Ερμηνεία

2.—(1) Εις τον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφο ρετική έννοια-

«αλιευτικό σκάφος» σημαίνει το σκάφος που χρησιμοποιείται για την αλιεία ιχθύων, ή άλλων ζώντων οργανισμών της θάλασσας·

«αξιωματικός» σημαίνει το μέλος του πληρώματος, εκτός από τον πλοίαρχο, το οποίο χαρακτηρίζεται ως αξιωματικός, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου.

«αξιωματικός καταστρώματος» σημαίνει τον προσοντούχο αξιωματικό του κλάδου καταστρώματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου II της Συμβάσεως STCW·

«αξιωματικός μηχανής» σημαίνει τον προσοντούχο αξιωματικό του κλάδου μηχανής, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου III της Συμβά σεως STCW·

«βοηθός αξιωματικός μηχανής», σημαίνει πρόσωπο εκπαιδευόμενο για να γίνει αξιωματικός μηχανής, κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

«δεξαμενόπλοιο» σημαίνει δεξαμενόπλοιο πετρελαιοφόρο, δεξαμενό πλοιο υγραεριοφόρο ή δεξαμενόπλοιο χημικών

«δεξαμενόπλοιο πετρελαιοφόρο» σημαίνει το πλοίο που έχει ναυπηγη θεί και χρησιμοποιείται για τη μεταφορά πετρελαίου και προϊόντων πετρε λαίου χύδην

«δεξαμενόπλοιο υγραεριοφόρο» σημαίνει το πλοίο που κατασκευάστηκε ή μετασκευάστηκε και χρησιμοποιείται για τη χύδην μεταφορά υγραερίων ή άλλων προϊόντων τα οποία αναφέρονται, στο Κεφάλαιο 19 του Κώδικα IGC·

«δεξαμενόπλοιο χημικών» σημαίνει το πλοίο που κατασκευάστηκε ή μετασκευάστηκε και χρησιμοποιείται για τη χύδην μεταφορά υγρών χημι κών τα οποία αναφέρονται στο Κεφάλαιο 17 του Κώδικα IBC ·

«δεύτερος μηχανικός» σημαίνει τον αξιωματικό μηχανής, ο οποίος ακο λουθεί σε βαθμό τον πρώτο μηχανικό, και στον οποίο περιέρχεται η ευθύνη για τη μηχανική πρόωση, λειτουργία και συντήρηση των μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων του πλοίου, σε περίπτωση ανικανότη τας του πρώτου μηχανικού·

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτι λίας·

«εγκεκριμένος» σημαίνει εγκεκριμένος από την Αρμόδια Αρχή·

«επιβατηγό πλοίο» σημαίνει το θαλασσοπλοούν πλοίο το οποίο μεταφέ ρει πέραν των δώδεκα επιβατών·

«επιβατηγό πλοίο RO-RO» (επιβατηγό-οχηματαγωγό) σημαίνει επιβα τηγό πλοίο το οποίο διαθέτει χώρους φορτίου RO-RO ή χώρους ειδικής κατηγορίας, όπως ορίζονται στη Διεθνή Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα του 1974, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει στη Δημοκρατία·

«θαλάσσια υπηρεσία» σημαίνει την υπηρεσία σε πλοίο που είναι απα ραίτητη για την έκδοση πιστοποιητικού ή άλλου αποδεικτικού εγγράφου εκπαιδεύσεως ·

«θαλασσοπλοούν πλοίο» σημαίνει κάθε πλοίο, εκτός εκείνων τα οποία απασχολούνται αποκλειστικά σε εσωτερικά ύδατα ή μέσα ή πλησίον προασπισμένων υδάτων, σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των τριών ναυτικών μιλίων από την πλησιέστερη ακτή της Δημοκρατίας ή περιοχών, όπου εφαρμόζονται κανονισμοί λιμένα·

«καθορισμένο τέλος» σημαίνει τέλος καθορισμένο δυνάμει του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Τέλη και Φορολογικές Διατάξεις) Νόμου, που εκά στοτε ισχύει στη Δημοκρατία·

«Κανονισμοί Ραδιοεπικοινωνιών» σημαίνει τους αναθεωρημένους Κανονισμούς Ραδιοεπικοινωνιών, που έχουν εκδοθεί από την παγκόσμια διοικητική διάσκεψη ραδιοεπικοινωνιών για τις κινητές υπηρεσίες, όπως οι Κανονισμοί αυτοί εκάστοτε ισχύουν στη Δημοκρατία·

«κατάλληλο πιστοποιητικό» σημαίνει πιστοποιητικό που εκδόθηκε και θεωρήθηκε ή αναγνωρίστηκε και θεωρήθηκε κατά τις διατάξεις του παρό ντος Νόμου, και παρέχει στο νόμιμο κάτοχό του το δικαίωμα να υπηρετεί υπό την ειδικότητα και να εκτελεί τις λειτουργίες που αναφέρονται σε επί πεδο ευθύνης που καθορίζεται στο πιστοποιητικό, επί πλοίου του τύπου, της χωρητικότητας, του εκτοπίσματος, είδους και ισχύος μέσων πρόωσης, που αναγράφονται στο πιστοποιητικό, ενόσω υπηρετεί στο συγκεκριμένο εκτελούμενο πλουν·

