Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα έγγραφα που σχετίζονται με παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών, με απόκτηση αγαθών από άλλο κράτος μέλος ή με την εισαγωγή αγαθών από τόπο εκτός των κρατών μελών» και προσθήκη πριν την τελεία της φράσης «ή, στην περίπτωση απόκτησης από άλλο κράτος μέλος), που αφορά οποιανδήποτε επιχείρηση ή άλλες δραστηριότητες του προσώπου από το οποίο τα αγαθά αποκτώνται, λογίζονται ότι περιλαμβάνουν και οποιοδήποτε λογαριασμό κερδοζημιών και ισολογισμό που αφορά την επιχείρηση στα πλαίσια της οποίας τα αγαθά παραδίδονται ή οι υπηρεσίες παρέχονται ή τα αγαθά εισάγονται.

(5) Το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο δύναται να λαμβάνει αντίτυπα ή να αντιγράφει αποσπάσματα οποιουδήποτε εγγράφου που προσάγεται δυνάμει της υποπαραγράφου (2)ή (3) πιο πάνω.

(6) Αν το κρίνει αναγκαίο, το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο μπορεί να παραλάβει σε εύλογο χρόνο και να κατακρατήσει για εύλογη περίοδο οποιοδήποτε έγγραφο που προσάγεται δυνάμει της υποπαραγράφου (2) ή (3) πιο πάνω και, αν του ζητηθεί, εκδίδει απόδειξη παραλαβής των εγγράφων˙ και όταν διεκδικείται δικαίωμα επίσχεσης επί εγγράφου που προσάγεται δυνάμει της υποπαραγράφου (3) πιο πάνω, η παραλαβή του εγγράφου δυνάμει της παρούσας υποπαραγράφου δε θεωρείται ότι παραβιάζει το δικαίωμα επίσχεσης.

(7) Όταν έγγραφο που παραλήφθηκε από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο δυνάμει της παραγράφου (6) πιο πάνω ζητείται εύλογα για την ομαλή διεξαγωγή της επιχείρησης, το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο παραδίδει, μέσα σε εύλογο χρόνο, αντίτυπο του εγγράφου, χωρίς οποιαδήποτε χρηματική επιβάρυνση, στο πρόσωπο το οποίο το προσήγαγε ή μερίμνησε να προσαχθεί.

(8) Όταν οποιαδήποτε έγγραφα που παραλήφθηκαν δυνάμει των εξουσιών που παρέχει η παρούσα παράγραφος έχουν απωλεσθεί ή καταστραφεί, ο Έφορος αποζημιώνει τον ιδιοκτήτη τους για οποιεσδήποτε δαπάνες που εύλογα υφίσταται για την αντικατάσταση ή επιδιόρθωση των εγγράφων.

(8Α)  Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, πρόσωπο στο οποίο έχει εκχωρηθεί δικαίωμα να εισπράξει ολόκληρο ή μέρος αντιπαροχής για παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών θεωρείται ως το πρόσωπο που εμπλέκεται στη συναλλαγή.

(9) Ο Έφορος δύναται να απαιτήσει από οποιαδήποτε κρατική αρχή ή αρχή τοπικής διοίκησης ή οργανισμό δημόσιου δικαίου να του παράσχει πληροφορίες που δυνατό να είναι αναγκαίες για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

(10) Κάθε υπάλληλος κρατικής αρχής, αρχής τοπικής διοίκησης ή οργανισμού δημόσιου δικαίου που έχει υπό τη φύλαξή του μητρώα, βιβλία, αρχεία ή άλλα έγγραφα των οποίων η εξέταση δυνατό να βοηθήσει στην εφαρμογή του παρόντος Νόμου, οφείλει να επιτρέπει σε οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να τα εξετάζει και να λαμβάνει αντίτυπα ή να αντιγράφει αποσπάσματά τους, χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε τέλους ή δικαιώματος.

 

Εξουσία λήψης δειγμάτων

7. —(1) Κάθε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, αν το κρίνει αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων εσόδων, δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο, να λαμβάνει, από τα αγαθά που είναι στην κατοχή προσώπου που παραδίδει αγαθά ή αποκτά αγαθά από άλλο κράτος μέλος, ή στην κατοχή του φορολογικού αποθηκευτή, τέτοια δείγματα που δυνατό να απαιτήσει το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο με σκοπό να καθορίσει με ποιο τρόπο τα αγαθά ή τα υλικά από τα οποία κατασκευάστηκαν έπρεπε να τύχουν χειρισμού για τους σκοπούς του Φ.Π.Α.

(2) Οποιοδήποτε δείγμα που λαμβάνεται δυνάμει της παρούσας παραγράφου διατίθεται με τον τρόπο που καθορίζει ο Έφορος.

(3) Όταν λαμβάνεται δείγμα δυνάμει της παρούσας παραγράφου από τα αγαθά που βρίσκονται στην κατοχή οποιουδήποτε προσώπου και δεν επιστρέφεται σε αυτό μέσα σε εύλογο χρόνο και σε καλή κατάσταση, ο Έφορος αποζημιώνει το εν λόγω πρόσωπο με ποσό ίσο προς το κόστος του δείγματος με το οποίο έχει επιβαρυνθεί.

