Διαδικασία επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου

34Α-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 33 και 34 και τηρουμένων των διατάξεων των πιο κάτω εδαφίων του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση ακύρωσης από το Δικαστήριο απόφασης της Επιτροπής με την οποία αποφασίσθηκε ο διορισμός ή η προαγωγή υπαλλήλου σε θέση Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, η Επιτροπή επανεξετάζει την ακυρωθείσα απόφαση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της λήψης της ακυρωθείσας απόφασης και τα όσα έχουν κριθεί στην ακυρωτική απόφαση:

Νοείται ότι σε περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση, πάσχει η διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τότε η Επιτροπή παραπέμπει το θέμα προς επανεξέταση στη Συμβουλευτική Επιτροπή.

(2) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1), αν μετά το χρόνο της λήψης της ακυρωθείσας απόφασης, αλλάξει το νομικό καθεστώς, κατά την επανεξέταση λαμβάνεται υπόψη το νέο νομικό καθεστώς, αν αυτό έχει αναδρομική ισχύ.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη η κρίση που αποκόμισαν η Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση που τυχόν έγινε πριν εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφασή τους, ανεξάρτητα αν, στο μεταξύ, έχει αλλάξει η σύνθεσή τους:

Νοείται ότι αν ο λόγος της ακύρωσης αφορά προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας της προφορικής εξέτασης, είτε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής είτε ενώπιον της Επιτροπής, κατά τρόπο που επηρεάζει την κρίση που αποκόμισαν η Συμβουλευτική Επιτροπή ή η Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση, ανάλογα με την περίπτωση, τότε η εν λόγω κρίση δε λαμβάνεται υπόψη.

(4) Παρά τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (3) και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5), αν με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου, η κρίση της Επιτροπής ή της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ανάλογα με την περίπτωση, για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, έχει κριθεί ότι πάσχει, η Επιτροπή ή η Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την επανεξέταση, μπορούν, με αιτιολογημένη απόφασή τους, να καλέσουν τους υποψήφιους σε νέα προφορική εξέταση.

(5) Οι διατάξεις του εδαφίου (4) δεν εφαρμόζονται αν η ελαττωματικότητα αφορά την αιτιολογία της κρίσης της Επιτροπής ή της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ανάλογα με την περίπτωση, και δεν έχει επέλθει, στο μεταξύ, αλλαγή στη σύνθεσή τους. Σε τέτοια περίπτωση η Επιτροπή ή η Συμβουλευτική Επιτροπή προβαίνουν σε διόρθωση ή συμπλήρωση της ελαττωματικής αιτιολογίας με βάση τις σημειώσεις που τηρούσαν τα μέλη τους κατά τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης.

(6) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (7), κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης, θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη η σύσταση του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος ή προκειμένου για θέση Προϊσταμένου Τμήματος του Γενικού Διευθυντή του οικείου Υπουργείου που υπέβαλε στην Επιτροπή πριν εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφασή της ανεξάρτητα αν, στο μεταξύ, έχει αλλάξει η σύνθεση της Επιτροπής:

Νοείται ότι αν λόγος της ακύρωσης αφορά στάδιο προγενέστερο της σύστασης, κατά τρόπο που επηρεάζει τη σύσταση, τότε η σύσταση δε λαμβάνεται υπόψη και καλείται, εκ νέου, ο Προϊστάμενος ή ο Γενικός Διευθυντής, ανάλογα με την περίπτωση, ή αν αυτός έχει αλλάξει, ο νέος Προϊστάμενος ή ο νέος Γενικός Διευθυντής για να υποβάλει νέα σύσταση, με βάση το πραγματικό καθεστώς που υπήρχε κατά το χρόνο της ακυρωθείσας απόφασης.

(7) Σύσταση που κρίθηκε ότι πάσχει ή που βασίστηκε σε στοιχεία που κρίθηκαν ότι πάσχουν, δε λαμβάνεται υπόψη και καλείται, εκ νέου, ο Προϊστάμενος του οικείου Τμήματος ή ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου, ανάλογα με την περίπτωση, ή αν αυτός έχει αλλάξει, ο νέος Προϊστάμενος ή ο νέος Γενικός Διευθυντής για να υποβάλει νέα σύσταση, με βάση το κατά το χρόνο της ακυρωθείσας απόφασης πραγματικό καθεστώς:

Νοείται ότι αν η κρίση της Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι πάσχει, τούτο δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της σύστασης του Προϊσταμένου ή του Γενικού Διευθυντή, η οποία στηρίχθηκε στην προσωπική του αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.

(7Α) Η ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου δεν επηρεάζει το κύρος και τη νομιμότητα της γραπτής εξέτασης των υποψηφίων που έχει διεξαχθεί στα πλαίσια της διαδικασίας έκδοσης της ακυρωθείσας απόφασης της Επιτροπής, αν οι λόγοι της ακύρωσης της απόφασης της Επιτροπής, δεν αφορούν στο κύρος ή στη νομιμότητα της γραπτής εξέτασης που έχει διεξαχθεί.

(8) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε κάθε διαδικασία επανεξέτασης, ανεξαρτήτως του χρόνου λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε.