Έφορος

4.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει για χρονική περίοδο   πέντε  ετών, η οποία είναι ανανεώσιμη, πρόσωπο ανωτάτου ηθικού και επαγγελματικού επιπέδου, με πείρα και αποδεδειγμένη ικανότητα στα οικονομικά συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών, τη διοίκηση επιχειρήσεων, τα νομικά ή τη λογιστική ως Έφορο της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών:

Νοείται ότι, σε περίπτωση διορισμού ως Εφόρου, υπαλλήλου που κατέχει μόνιμη θέση στην κρατική υπηρεσία ή σε οργανισμό, ο υπάλληλος αφυπηρετεί  αυτοδικαίως από τη θέση που κατέχει, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του εκάστοτε σε ισχύ περί Συντάξεων  Νόμου για τα ωφελήματα αφυπηρέτησης σε περίπτωση πρόωρης οικειοθελούς αφυπηρέτησης, τα οποία όμως υπολογίζονται με βάση τις συντάξιμες απολαβές του υπαλλήλου κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησής του, ως ακολούθως -

(α) Σε περίπτωση που ο υπάλληλος δεν έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία λογίζεται ότι υπηρέτησε στην κρατική υπηρεσία ή στον οργανισμό για τόση επιπλέον περίοδο για όση είχε υπηρετήσει πριν από το διορισμό του ως Εφόρου ή για όση περίοδο θα υπηρετούσε εάν αφυπηρετούσε λόγω ορίου ηλικίας, οποιαδήποτε από τις δύο περιόδους θα ήταν η μικρότερη·

(β) σε περίπτωση που ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, λογίζεται ότι υπηρέτησε στην κρατική υπηρεσία ή στον οργανισμό για περίοδο δέκα επιπλέον ετών ή για τόση περίοδο για όση θα είχε υπηρετήσει εάν αφυπηρετούσε λόγω ορίου ηλικίας, οποιαδήποτε από τις δύο περιόδους θα ήταν η μικρότερη.

Η πιο πάνω προστιθέμενη υπηρεσία λογίζεται ως υπηρεσία με εισφορές:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι όροι “κρατική υπηρεσία” και “οργανισμός” στο παρόν εδάφιο έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από τον εκάστοτε σε ισχύ περί Συντάξεων Νόμο.

(2) Ο Έφορος δε δύναται να κατέχει οποιαδήποτε θέση ή αξίωμα στη Δημοκρατία ή να απασχολείται σε οποιαδήποτε άλλη εργασία έναντι αμοιβής.

(3) Ο Έφορος δε δύναται να διωχθεί πειθαρχικά και παύεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, εφόσον δεν πληροί πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων του ή έχει υποπέσει σε βαρύ παράπτωμα.

(4) Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο Έφορος προΐσταται της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης   Συνεργατικών Εταιρειών, τα μέλη του προσωπικού της οποίας είναι μέλη της Δημόσιας Υπηρεσίας που διορίζονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο και υπηρετούν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους Θεσμούς, στα σχέδια υπηρεσίας και στο οργανόγραμμα της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών.

(5) Ο Έφορος ή οποιοδήποτε πρόσωπο υπηρετεί στην Υπηρεσία  Εποπτείας  και   Ανάπτυξης   Συνεργατικών Εταιρειών δεν υπέχει αστικής ευθύνης σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη έγινε κακόπιστα ή οφείλεται σε σοβαρή αμέλεια.

(6) Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ Νόμου, ο Έφορος δύναται -

(α) Να εξασφαλίζει απ’ ευθείας υπηρεσίες για  θέματα  που  σχετίζονται  με  την  άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου  αρμοδιοτήτων και εξουσιών του και την εκτέλεση των καθηκόντων του ή με την προς τούτο εκπαίδευση του προσωπικού της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών·

(β) να συνάπτει για τους σκοπούς της παραγράφου (α) συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ή να εξασφαλίζει από δικηγόρους, ελεγκτές ή άλλους ειδικούς την παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών·

(γ) να έχει στη διάθεσή του διαθέσιμα κονδύλια για την απρόσκοπτη άσκηση των προβλεπόμενων στον παρόντα Νόμο καθηκόντων και εξουσιών του αναφορικά με την εποπτεία και τον έλεγχο των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων.

(7) Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας του Εφόρου καθορίζονται στο έγγραφο διορισμού του.

(8) Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης δεν είναι δυνατή εναντίον οποιουδήποτε προσώπου αντικαθιστά τον Έφορο σχετικά με πράξη ή παράλειψή του, παρά μόνον κατόπιν εξασφάλισης της προς τούτο έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου.

(9) Ο Έφορος, ως το ανώτατο εκτελεστικό όργανο της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών –

(α) Εφαρμόζει την πολιτική που καθορίζει η Επιτροπή και που αφορά την Υπηρεσία αυτή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5Α·

(β) διευθύνει και ελέγχει τις εργασίες της Υπηρεσίας αυτής·

(γ) ενεργεί για όλα τα ζητήματα που αφορούν τις εργασίες της Υπηρεσίας αυτής, τα οποία δεν υπάγονται ρητά στην αρμοδιότητα της Επιτροπής· και

(δ) εκπροσωπεί την Επιτροπή σε κάθε σχέση της με άλλα πρόσωπα περιλαμβανομένης και της Δημοκρατίας·

(ε) [Διαγράφηκε].