 

Είσοδος και έρευνα υποστατικών ή τόπων και προσώπων

8. —(1) Για τους σκοπούς άσκησης οποιωνδήποτε εξουσιών που παρέχονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, εξουσιοδοτημένο πρόσωπο δύναται σε οποιοδήποτε εύλογο χρόνο να εισέρχεται σε υποστατικά, ή τόπο, εξαιρουμένων των κατοικιών, που χρησιμοποιούνται σε σχέση με την άσκηση επιχείρησης.

(2)  Όταν εξουσιοδοτημένο πρόσωπο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι υποστατικά ή τόπος χρησιμοποιούνται σε σχέση με φορολογητέες παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών, δύναται σε οποιοδήποτε εύλογο χρόνο να εισέρχεται και να επιθεωρεί τα εν λόγω υποστατικά ή τον τόπο, εξαιρουμένων των κατοικιών και να επιθεωρεί οποιαδήποτε αγαθά και έγγραφα που ευρίσκονται σε αυτά.

(3) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη εξουσία που παρέχεται από τον παρόντα Νόμο, εάν υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα σχετικό με το Φ.Π.Α. σε οποιαδήποτε υποστατικά ή τόπο ή ότι θα ανεβρεθεί εκεί απόδειξη διάπραξης τέτοιου αδικήματος, τότε οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο δύναται να εισέλθει στα εν λόγω υποστατικά ή τον τόπο εξαιρουμένων των κατοικιών, και να τα ερευνήσει.

(4) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων της υποπαραγράφου (3) οποιασδήποτε άλλης εξουσίας που παρέχεται από τον παρόντα Νόμο, όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση εξουσιοδοτημένου προσώπου ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα σχετικό με το Φ.Π.Α. σε οποιαδήποτε υποστατικά ή τόπο ή ότι θα ανεβρεθεί εκεί απόδειξη διάπραξης τέτοιου αδικήματος, τότε ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα το οποίο να εξουσιοδοτεί το πρόσωπο αυτό ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που κατονομάζεται στο ένταλμα να εισέλθει και να ερευνήσει τα υποστατικά ή τον τόπο που κατονομάζεται στο ένταλμα έρευνας.

(5) Κάθε ένταλμα έρευνας φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει εύλογα ικανοποιηθεί για την ύπαρξη ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.

(6) Οποιοδήποτε πρόσωπο που εισέρχεται σε υποστατικά ή τόπο δυνάμει των υποπαραγράφων (3) και (4) δύναται -

(α)να κατάσχει και να μετακινήσει οποιαδήποτε έγγραφα ή άλλα αντικείμενα που βρίσκονται στα υποστατικά ή τον τόπο για τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι δυνατό να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά στοιχεία για τους σκοπούς οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας· και

(β) να ερευνήσει ή να μεριμνήσει την έρευνα οποιουδήποτε προσώπου που βρίσκεται στα υποστατικά ή τον τόπο για τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι έχει στην κατοχή του οποιαδήποτε τέτοια έγγραφα ή άλλα αντικείμενα:

Νοείται ότι, η έρευνα σε πρόσωπο θα διενεργείται από ιδίου φύλου εξουσιοδοτημένο λειτουργό.

(7) Πρόσωπο που έχει εξουσία με βάση την παρούσα παράγραφο να εισέλθει σε υποστατικά, ή τόπο, δύναται να χρησιμοποιήσει τόση βία όση είναι εύλογα αναγκαία για την άσκηση της εξουσίας αυτής.

 

Διάταγμα πρόσβασης σε καταχωρημένες πληροφορίες

9.—(1) Όταν δικαστής, ύστερα από αίτηση εξουσιοδοτημένου προσώπου, ικανοποιείται ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι—

(α) Αδίκημα σε σχέση με το Φ.Π.Α. διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή πρόκειται να διαπραχθεί, και

(β) οποιεσδήποτε καταχωρημένες πληροφορίες (περιλαμβανομένου οποιουδήποτε εγγράφου οποιασδήποτε φύσεως) οι οποίες μπορεί να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά στοιχεία για τους σκοπούς οποιασδήποτε διαδικασίας σε σχέση με το εν λόγω αδίκημα, είναι στην κατοχή οποιουδήποτε προσώπου, τότε μπορεί να εκδώσει διάταγμα δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

(2) Το διάταγμα δυνάμει της παρούσας παραγράφου συνιστά διαταγή όπως το πρόσωπο το οποίο ο δικαστής κρίνει ότι έχει στην κατοχή του καταχωρημένες πληροφορίες στις οποίες αφορά η αίτηση—

(α) Παραχωρήσει πρόσβαση σε αυτές σε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, και

(β) επιτρέψει σε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να παραλάβει και να κατακρατήσει οποιεσδήποτε από αυτές θεωρεί εύλογα αναγκαίες, σε χρόνο όχι μεταγενέστερο από το τέλος της περιόδου 7 ημερών που αρχίζει την ημερομηνία του διατάγματος ή από το τέλος τέτοιας μεγαλύτερης περιόδου που δυνατό να καθορίζει το διάταγμα.

(3) Η αναφορά της υποπαραγράφου (2)(α) πιο πάνω σε παραχώρηση σε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο πρόσβασης σε καταχωρημένες πληροφορίες με τις οποίες σχετίζεται η αίτηση, περιλαμβάνει αναφορά σε παραχώρηση άδειας στο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να λάβει αντίτυπα ή να αντιγράψει αποσπάσματα αυτών.

(4) Εάν οι καταχωρημένες πληροφορίες αποτελούνται από πληροφορίες που περιέχονται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, το διάταγμα δυνάμει της παρούσας παραγράφου ισχύει ως διαταγή για να προσαχθούν οι πληροφορίες σε τύπο που είναι ορατός και ευανάγνωστος και, αν το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο επιθυμεί να τις μετακινήσει, σε τύπο που μπορεί να μετακινηθεί.

(5) Η παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει τις παραγράφους 6 και 8 πιο πάνω.

(6) Χωρίς επηρεασμό των προηγούμενων διατάξεων της παρούσας παραγράφου, κάθε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο έχει εξουσία, αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα που προνοείται στο άρθρο 46 ή 47, να απαιτήσει από οποιοδήποτε πρόσωπο που εύλογα πιστεύεται ότι είναι ενήμερο των γεγονότων ή περιστατικών του αδικήματος, να παραστεί στο γραφείο του ή σε οποιοδήποτε άλλο εύλογο μέρος για να εξεταστεί και να ληφθεί κατάθεση από αυτό σε σχέση με το αδίκημα και σε τέτοια περίπτωση εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 5 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.

 

Απόδειξη με πιστοποιητικό, κ.λ.π.

10.—(1) Πιστοποιητικό του Εφόρου που βεβαιώνει ότι—

(α) Κάποιο πρόσωπο ήταν ή δεν ήταν, σε οποιαδήποτε ημερομηνία, εγγεγραμμένο δυνάμει του παρόντος Νόμου˙ ή

(β) οποιαδήποτε φορολογική δήλωση που απαιτείται από ή με βάση τον παρόντα Νόμο δεν έχει υποβληθεί ή δεν έχει υποβληθεί σε οποιαδήποτε ημερομηνία˙ ή

(γ) οποιοσδήποτε Φ.Π.Α. που εμφαίνεται ως οφειλόμενος σε οποιαδήποτε φορολογική δήλωση που υποβλήθηκε ή βεβαίωση φόρου που εκδόθηκε ή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που λήφθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, δεν έχει καταβληθεί˙ ή

(δ) οποιαδήποτε χρηματική επιβάρυνση, τόκος ή πρόσθετος φόρος που επιβλήθηκε από τον Έφορο δυνάμει του παρόντος Νόμου δεν έχει καταβληθεί, αποτελεί επαρκή απόδειξη του γεγονότος που βεβαιώνει, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο·

(ε)  οποιαδήποτε δήλωση ή γνωστοποίηση απαιτείται να υποβληθεί ή επιδοθεί στον Έφορο σύμφωνα με οποιουσδήποτε Κανονισμούς με βάση την παράγραφο 1(2) ή (2Α) δεν έχει υποβληθεί ή επιδοθεί ή δεν είχε υποβληθεί ή επιδοθεί σε οποιαδήποτε ημερομηνία.

(2) Φωτογραφία οποιουδήποτε εγγράφου που προσκομίζεται στον Έφορο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και η οποία πιστοποιείται από τον ίδιο ότι συνιστά φωτογραφία του εν λόγω εγγράφου είναι δεκτή ως απόδειξη σε οποιαδήποτε διαδικασία, είτε πολιτική είτε ποινική, στην ίδια έκταση όπως το ίδιο το έγγραφο.

(3) Οποιοδήποτε έγγραφο που φέρεται ως πιστοποιητικό δυνάμει της υποπαραγράφου (1) ή (2) πιο πάνω, θεωρείται ότι αποτελεί τέτοιο πιστοποιητικό μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο.

 

Διαγραφή χρεών

11. Χρέη προς τον Έφορο που δημιουργήθηκαν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και τα οποία λόγω των περιστάσεων του οφειλέτη, δεν μπορούν να εισπραχθούν, διαγράφονται με βάση τις διατάξεις του περί της Λογιστικής και Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Χρηματοοικονομικού Ελέγχου Νόμου.

