Κρατική εποπτεία και έλεγχος

7.-(1) Μέχρι την τελική αποπληρωμή του “Δανείου Α” η λειτουργία και η διαχείριση των υποθέσεων της Τράπεζας, εκτός σε ό,τι αφορά θέματα που κατά τις διατάξεις του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου ανήκουν στην αρμοδιότητα της Κεντρικής Τράπεζας, τελούν υπό κρατική εποπτεία και έλεγχο που ασκούνται από τον Υπουργό κατά τα οριζόμενα στις επόμενες διατάξεις.

(2) Η Τράπεζα οφείλει να παρέχει στον Υπουργό οποιαδήποτε πληροφορία και στοιχεία σχετικά με την Τράπεζα και τις δραστηριότητες της, που ο Υπουργός κρίνει αναγκαία για την άσκηση της κρατικής εποπτείας σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.

(3) Ο Υπουργός μέσα στα πλαίσια της άσκησης της εποπτείας του στην Τράπεζα μπορεί να εκδίδει οδηγίες γενικής φύσεως που να διασφαλίζουν και να κατοχυρώνουν την καλύτερη δυνατή λειτουργία και διαχείριση των υποθέσεων της Τράπεζας. Οι κατά το εδάφιο αυτό εκδιδόμενες οδηγίες κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων προς ενημέρωση της.

(4) Κατ’ εξαίρεση των διατάξεων του άρθρου 3(2) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, και προκειμένου μόνο περί θεμάτων που αφορούν τη λειτουργία και τη διαχείριση των υποθέσεων της Τράπεζας, για την άσκηση της εξουσίας του Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας προς έκδοση οδηγιών στον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών και Συνεργατικής Αναπτύξεως απαιτείται η σύμπραξη του Υπουργού.

(5) Επιπρόσθετα από τις εξουσίες που του παρέχονται από τα εδάφια (3) και (4) ο Υπουργός έχει το δικαίωμα της διαφωνίας προς αποφάσεις της επιτροπείας της Τράπεζας, που αφορούν τη χορήγηση πιστωτικών διευκολύνσεων, δανείων ή εγγυήσεων για ποσά που υπερβαίνουν για κάθε οφειλέτη τις διακόσιες χιλιάδες λίρες σωρευτικά, ή άλλο μεγαλύτερο ποσό που δυνατόν να καθοριστεί σε οδηγία του Υπουργού που εκδίδεται κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3).

(6) Ο Υπουργός στερείται του δικαιώματος της διαφωνίας προς αποφάσεις της Επιτροπείας της Τράπεζας που αφορούν τη χορήγηση πιστωτικών διευκολύνσεων, δανείων ή εγγυήσεων έναντι δέσμευσης ισάξιου ποσού καταθέσεων.

(7) Το προς διαφωνία δικαίωμα του Υπουργού ασκείται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών αφότου κοινοποιήθηκε προς αυτόν η οικεία απόφαση της Επιτροπείας της Τράπεζας. Αν ο Υπουργός ασκήσει έγκαιρα το προς διαφωνία δικαίωμα του η απόφαση του Υπουργού είναι υποχρεωτική για την Επιτροπεία της Τράπεζας, εκτός αν αυτή επιλέξει μέσα σε προθεσμία τριών εργάσιμων ημερών αφότου της κοινοποιήθηκε η οικεία απόφαση, να προσβάλει την απόφαση του Υπουργού ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου.

(8) Οι Προϋπολογισμοί της Τράπεζας, ετήσιος και συμπληρωματικοί, υποβάλλονται στον Υπουργό προς έγκριση. Ο Υπουργός εγκρίνει ή τροποποιεί ύστερα από διαβουλεύσεις με την Επιτροπεία της Τράπεζας τους Προυπολογισμούς, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή τους. Αν η προθεσμία του ενός μηνός περάσει άπρακτη, ο Προϋπολογισμός θεωρείται ότι έχει εγκριθεί και ισχύει ως έχει. Σε περίπτωση διαφωνίας της Επιτροπείας της Τράπεζας ως προς τις ενεργούμενες από τον Υπουργό τροποποιήσεις, η Επιτροπεία της Τράπεζας έχει το δικαίωμα να προσβάλει την οικεία απόφαση ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, μέσα σε προθεσμία επτά ημερών αφότου της κοινοποιήθηκε η οικεία απόφαση.

(9) Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις περιπτώσεις των εδαφίων (7) και (8) του άρθρου αυτού είναι οριστική και αμετάκλητη για την Επιτροπεία της Τράπεζας.