Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

6Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο –

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην  οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του  άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ’ αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

(4)(α) Με την επιφύλαξη  της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, το εδάφιο (1) του άρθρου 8  εφαρμόζεται επί αιτητή που ενεργεί κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1).

(β) Ο Προϊστάμενος δύναται με απόφασή του να τερματίζει το δικαίωμα παραμονής, στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, προσώπου που ενήργησε κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1), όταν το εν λόγω πρόσωπο –

(i) Καταθέτει πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία δεν εξετάζεται περαιτέρω βάσει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3), απλώς για να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση απόφασης, η οποία θα οδηγούσε στην άμεση απομάκρυνσή του από τη Δημοκρατία, ή

(ii) υποβάλλει δεύτερη ή επόμενη μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου, μετά την έκδοση τελικής απόφασης με την οποία η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (3), ή μετά την έκδοση τελικής απόφασης με την οποία απορρίπτεται η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση ως αβάσιμη,  υπό την προϋπόθεση ότι ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι τυχόν απόφαση επιστροφής ή απομάκρυνσης του εν λόγω προσώπου δεν συνεπάγεται άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση κατά παράβαση των υποχρεώσεων της Δημοκρατίας βάσει του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(γ) Το εδάφιο (1Β) του άρθρου 8 δεν εφαρμόζεται αναφορικά με πρόσωπο επί του οποίου εφαρμόζεται η παράγραφος (β) του παρόντος εδαφίου.

(5) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία και επί εξαρτώμενου προσώπου το οποίο καταθέτει αίτηση αφού έχει συναινέσει, σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 11, να αποτελέσει η περίπτωσή του τμήμα αίτησης η οποία κατατέθηκε εξ’ ονόματός του.  Σε τέτοια περίπτωση, η προκαταρκτική εξέταση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη γεγονότων που να δικαιολογούν την κατάθεση χωριστής  αίτησης από το εξαρτώμενο πρόσωπο.

(6) Όταν άλλο κράτος μέλος πρέπει να εκτελέσει απόφαση μεταφοράς προς τη Δημοκρατία έναντι συγκεκριμένου προσώπου σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013 και το εν λόγω πρόσωπο υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση ή νέα στοιχεία ή πορίσματα στο άλλο κράτος μέλος, η μεταγενέστερη αίτηση ή τα νέα στοιχεία ή πορίσματα εξετάζονται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο από την Υπηρεσία Ασύλου ως την αρμόδια αρχή του υπεύθυνου κράτους μέλους βάσει του εν λόγω Κανονισμού.

(7) Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι ακόλουθες διατάξεις του παρόντος Νόμου:

(α) Tο εδάφιο (3) του άρθρου 7,

(β) οι παράγραφοι (α), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 8,

(γ) τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 8,

(δ) το άρθρο 9ΣΤ,

(ε) τα εδάφια (1), (1Α), (1Β), (1Γ), (1Δ), (1Ε), (1ΣΤ), (1ΣΤδις), (1Ζ), (1Η) και (1Θ) του άρθρου 10,

(στ) το άρθρο 10Α,

(ζ) τα εδάφια (2), (3), (4) και (5) του άρθρου 11,

(η) το εδάφιο (8) του άρθρου 11,

(θ) το άρθρο 11Γ,

(ι) το εδάφιο (2) του άρθρου 12Δ,

(ια) το εδάφιο (1) του άρθρου 13,

(ιβ) το άρθρο 13Α,

(ιγ) το εδάφιο (1) του άρθρου 16,

(ιδ) οι παράγραφοι (α), (β), (δ), (ε), (στ), (ζ) και (η) του εδαφίου (2) του άρθρου 16,

(ιε) το άρθρο 16Β,

(ιστ) το άρθρο 16Γ,

(ιζ) τα εδάφια (1), (1Α), (1Β), (2), (2Α), (2Β), (3) και (7) του άρθρου 18,

(ιη) οι παράγραφοι (α), (β), (γ), (δ), (στ) και (ζ) του εδαφίου (7Α) του άρθρου 18,

(ιθ) η παράγραφος (α) του εδαφίου (7Β) του άρθρου 18,

(κ) τα εδάφια (7Γ), (7Δ), (7Ε) και (9) του άρθρου 18,

(κα) το άρθρο 18δις,

(κβ) το εδάφιο (1Α) του άρθρου 31Α.