 

Εγγραφή εμπράγματου βάρους σε ακίνητη ιδιοκτησία για οφειλόμενο φόρο ή οποιοδήποτε άλλο ποσό

12.-(1)(α) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο αρνείται ή παραλείπει ή καθυστερεί ή αμελεί να καταβάλει στον Έφορο το οφειλόμενο από αυτό ποσό φόρου ή οποιοδήποτε άλλο ποσό και υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), εξαιρουμένου του φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού για το οποίο-

(i) δεν έχουν εξαντληθεί όλες οι διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες για τον καθορισμό του· ή

(ii) έχει παρασχεθεί εγγύηση για την καταβολή του οφειλομένου ποσού, όπως ο Έφορος κρίνει κατάλληλη,

τότε ο Έφορος δύναται να καταστήσει οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία του προσώπου αυτού, αξίας μέχρι το διπλάσιο του οφειλόμενου φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού, και η οποία είναι εγγεγραμμένη στο όνομά του στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, ως εγγύηση για την πληρωμή του οφειλόμενου φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού.

(2)(α) Η ακίνητη ιδιοκτησία καθίσταται ως εγγύηση για την πληρωμή του οφειλόμενου φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού με την κατάθεση στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο της Επαρχίας όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία που ζητείται να επιβαρυνθεί, σημειώματος που είναι χρονολογημένο και υπογραμμένο από τον Έφορο ή από τον εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό αντιπρόσωπό του, που αξιώνει όπως το συμφέρον του υποκείμενου στο φόρο προσώπου επί της ακίνητης ιδιοκτησίας παραμείνει δεσμευμένο για την πληρωμή του οφειλόμενου φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού.

(β) Η κατάθεση του σημειώματος σύμφωνα με την υπο-υποπαράγραφο (α) της υποπαραγράφου (2) συνιστά εγγραφή εμπράγματου βάρους επί της ακίνητης ιδιοκτησίας για σκοπούς του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου.

(3) Αμέσως μετά την εγγραφή του εμπράγματου βάρους σύμφωνα με την υποπαράγραφο (2),  ο Έφορος, οφείλει να επιδώσει έγγραφη ειδοποίηση προς το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο για την εν λόγω εγγραφή.

(4) Σε περίπτωση που έχει εγγραφεί εμπράγματο βάρος σε ακίνητη ιδιοκτησία προσώπου δυνάμει της υποπαραγράφου (2), το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο έχει δικαίωμα εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία της έγγραφης ειδοποίησης που λαμβάνει σύμφωνα με την υποπαράγραφο (3)-

(α) είτε να αποταθεί στον Έφορο με έγγραφη ειδοποίηση ένστασης, προς επανεξέταση της εγγραφής του εμπράγματου βάρους, και ο Έφορος οφείλει να αποφασίσει επί της ενστάσεως εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία της υποβολής της ένστασης·

(β) είτε να αιτηθεί από το Δικαστήριο την έκδοση απόφασης άρσης της εγγραφής του εμπράγματου βάρους

για το λόγο ότι-

(i) το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο κατέβαλε προηγουμένως το οφειλόμενο ποσό φόρου ή οποιοδήποτε άλλο ποσό και δεν υφίσταται πλέον οφειλή∙ ή

(ii) η επιλογή οποιουδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στις παραγράφους 13 και 14 θα του επέφερε λιγότερη δυσμένεια από το μέτρο που ο Έφορος επέλεξε να ακολουθήσει με βάση την παρούσα παράγραφο, χωρίς να καταστρατηγείται ο σκοπός της είσπραξης του οφειλόμενου φόρου ή οποιοδήποτε άλλο ποσό:

Νοείται ότι, σε περίπτωση απόρριψης της ένστασης από τον Έφορο, το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο διατηρεί το δικαίωμα του να αιτηθεί από το Δικαστήριο την έκδοση απόφασης για άρση της εγγραφής του εμπράγματου βάρους για τους προαναφερόμενους λόγους:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που ο Έφορος αποδεχτεί την ένσταση ή το Δικαστήριο εκδώσει απόφαση για την άρση της εγγραφής του εμπράγματου βάρους, ο Έφορος, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημέρα αποδοχής της ένστασης ή της έκδοσης απόφασης του Δικαστηρίου, ενημερώνει το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας για απόσυρση της εγγραφής του εμπράγματου βάρους:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που έχει εγγραφεί εμπράγματο βάρος με βάση τη διαδικασία που προβλέπεται στην  παρούσα παράγραφο και το ποσό του οφειλόμενου φόρου ή οποιοδήποτε άλλο ποσό έχει ήδη ανακτηθεί με βάση τις διαδικασίες που προβλέπονται στις παραγράφους 13 και 14, τότε ο Έφορος μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ανάκτηση του οφειλόμενου φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού ζητά από το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να αποσύρει την εγγραφή του εμπράγματου βάρους που αφορά την συγκεκριμένη ακίνητη ιδιοκτησία.

(5)(α) Κατά τη διάρκεια της ισχύος της εγγραφής του εμπράγματου βάρους, το συμφέρον του υποκείμενου στο φόρο προσώπου επί της ιδιοκτησίας επιβαρύνεται με την πληρωμή του οφειλόμενου φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού κατά προτεραιότητα έναντι όλων των χρεών ή υποχρεώσεων του υποκείμενου στο φόρο προσώπου με τα οποία δεν επιβαρύνθηκε ειδικά η ιδιοκτησία πριν από την κατάθεση του σημειώματος του Εφόρου.

