Ιεραρχική προσφυγή

56.-(1) Οποιοσδήποτε δεν ικανοποιείται από απόφαση του Εφόρου που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εκτός εάν αυτή αφορά ή σχετίζεται με την άσκηση των αρμοδιοτήτων ή της εξουσίας του που προβλέπεται στα Μέρη VIΑ και VIΒ, δύναται εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, να την προσβάλει στον Υπουργό με έγγραφη αίτησή του, στην οποία να εκθέτει τους λόγους που την υποστηρίζουν.

(2) Ο Υπουργός εξετάζει την εις αυτόν γενομένην προσφυγήν άνευ υπαιτίου βραδύτητος, αποφασίζει επί ταύτης και κοινοποιεί αμελλητί την απόφασιν αυτού εις τον προσφεύγοντα.

(3) Ο Υπουργός, πριν ή εκδώση την απόφασιν αυτού, δύναται κατά την κρίσιν του να ακούση ή δώση την ευκαιρίαν εις τον προσφεύγοντα όπως υποστηρίξη τους λόγους εφ’ ων στηρίζεται η προσφυγή.

(4) Ο Υπουργός δύναται να αναθέση εις λειτουργόν ή επιτροπήν λειτουργών του Υπουργείου του όπως εξετάση ωρισμένα θέματα αναφυόμενα εν τη προσφυγή και υποβάλη εις αυτόν το πόρισμα της τοιαύτης εξετάσεως προ της υπό του Υπουργού εκδόσεως της αποφάσεως αυτού επί της προσφυγής.

(5) Ο μη ικανοποιηθείς εκ της αποφάσεως του Υπουργού δύναται να προσφύγη εις το Δικαστήριον, αλλά μέχρι της υπό του Υπουργού εκδόσεως της αποφάσεως αυτού, εν περιπτώσει προσφυγής εις αυτόν, ή, εν περιπτώσει μη προσφυγής εις αυτόν, μέχρι της παρελεύσεως της εις το εδάφιον (1) προβλεπομένης προθεσμίας διά την καταχώρισιν προσφυγής, η απόφασις του Εφόρου δεν καθίσταται εκτελεστή.

(6) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπον οιανδήποτε ενώπιον του δικαστηρίου εκκρεμούσαν κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόμου υπόθεσιν.