Εξουσίαι του εκκαθαριστού

45.-(1) Ο διορισθείς υπό του Εφόρου εκκαθαριστής έχει εξουσίαν-

(α) να λάβη υπό την άμεσον αυτού κατοχήν παν στοιχείον ενεργητικού ανήκον εις την εγγεγραμμένην εταιρείαν και άπαντα τα βιβλία, σημειώσεις και άλλα έγγραφα τα οποία αφορούν τας εργασίας της και να συνεχίση τας εργασίας της τοιαύτης εταιρείας καθ’ ην έκτασιν τούτο είναι αναγκαίον διά την επωφελή εκκαθάρισιν ταύτης και διά τον σκοπόν αυτόν να συνάπτη δάνεια·

(β) να παραπέμπει εις διαιτησίαν, ως προνοείται εις το άρθρον 52, οιασδήποτε διαφοράς αφορώσας τας εις το εδάφιον (1) του άρθρου 52 αναφερομένας εργασίας της εταιρείας, πλην των αφορωσών τας συνεισφοράς διαφόρων, και να εγείρη και υπερασπίζη αγωγάς και ετέρας διαδικασίας εκ μέρους της εγγεγραμμένης εταιρείας υπό την ιδιότητα του ως εκκαθαριστού·

(γ) να εξετάζη τας κατά της εγγεγραμμένης εταιρείας αξιώσεις και, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ν’ αποφασίζη διά διαταγής τα ζητήματα προτεραιότητος τα οποία εγείρονται μεταξύ των προσώπων τα οποία υπέβαλον αξίωσιν·

(δ) να πλήρώνη τας εναντίον της εγγεγραμμένης εταιρείας αξιώσεις (περιλαμβανομένων και των τόκων μέχρι της ημερομηνίας της διαταγής εκκαθαρίσεως) συμφώνως προς την τυχόν υπάρχουσαν σειράν προτεραιότητος αυτών εις το άρτιον ή κατ’ αναλογίαν ως θα επέτρεπε το ενεργητικόν της τοιαύτης εταιρείας. Το τυχόν εναπομένον μετά την πληρωμήν των αξιώσεων υπόλοιπον θα διατίθηται προς πληρωμήν των τόκων από της ημερομηνίας της τοιαύτης διαταγής, υπό τοιούτον επιτόκιον μη υπερβαίνον το συμβατικόν επιτόκιον ως ήθελε καθορισθή υπ’ αυτού·

(ε) να ορίζη την προθεσμίαν ή τας προθεσμίας εντός των οποίων οι δανεισταί θ’ αποδεικνύουν τας οφειλάς και αξιώσεις των ή θα αποκλείωνται εκ των ωφελημάτων οιασδήποτε διανομής γενομένης πριν ή αποδειχθούν αι εν λόγω οφειλαί ή αξιώσεις·

(στ) να καθορίζη από καιρού εις καιρόν διά διαταγής την συνεισφοράν η οποία θα καταβάλληται ή απομένη να καταβληθή εις το ενεργητικόν της εγγεγραμμένης εταιρείας υπό των μελών ή πρώην μελών ή υπό της κληρονομίας ή των διοριζομένων συμφώνως προς τους επί τούτω γενομένους θεσμούς ή ειδικούς κανονισμούς προσώπων ή των κληρονόμων αποβιωσάντων μελών ή υπό οιουδήποτε αξιωματούχου, η δε συνεισφορά αύτη θα περιλαμβάνη τα χρέη τα οποία οφείλονται υπό των τοιούτων μελών ή προσώπων. Αι τοιαύται συνεισφοραί καθορίζονται κατά την κρίσιν του εκκαθαριστού τόσον αναφορικώς προς τα πρόσωπα παρά των οποίων απαιτείται να καταβληθώσιν όσο και ως προς τα ποσά τα οποία θα καταβάλωσι, αλλ’ άνευ επηρεασμού οιουδήποτε δικαιώματος συνεισφοράς μεταξύ των:

Νοείται ότι ο εκκαθαριστής δεν θα καθορίζη την συνεισφοράν, το χρέος ή τας οφειλάς τα οποία θα εισπράττωνται από πρώην μέλος ή την κληρονομίαν αποβιώσαντος μέλους εκτός εάν δοθή ευκαιρία εις το τοιούτο μέλος ή εις τον νόμιμον αντιπρόσωπον της κληρονομίας να εκφέρη τας απόψεις του αναφορικώς προς την αξίωσιν·

(ζ) να καθορίζη διά διαταγής τα πρόσωπα τα οποία θα καταβάλλωσι και την αναλογίαν υπό την οποίαν θα καταβάλλωσι τα έξοδα της εκκαθαρίσεως·

(η) να προβαίνη εις διευθετήσεις διά την διανομήν κατά πρόσφορον τρόπον του ενεργητικού της εγγεγραμμένης εταιρείας οσάκις εγκρίνεται σχέδιον διανομής υπό του Εφόρου.

(2) Παν πρόσωπον το οποίον θεωρεί εαυτό ηδικημένον υπό οιουδήποτε διατάγματος του εκκαθαριστού εκδοθέντος δυνάμει των παραγράφων (γ), (στ) και (ζ) του εδαφίου (1), δύναται, εντός χρονικού διαστήματος, είκοσι και μιας ημερών από της ημερομηνίας του διατάγματος, να ασκήσει ιεραρχικήν προσφυγήν εις τον Υπουργόν.

(3) Πάσα διαταγή εκδιδομένη υπό εκκαθαριστού εκτελείται κατά τον αυτόν τρόπον ως εκτελείται διάταγμα του Δικαστηρίου.

(4) Οι πιστωτές καλύμματος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου του 2010, δεν δύνανται να υποβάλλουν ατομικά τις απαιτήσεις τους στον εκκαθαριστή της εγγεγραμμένης εταιρείας και το δικαίωμα υποβολής αίτησης στον εκκαθαριστή παρέχεται μόνο στο διαχειριστή εργασιών καλυμμένων αξιογράφων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου του 2010, ο οποίος υποβάλλει στον εκκαθαριστή τις απαιτήσεις των πιστωτών καλύμματος σε συνολική βάση.