(β) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε μεταβίβαση ή υποθήκευση που έγινε μετά την εγγραφή του εμπράγματου βάρους, η ιδιοκτησία ή τόσο μέρος αυτής όσο θα ήταν αναγκαίο να πωληθεί προς ικανοποίηση του οφειλόμενου φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού, διατάσσεται από το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε χρόνο ενόσω η εγγραφή παραμένει σε ισχύ, να πωληθεί προς ικανοποίηση του οφειλόμενου φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού:

Νοείται ότι, ως μέσο θεραπείας για κάθε πρόσωπο στο όνομα του οποίου έχει τυχόν μεταβιβαστεί αυτή ή στο οποίο έχει τυχόν υποθηκευτεί, παραμένει μόνο η αξίωση αποζημίωσης κατά του προσώπου που μεταβίβασε ή που υποθήκευσε την ιδιοκτησία σε αυτό.

(5Α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε εν ισχύι Νόμου, σε περίπτωση που ακίνητο αποκτάται από το δανειστή στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης, οποιοδήποτε εμπράγματο βάρος βαρύνει το εν λόγω ακίνητο, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 12 του Δέκατου Παραρτήματος, κατά τη μεταβίβαση από το δανειολήπτη στο δανειστή μεταφέρεται επί του συγκεκριμένου ακινήτου:

Νοείται ότι, ο Έφορος δύναται να ζητήσει τη μεταφορά του εν λόγω εμπράγματου βάρους σε άλλο ακίνητο το οποίο ανήκει στο δανειολήπτη, η αξία του οποίου ανέρχεται στο διπλάσιο του οφειλόμενου από το δανειολήπτη ποσού φόρου περιλαμβανομένων τόκων και επιβαρύνσεων:

Νοείται περαιτέρω ότι, ο Έφορος δύναται κατά την κρίση του να προβεί σε συμφωνία με το δανειολήπτη για τη διευθέτηση των ποσών των οφειλόμενων φόρων, περιλαμβανομένων τόκων και επιβαρύνσεων για τα οποία έχει τεθεί το εν λόγω εμπράγματο βάρος, ώστε να καταστεί δυνατή η απαλλαγή του ακινήτου από το εμπράγματο βάρος:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, οι διατάξεις της παρούσας υποπαραγράφου τυγχάνουν εφαρμογής όσον αφορά δανειολήπτη που αποτελεί εταιρεία, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η εταιρεία είναι ή κατά πάσαν πιθανότητα θα καταστεί ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της.

(β) Δεν έχει εγκριθεί και δεν έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας οποιοδήποτε ψήφισμα αναφορικά με εκκαθάριση της εταιρείας.

(γ) Ουδέν διάταγμα για την εκκαθάριση της εταιρείας έχει εκδοθεί.

Για τους σκοπούς της παρούσας υποπαραγράφου, εταιρεία θεωρείται ανίκανη να αποπληρώσει τα χρέη της, εάν-

(α) Eείναι ανίκανη να αποπληρώσει τα χρέη της κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα,

(β) η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της είναι χαμηλότερη από το ποσό των υποχρεώσεων της, λαμβανομένων υπόψη των ενδεχόμενων και μελλοντικών υποχρεώσεων της:

Νοείται ότι, οι διατάξεις της παρούσας υποπαραγράφου τυγχάνουν εφαρμογής όσον αφορά δανειολήπτη που αποτελεί φυσικό πρόσωπο, εφόσον τηρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει τη συνήθη διαμονή του στη Δημοκρατία:

Νοείται ότι, πρόσωπο το οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του στη Δημοκρατία για τρία (3) τουλάχιστο χρόνια πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015 δεν απαιτείται να πληροί την προϋπόθεση της συνήθους διαμονής κατά το χρόνο της αναδιάρθρωσης.

(β) Είναι αφερέγγυος.

(γ) Δεν είναι πτωχεύσας ο οποίος δεν έχει αποκατασταθεί.

(5ΑΑ) Σε περίπτωση που ο Έφορος στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης διαπιστώσει ότι απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής φόρου ή επιβολή μηδενικού φόρου με βάση τις διατάξεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015 είναι λανθασμένη λόγω πράξεων του προσώπου οι οποίες αποδεδειγμένα δεν είναι γνήσιες ή είναι εικονικές, έχει εξουσία όπως παρά τις διατάξεις του πιο πάνω νόμου, προχωρήσει σε επιβολή στο πρόσωπο αυτό, του ορθού ποσού φόρου.

(6) Οι διατάξεις των άρθρων 58 μέχρι 72 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου αναφορικά με την εγγραφή δικαστικής απόφασης,  εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, για την εγγραφή του εμπράγματος βάρους από τον Έφορο δυνάμει της υποπαραγράφου (2) και η εν λόγω εγγραφή του εμπράγματου βάρους λογίζεται ότι έχει το ίδιο αποτέλεσμα ως η εγγραφή δικαστικής απόφασης.

(7) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς που να καθορίζουν τη διαδικασία εγγραφής εμπράγματου βάρους σε ακίνητη ιδιοκτησία, την επιβολή και ανάκτηση εξόδων, επιβαρύνσεων και δικαιωμάτων σε σχέση με οτιδήποτε που πραγματοποιείται για τους σκοπούς της παρούσας υποπαραγράφου.

 

Δέσμευση και κατάσχεση ποσών που βρίσκονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς

13.-(1)(α) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο αρνείται ή παραλείπει ή καθυστερεί ή αμελεί να καταβάλει στον Έφορο το οφειλόμενο από αυτό ποσό φόρου ή οποιοδήποτε άλλο ποσό και ο οποίος υπερβαίνει  τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000), εξαιρουμένου του φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού για τον οποίο-

(i) δεν έχουν εξαντληθεί όλες οι διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες για τον καθορισμό του· ή

(ii) έχει παρασχεθεί εγγύηση για την καταβολή του οφειλομένου ποσού, όπως ο Έφορος κρίνει κατάλληλη,

τότε ο Έφορος, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε διάταξης οποιουδήποτε σε ισχύ νόμου, περιλαμβανομένης οποιασδήποτε νομοθετικής διάταξης σε σχέση με την τήρηση τραπεζικού απορρήτου και κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δύναται να απευθύνεται σε πιστωτικά ιδρύματα με γραπτή, μηχανογραφημένη, ηλεκτρονική ή άλλως πως ειδοποίησή του και να ζητά την άμεση δέσμευση οποιουδήποτε ελεύθερου και διαθέσιμου ποσού που ανήκει στο υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο και που είναι κατατεθειμένο σε τραπεζικούς λογαριασμούς σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα και το οποίο δεν υπερβαίνει το ποσό του οφειλόμενου φόρου και οποιοδήποτε άλλο ποσό:

(β) Σε περίπτωση που το συνολικό ποσό που δεσμεύεται δυνάμει της υπο-υποπαραγράφου (α) της υποπαραγράφου (1) σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα υπερβαίνει το ποσό του οφειλόμενου φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού, ο Έφορος υποχρεούται, εντός μίας (1) εργάσιμης ημέρας, να δώσει οδηγίες στα πιστωτικά ιδρύματα να αποδεσμεύσουν το επιπλέον ποσό, διατηρώντας δεσμευμένο  μόνο το ποσό που αντιστοιχεί στο ύψος του οφειλόμενου φόρου και οποιουδήποτε άλλου ποσού.

(2) Απαγορεύεται η δέσμευση από τον Έφορο ελεύθερου και διαθέσιμου χρηματικού ποσού που ανήκει στο υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, η οποία αφήνει στο σύνολο των τραπεζικών λογαριασμών του εν λόγω προσώπου ποσό λιγότερο από δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000).

(3) Σε περίπτωση που δεσμευμένο ποσό είναι κατατεθειμένο σε λογαριασμό του υποκείμενου στο φόρο προσώπου, ο οποίος είναι κοινός με άλλο ή άλλα πρόσωπα, τότε το πιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει τα πρόσωπα αυτά για τη δέσμευση του ποσού·

Για σκοπούς της παρούσας παραγράφου-

«ελεύθερο και διαθέσιμο ποσό που ανήκει στο υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο» σημαίνει-

(α) κάθε χρηματικό πιστωτικό υπόλοιπο σε οποιοδήποτε λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα και δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε ποσό, το οποίο υπόκειται σε δικαίωμα επίσχεσης ή άλλη επιβάρυνση ή ποσό επιταγής η οποία εκκρεμεί προς εκκαθάριση ή ασφάλεια προς ικανοποίηση απαίτησης εκ δικαστικής αποφάσεως:

Νοείται ότι, ελεύθερο και διαθέσιμο ποσό θεωρείται το πιστωτικό υπόλοιπο που παραμένει εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα ενάσκησε τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που παρέχονται σε αυτό από νόμο ή από οποιαδήποτε σχετική συμφωνία που έχει συνάψει με το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο και προχώρησε σε συμψηφισμό οποιουδήποτε πιστωτικού υπολοίπου του εν λόγω προσώπου με οφειλή προς το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα, πριν τη λήψη της ειδοποίησης από τον Έφορο για τη δέσμευση· και

(β) ποσό, το οποίο βρίσκεται κατατεθειμένο σε λογαριασμό στο όνομά του υποκείμενου στο φόρο προσώπου περιλαμβανομένου λογαριασμού κοινού μετ’ άλλου ή άλλων προσώπων, στον οποίο το εν υπερημερία πρόσωπο έχει το δικαίωμα έναντι του πιστωτικού ιδρύματος για την απόδοση ολόκληρης της ποσότητας των χρημάτων χωρίς την σύμπραξη των άλλων προσώπων, εξαιρουμένων λογαριασμών πελατών ή λογαριασμών τους οποίους το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο δεδηλωμένα διατηρεί υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστής, εμπιστευματοδόχος, κηδεμόνας, εντολοδόχος, συνεταίρος, μέλος της διοίκησης σωματείου, λέσχης, ιδρύματος ή άλλου οργανισμού με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, αντιπρόσωπος ή υπό οιανδήποτε άλλη ιδιότητα προς όφελος και/ή διά λογαριασμό τρίτου προσώπου·

«πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο.

