Σιωπηροί ουσιώδεις όροι αναφορικά με την ποιότητα ή την καταλληλότητα των αγαθών

16.-(1) Εκτός όπως προνοείται στο άρθρο αυτό και στο άρθρο 17 και τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, δεν υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ή σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση αναφορικά με την ποιότητα ή την καταλληλότητα, για οποιοδήποτε ειδικό σκοπό, των αγαθών που προμηθεύονται δυνάμει σύμβασης πώλησης.

(2) Όταν ο πωλητής πωλεί αγαθά κατά τη διεξαγωγή  των εργασιών του, υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά τα οποία προμηθεύει δυνάμει της σύμβασης είναι αποδεκτής ποιότητας.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, αγαθά είναι αποδεκτής ποιότητας, αν ανταποκρίνονται στο επίπεδο το οποίο κάποιο λογικό πρόσωπο θα θεωρούσε ως αποδεκτό, αφού ληφθεί υπόψη οποιαδήποτε περιγραφή των αγαθών, η τιμή  (εφόσο είναι σχετική) και κάθε άλλης συναφής περίσταση.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η ποιότητα των αγαθών περιλαμβάνει την κατάσταση τους, τα ακόλουθα δε (μεταξύ άλλων) αποτελούν σε κατάλληλες περιπτώσεις παράγοντες συναφείς με την ποιότητα των αγαθών, δηλαδή-

(α) Η καταλληλότητα για όλους τους σκοπούς για τους οποίους τα αγαθά του συγκεκριμένου είδους συνήθως προμηθεύονται,

(β) η εμφάνιση και η τελική επεξεργασία,

(γ) η ανυπαρξία μικροελαττωμάτων,

(δ) η ασφάλεια,

(ε) η ανθεκτικότητα,

Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού “ανθεκτικότητα” σημαίνει εύλογη αντοχή στο χρόνο και τη χρήση και περιλαμβάνει, όπου απαιτείται, τη διαθεσιμότητα ανταλλακτικών και ειδικευμένων τεχνικών για τη διασφάλιση της.

(στ) η ικανότητα, προκειμένου περί ηλεκτρονικών υπολογιστών, λογισμικών ή συσκευών που εργάζονται με τη βοήθεια μικροεπεξεργαστών, να ανταποκριθούν στην αλλαγή της χρονολογίας μετά την έλευση του ημερολογιακού έτους 2000, χωρίς να είναι αναγκαία οποιαδήποτε τροποποίηση ή άλλη επέμβαση επί του πωλούμενου αγαθού.

(5) Ο σιωπηρός ουσιώδης όρος που αναφέρεται στο εδάφιο (2) δεν εκτείνεται σε οποιοδήποτε θέμα που καθιστά την ποιότητα των αγαθών απαράδεκτη-

(α) Για το οποίο επισύρεται ειδικά η προσοχή του αγοραστή πριν από τη σύναψη της σύμβασης, ή

(β) όταν ο αγοραστής εξετάζει τα αγαθά πριν από τη σύναψη της σύμβασης, το οποίο όφειλε να αποκαλύψει αυτή η εξέταση αυτή, ή

(γ) προκειμένου για σύμβαση πώλησης βάσει δείγματος, το οποίο θα ήταν έκδηλο μετά από εύλογη εξέταση του δείγματος.

(6) Όταν ο πωλητής πωλεί αγαθά κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του και ο αγοραστής, ρητά ή σιωπηρά, γνωστοποιεί στον πωλητή οποιοδήποτε ειδικό σκοπό για τον οποίο τα αγοράζει υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά τα οποία προμηθεύονται δυνάμει της σύμβασης είναι ευλόγως κατάλληλα για το σκοπό αυτό, ανεξάρτητα από το σκοπό για τον οποίο προμηθεύονται συνήθως τέτοια αγαθά, εκτός όπου οι περιστάσεις δείχνουν ότι ο αγοραστής δε βασίζεται, ή ότι δε δικαιολογείται για αυτόν να βασιστεί στη δεξιότητα ή την κρίση του πωλητή.

(7) Σιωπηρός ουσιώδης όρος ή σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση αναφορικά με την ποιότητα ή την καταλληλότητα για κάποιο ειδικό σκοπό δύναται να προσαρτηθεί από τη συνήθη εμπορική πρακτική.

(8) Οι πιο πάνω διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται σε πώληση από πρόσωπο το οποίο κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του ενεργεί ως αντιπρόσωπος άλλου, όπως αυτές εφαρμόζονται σε πώληση από κάποιο αντιπροσωπευόμενο κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του, εκτός όταν αυτός ο άλλος δεν πωλεί κατά τη διεξαγωγη των εργασιών του και είτε ο αγοραστής γνωρίζει το γεγονός αυτό είτε λαμβάνονται εύλογα μέτρα για να περιέλθει αυτό σε γνώση του αγοραστή πριν από τη σύναψη της σύμβασης.