«Κώδικας IBC» σημαίνει το Διεθνή Κώδικα για την Κατασκευή και τον Εξοπλισμό Πλοίων που Μεταφέρουν Επικίνδυνα Χημικά Χύδην, που δημοσιεύτηκε από το Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό, όπως ο Κώδικας αυτός εκάστοτε ισχύει και δεσμεύει τη Δημοκρατία·

«Κώδικας IGC» σημαίνει το Διεθνή Κώδικα για την Κατασκευή και τον Εξοπλισμό Πλοίων που Μεταφέρουν Υγροποιημένα Αέρια Χύδην, που δημοσιεύτηκε από το Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό, όπως ο Κώδικας αυτός εκάστοτε ισχύει και δεσμεύει τη Δημοκρατία·

«Κώδικας STCW» σημαίνει τον Κώδικα περί της Εκπαιδεύσεως, Εκδό σεως Πιστοποιητικών και Τηρήσεως Φυλακών των Ναυτικών, που υιοθετή θηκε το 1995 από τη Διάσκεψη των Μερών της Διεθνούς Συμβάσεως περί Προτύπων Εκπαιδεύσεως, Εκδόσεως Πιστοποιητικών και Τηρήσεως Φυλα κών των Ναυτικών, με την Απόφαση 2, που κυρώθηκε από τη Δημοκρατία με τον περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Προτύπων Εκπαιδεύσεως, Εκδό σεως Πιστοποιητικών και Τηρήσεως Φυλακών των Ναυτικών, 1978, όπως τροποποιήθηκε το 1995 (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων (Τροπο ποιητικό) Νόμο του 1998, όπως ο Κώδικας αυτός εκάστοτε ισχύει και δεσμεύει τη Δημοκρατία·

«μέλος κατώτερου πληρώματος» σημαίνει μέλος του πληρώματος του πλοίου, που δεν είναι πλοίαρχος ή αξιωματικός·

«Μητρώο» σημαίνει το κατά τις διατάξεις του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου τηρούμενο Μητρώο Πιστοποιητικών Ναυτικής Ικανότητας και Απο δεικτικών Εγγράφων Εκπαιδεύσεως·

«Οδηγία» σημαίνει Οδηγία που εκδίδεται από την Αρμόδια Αρχή, κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

«πιστοποιητικό» σημαίνει πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας ή άλλο πιστοποιητικό ή έγγραφο προβλεπόμενο στον παρόντα Νόμο, εκδιδόμενο κατά τις διατάξεις του Μέρους VI ή αναγνωριζόμενο κατά τις διατάξεις του Μέρους VIII του παρόντος Νόμου·

«πλοίαρχος» σημαίνει το πρόσωπο που έχει τη διακυβέρνηση του πλοίου·

«πρώτος μηχανικός» σημαίνει τον ανώτερο αξιωματικό μηχανής, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη μηχανική πρόωση, τη λειτουργία και συντή ρηση των μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων του πλοίου·

«προωστήρια ισχύς» σημαίνει τη συνολική συνεχή ισχύ εξόδου σε κιλο βάτ, όλων των κύριων μηχανών πρόωσης του πλοίου, η οποία αναγράφε ται στο πιστοποιητικό νηολογήσεως του πλοίου·

«Σύμβαση STCW» σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση περί Προτύπων Εκπαιδεύσεως, Εκδόσεως Πιστοποιητικών και Τηρήσεως Φυλακών των Ναυτικών του 1978 όπως αυτή τροποποιήθηκε το 1995 και κυρώθηκε με τους περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Προτύπων Εκπαιδεύσεως, Εκδόσεως Πιστοποιητικών και Τηρήσεως Φυλακών των Ναυτικών του 1978 και 1995 (Κυρωτικούς) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμους του 1985 και 1998, όπως η Σύμβαση αυτή εκάστοτε ισχύει και δεσμεύει τη Δημοκρατία.

«υπεύθυνος για τη χρήση των σωσίβιων λέμβων» σημαίνει κάθε μέλος του πληρώματος του πλοίου, που είναι κάτοχος πιστοποιητικού όσον αφορά τα σωστικά μέσα και τις λέμβους διάσωσης, το οποίο έχει εκδοθεί ως χωριστό έγγραφο ή ως περιλαμβανόμενο στο πιστοποιητικό ικανότητας που κατέχει·

«υποπλοίαρχος» σημαίνει τον αξιωματικό καταστρώματος, ο οποίος, σε βαθμό, έπεται του πλοιάρχου, και στον οποίο περιέρχεται η διακυβέρνηση του πλοίου σε περίπτωση ανικανότητας του πλοιάρχου·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων

«χειριστής ραδιοεπικοινωνιών» σημαίνει το πρόσωπο που κατέχει κατάλληλο πιστοποιητικό σχετικό με το γενικό σύστημα για τον κίνδυνο και την ασφάλεια στη θάλασσα, το οποίο εκδίδεται ή αναγνωρίζεται από την Αρμόδια Αρχή, κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Όροι, που δεν καθορίζονται άλλως πως στον παρόντα Νόμο, έχουν την έννοια που αποδίδουν στους όρους αυτούς η Σύμβαση STCW και ο Κώδικας STCW.