(4)(α) Κάθε σύμβουλος, πρώτος εκτελεστικός διευθυντής, διευθυντής, λειτουργός, υπάλληλος ή εκπρόσωπος πιστωτικού ιδρύματος απέχει από την αποκάλυψη πληροφοριών αναφορικά με την ειδοποίηση του Εφόρου και όταν τα εν λόγω πρόσωπα προβούν σε τέτοια αποκάλυψη ή/και οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή παράλειψη, η οποία επηρεάζει δυσμενώς τη δυνατότητα της είσπραξης ποσού οφειλόμενου φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού,  τότε το πρόσωπο αυτό διαπράττει ποινικό αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρις ενός (1) έτους ή σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(β) Σε  περίπτωση που -

(i) πρόσωπο που αναφέρεται στην υπο-υποπαράγραφο (α) κριθεί ένοχο για το εν λόγω ποινικό αδίκημα ή

(ii) δεν καταστεί δυνατή η είσπραξη του οφειλόμενου φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού λόγω της μη δέσμευσης του ποσού του οφειλόμενου φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού,

το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να καταβάλει στον Έφορο το ποσό του οφειλόμενου φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού που συνεπεία των πράξεων των προσώπων που αναφέρονται στην υπο-υποπαράγραφο (α) της υποπαραγράφου (4) δεν κατέστη δυνατόν να εισπραχθεί.

(5)Σε περίπτωση που έχει δεσμευτεί ποσό δυνάμει της παρούσας παραγράφου, το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο έχει δικαίωμα εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία της δέσμευσης του ποσού-

(α) είτε να αποταθεί στον Έφορο με έγγραφη ειδοποίηση ένστασης, προς επανεξέταση της δέσμευσης του ποσού· ο Έφορος οφείλει να αποφασίσει επί της ενστάσεως εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία της υποβολής της ένστασης:

Νοείται ότι, σε περίπτωση απόρριψης της ένστασης από τον Έφορο το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο διατηρεί το δικαίωμα του να αιτηθεί από το Δικαστήριο την έκδοση απόφασης προς άρση της δέσμευση του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού·

(β) είτε να αιτηθεί απευθείας από το Δικαστήριο την έκδοση απόφασης άρσης της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού·

για το λόγο ότι -

(i) το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο κατέβαλε προηγουμένως το οφειλόμενο ποσό φόρου ή οποιοδήποτε άλλο ποσό και δεν υφίσταται πλέον οφειλή· ή

(ii) δεν αποτελεί ελεύθερο και διαθέσιμο ποσό σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

(iii) η επιλογή οποιουδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στις παραγράφους 12 και 14 θα του επέφερε λιγότερη δυσμένεια από το μέτρο που ο Έφορος επέλεξε να ακολουθήσει με βάση την παρούσα παράγραφο, χωρίς να καταστρατηγείται ο σκοπός της είσπραξης του οφειλόμενου φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού.

(6) Σε περίπτωση που-

(α) η προθεσμία που προβλέπεται στην υποπαράγραφο (5) παρέλθει χωρίς την υποβολή ένστασης στον Έφορο ή την καταχώριση αίτησης στο Δικαστήριο· ή

(β) έχει υποβληθεί ένσταση σύμφωνα με την υπο-υποπαράγραφο (α) της υποπαραγράφου 5 και ο Έφορος απορρίψει την ένσταση και το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο δεν έχει αιτηθεί στο Δικαστήριο ζητώντας την άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού εντός δεκαπέντε (15) ημερών· ή

(γ) έχει υποβληθεί αίτηση στο Δικαστήριο για άρση της δέσμευσης του δεσμευμένου ποσού και έχει εκδοθεί απόφαση που απορρίπτει εν όλω η εν μέρει τις αξιώσεις που εγείρονται στο πλαίσιο της αίτησης,

τότε το πιστωτικό ίδρυμα κατόπιν σχετικής ειδοποίησης του Εφόρου, μεταβιβάζει το αντίστοιχο ποσό που διατηρούσε δεσμευμένο, στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(7) Σε περίπτωση που o Έφορος αποδεχθεί την ένσταση ή το Δικαστήριο εκδώσει απόφαση για την άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού, ο Έφορος δίδει οδηγίες στο πιστωτικό ίδρυμα για άρση της δέσμευσης του αντίστοιχου ποσού.

