Υποχρέωση για καταβολή έκτακτης εισφοράς

3.—(1) Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου κάθε πρόσωπο από τα καθοριζόμενα στο εδάφιο (2) υποχρεούται όπως μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 2002 καταβάλλει έκτακτη εισφορά για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της Δημοκρατίας.

(2) Υπόχρεοι για την καταβολή της κατά το εδάφιο (1) έκτακτης εισφοράς είναι—

(α) Κάθε εργοδότης σε ποσοστό δύο τοις εκατόν (2%) επί των αποδοχών οποιουδήποτε μισθωτού αυτός απασχολεί, το οποίο καταβάλλεται από τον εργοδότη·

(β) κάθε πρόσωπο, το οποίο λαμβάνει μερίσματα από εταιρεία εγγεγραμμένη στη Δημοκρατία σε ποσοστό τρία τοις εκατόν (3%) επί του ποσού του μερίσματος προ της αφαιρέσεως του αναλογούντος φόρου εισοδήματος·

(γ) κάθε πρόσωπο που λαμβάνει ή πιστώνεται με τόκους από οποιαδήποτε πηγή εντός της Δημοκρατίας, εκτός τόκου που εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου (δ), σε ποσοστό δέκα τοις εκατόν (10%) επί του ποσού των τόκων που λαμβάνονται ή πιστώνονται:

Νοείται ότι κάθε φυσικό πρόσωπο, του οποίου το συνολικό ετήσιο εισόδημα περιλαμβανομένων των τόκων δεν υπερβαίνει τις επτά χιλιάδες λίρες (£7.000) ετησίως, έχει δικαίωμα επιστροφής του ποσού του παρακρατηθέντος φόρου επί των τόκων πέραν του ποσού που αντιστοιχεί στο τρία επί τοις εκατόν (3%)·

(δ) κάθε φυσικό πρόσωπο για τόκους από πιστοποιητικά αποταμιεύσεως, χρεόγραφα αναπτύξεως και από καταθέσεις στον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης σε ποσοστό τρία τοις εκατόν (3%), καθώς και κάθε ταμείο προνοίας για τόκους που αποκτά από οποιαδήποτε πηγή εντός της Δημοκρατίας σε ποσοστό τρία τοις εκατόν (3%)·

(ε) κάθε πρόσωπο που λαμβάνει ενοίκια σε ποσοστό τρία τοις εκατόν (3%) επί των ακαθαρίστων ενοικίων μειωμένων κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%)·

(στ) κάθε εταιρεία, η οποία έχει εισόδημα από κέρδη που προέρχονται από οποιαδήποτε εμπορική, βιομηχανική, γεωργική ή κτηνοτροφική επιχείρηση που διεξάγεται στη Δημοκρατία σε ποσοστό τρία τοις εκατόν (3%) επί του εισοδήματος της· και

(ζ) κάθε οργανισμός προσώπων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα σε ποσοστό τρία τοις εκατόν (3%) επί του εισοδήματος του.

(3) Το ύψος της έκτακτης εισφοράς που καταβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου υπολογίζεται επί του συνόλου των αποδοχών χωρίς περιορισμό ή όριο ως προς το ύψος των αποδοχών αυτών.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) οι διατάξεις των εκάστοτε σε ισχύ περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων και των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στις περιπτώσεις προσώπων υποχρέων εις την καταβολή εκτάκτου εισφοράς δυνάμει των παραγράφων (β), (γ), (δ), (ε), (στ) και (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι προς εξεύρεση του εισοδήματος δεν εκπίπτονται—

(α) Ζημιά που μεταφέρεται από προηγούμενα έτη·

(β) έκπτωση λόγω επενδύσεων·

(γ) έκπτωση για την άμεση μείωση αξίας και τη φθορά την οποία υφίστανται στοιχεία πάγιου ενεργητικού όπως προνοείται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου·

(δ) έκπτωση για την εισαγωγή ξένου συναλλάγματος που προέρχεται από την εξαγωγή επιτοπίως κατασκευαζόμενων ή παραγόμενων προϊόντων·

(ε) εκπτώσεις που χορηγούνται δυνάμει των άρθρων 16, 17, 17Α, 18, 19, 21 και 23 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου.

(5) Το ποσό που καταβάλλεται ως έκτακτη εισφορά δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου σε καμία περίπτωση επιτρέπεται να υπολογιστεί ως στοιχείο κόστους για την παραγωγή προϊόντος ή για την παροχή υπηρεσιών αποκλεισμένης έτσι της μετακυλήσεως του ποσού αυτού εις βάρος του αγοραστή του προϊόντος ή της υπηρεσίας και μη επιτρεπομένης της αφαιρέσεως του εν λόγω ποσού κατά τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος αυτού για σκοπούς επιβολής φορολογίας δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου.

(6) Η έκτακτη εισφορά καταβάλλεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα που καθορίζονται από το διευθυντή για κάθε κατηγορία προσώπων που είναι υπόχρεα στην καταβολή της εισφοράς αυτής.