(8) Το Δικαστήριο δε δύναται κατά την εξέταση της αίτησης για άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού να εξετάζει τη νομιμότητα της επιβληθείσας φορολογίας ή την ακρίβεια του οφειλόμενου ποσού ή οποιουδήποτε άλλου ποσού.

(9) Το πιστωτικό ίδρυμα δεν εισπράττει οποιαδήποτε τέλη από οποιοδήποτε πρόσωπο για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας δέσμευσης ποσού και της μεταβίβασης του δεσμευμένου ποσού στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(10) Το πιστωτικό ίδρυμα δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη έναντι παντός προσώπου για τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.

(11) Ο Έφορος δύναται να καθορίζει με γνωστοποίησή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, το ωράριο των ενεργειών που προνοούνται στην παρούσα παράγραφο, τον τρόπο  και τη διαδικασία μεταβίβασης  του δεσμευμένου ποσού στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, τον τύπο της ειδοποίησης που αποστέλλει ο Έφορος στα πιστωτικά ιδρύματα δυνάμει της υπο-υποπαραγράφου (α) της υποπαραγράφου (1) καθώς και οποιαδήποτε άλλη διαδικαστική λεπτομέρεια χρήζει καθορισμού για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

 

Δήμευση άλλης κινητής περιουσίας

14.-(1)(α) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο αρνείται ή παραλείπει ή καθυστερεί ή αμελεί να καταβάλει στον Έφορο το οφειλόμενο από αυτό ποσό φόρου ή οποιοδήποτε άλλο ποσό και ο οποίος υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000), εξαιρουμένου του φόρου για τον οποίο-

(i) δεν έχουν εξαντληθεί όλες οι διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες για τον καθορισμό του· ή

(ii) έχει παρασχεθεί εγγύηση για την καταβολή του οφειλομένου ποσού, όπως ο Έφορος κρίνει κατάλληλη,

τότε η ιδιοκτησία, εξαιρουμένης της ακίνητης ιδιοκτησίας, του προσώπου αυτού, αξίας μέχρι το διπλάσιο του οφειλόμενου φόρου ή οποιουδήποτε άλλου ποσού, υπόκειται σε δήμευση δυνάμει των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.

(2) Ο,τιδήποτε υπόκειται σε δήμευση δυνάμει των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, μπορεί να κατασχεθεί από τον Έφορο ή από οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο.

(3) Για τους σκοπούς της άσκησης της εξουσίας του Εφόρου που παρέχεται δυνάμει της παρούσας παραγράφου, εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο, δύναται σε οποιοδήποτε εύλογο χρόνο να εισέρχεται σε οποιοδήποτε υποστατικό ή τόπο, εξαιρουμένων των κατοικιών.

(4) Μετά το πέρας της κατάσχεσης, ο Έφορος ή το εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο, οφείλει να επιδώσει έγγραφη ειδοποίηση για την κατάσχεση της ιδιοκτησίας ως υποκείμενης σε δήμευση, αναφέροντας και τους λόγους  στους οποίους βασίζεται η κατάσχεση.

(5) Μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την ημέρα που ο Έφορος ή το εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο έχει προβεί στην κατάσχεση της ιδιοκτησίας ως υποκειμένης σε δήμευση, αυτή λογίζεται κηρυχθείσα σε δήμευση, εκτός εάν εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών υποβληθεί στον Έφορο γραπτή αμφισβήτηση της δήμευσης και σε τέτοια περίπτωση, ο Έφορος οφείλει να ενεργήσει ώστε να εκδοθεί δικαστική απόφαση για το θέμα της δήμευσης, και, εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι η ιδιοκτησία όταν είχε κατασχεθεί υπόκειτο πράγματι σε δήμευση, τότε κηρύσσεται δικαστικώς η δήμευση αυτής.

(6) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς που καθορίζουν τη διαδικασία, τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη δήμευση ιδιοκτησίας, καθώς και για τις εξουσίες και τα καθήκοντα του Εφόρου και των εξουσιοδοτημένων από αυτόν προσώπων, αναφορικά με την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

 

15. Για τους σκοπούς των παραγράφων 12, 13 και 14, «οποιοδήποτε άλλο πόσο» σημαίνει τόκο, πρόσθετο φόρο ή/και χρηματικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται με βάση τον παρόντα Νόμο.

Με την έναρξη της ισχύος του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2014, ο Έφορος, για σκοπούς των παραγράφων 12, 13 και 14, υποβάλλει ανά τριμηνία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, αρχής γενομένης την 30η Σεπτεμβρίου 2014, έκθεση προόδου σχετικά με την κατάσταση των αμέσως απαιτητών οφειλόμενων ποσών, η οποία περιλαμβάνει σχετικό πίνακα στον οποίο θα εμφαίνεται ανά κατηγορία οφειλόμενων ποσών, ο αριθμός των οφειλετών και το αντίστοιχο συνολικό οφειλόμενο ποσό, καθώς και τις ενέργειες της Υπηρεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων 12, 13 και 14.