Εξουσία Εφόρου για παραχώρηση και ανάκληση άδειας λειτουργίας

41ΣΤ.-(1) Ο Έφορος με αιτιολογημένη απόφασή του, έχει εξουσία -

(α) Να χορηγεί άδεια χωρίς οποιουσδήποτε όρους ή με τέτοιους όρους, τους οποίους  κρίνει σκόπιμο να επιβάλει·

(β) να αρνηθεί τη χορήγηση άδειας·

(γ) να απαιτεί την αναθεώρηση του υποβληθέντος προγράμματος  δραστηριοτήτων ή του σχεδίου του χρονο-διαγράμματος συμμόρφωσης σύμφωνα με τα οριζόμενα στη παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 41Ζ.

(2) Ο Έφορος έχει εξουσία οποτεδήποτε, με αιτιολογημένη απόφασή του, να τροποποιεί ή να ανακαλεί οποιουσδήποτε όρους έχουν επιβληθεί ή να επιβάλλει οποιουσδήποτε νέους όρους σε χορηγηθείσα άδεια.

(3) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των  εξουσιών που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), ο Έφορος δύναται να λαμβάνει όλα ή οποιαδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στο παρόν εδάφιο σε περίπτωση που οποιοσδήποτε, στον οποίο έχει παραχωρήσει άδεια λειτουργίας, παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε Θεσμού, διατάγματος ή απόφασης που εκδίδεται δυνάμει αυτού ή με τους όρους της άδειάς του ή όταν η ρευστότητα και η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του έχουν κατά τη γνώμη του Εφόρου αλλοιωθεί ή επηρεαστεί δυσμενώς ή όταν υφίσταται κίνδυνος  να ελαττωθεί η ικανότητα του συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος για έγκαιρη αντιμετώπιση των υποχρεώσεών του ή όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο για  την εξασφάλιση των συμφερόντων των καταθετών ή πιστωτών -

(α) Να λάβει ορισμένα μέτρα ή να αποφύγει να υιοθετήσει ή να συνεχίσει να ακολουθεί μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή πολιτική ή να περιορίσει το πεδίο ή την έκταση των εργασιών του καθ’ οιονδήποτε τρόπο·

(β) να επιβάλει περιορισμούς στην αποδοχή καταθέσεων ή την παροχή χορηγήσεων ή την πραγματοποίηση επενδύσεων·

(γ) να απαγορεύσει την προσέλκυση καταθέσεων ή από καθορισμένα πρόσωπα ή υπό ορισμένους όρους·

(δ) να απαγορεύσει τη διεξαγωγή οποιασδήποτε συναλλαγής ή κατηγορίας συναλλαγών·

(ε) να απαιτήσει την απομάκρυνση ή αλλαγή καθηκόντων οποιουδήποτε αξιωματούχου ή υπαλλήλου.

(4) Ο Έφορος έχει εξουσία με αιτιολογημένη απόφασή του, την οποία κοινοποιεί στο ενδιαφερόμενο συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας του εν λόγω ιδρύματος μόνο εάν:

(α) Το συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που έχει εξασφαλίσει άδεια λειτουργίας, παραιτηθεί ρητά από αυτήν ή σταματήσει  να ασκεί τις κύριες δραστηριότητές του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών·

(β) διαπιστώσει ότι η άδεια έχει αποκτηθεί κατόπιν ψευδών δηλώσεων ή απόκρυψης ουσιαστικών γεγονότων·

(γ) το συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που έχει εξασφαλίσει άδεια λειτουργίας δεν πληροί οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, στους Θεσμούς, στα εκάστοτε εκδιδόμενα διατάγματα ή στις αποφάσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 41Ι και 41Ζ αντίστοιχα·

(δ) το συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που έχει εξασφαλίσει άδεια λειτουργίας δεν τηρεί τους όρους, με βάση τους οποίους η άδεια έχει χορηγηθεί ή οποιοδήποτε όρο έχει τεθεί μετά την παραχώρησή της· ή

(ε) το συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που έχει εξασφαλίσει άδεια λειτουργίας, δεν τηρεί τις συνεχείς υποχρεώσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, στους Θεσμούς, στα εκάστοτε εκδιδόμενα διατάγματα ή στις αποφάσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 41Ι και 41Ζ.

(5)  Ο Έφορος έχει εξουσία να αναστείλει την εφαρμογή της απόφασης  που εκδίδει σύμφωνα με το εδάφιο (4), εάν κρίνει ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην  απόφαση αυτή το επιτρέπουν ή να ανακαλέσει τέτοια απόφαση, εάν οι λόγοι που οδήγησαν στην απόφαση αυτή έχουν εκλείψει.

(6)  Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 41Γ, ο Έφορος έχει εξουσία με αιτιολογημένη απόφασή του να απαγορεύει σε νομικό πρόσωπο ή σε ένωση προσώπων που έχει συσταθεί ως συνεργατικός οργανισμός σε κράτος άλλο από τη Δημοκρατία ή σε θυγατρική εταιρεία του οργανισμού αυτού που έχει εγκατασταθεί ή παρέχει διασυνοριακές υπηρεσίες στη Δημοκρατία ως συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, την άσκηση όλων ή μέρους των εργασιών ή υπηρεσιών που προσφέρει στη Δημοκρατία, εάν διαπιστώσει ότι τέτοιο νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων ή θυγατρική εταιρεία δεν τηρεί οποιουσδήποτε όρους της άδειας λειτουργίας του για την άσκηση εργασιών αποδοχής καταθέσεων  ή δεν τηρεί οποιεσδήποτε από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, στους Θεσμούς, στα διατάγματα ή στις αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει αυτού:

Νοείται ότι εκτός από επείγουσες περιπτώσεις   που αφορούν την προστασία των συμφερόντων των καταθετών ή άλλων συναλλασσομένων με τα πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο, ο Έφορος δεν εκδίδει απόφαση απαγόρευσης, εκτός εάν προηγουμένως έχει ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα για άρση της παράβασης.

(7)  Όποιος, παρά την έκδοση απόφασης απαγόρευσης σύμφωνα με το εδάφιο (6) που του έχει κοινοποιηθεί, συνεχίζει να παρέχει υπηρεσίες εντός της Δημοκρατίας, η προσφορά των οποίων απαγορεύεται σύμφωνα με την απόφαση απαγόρευσης, διαπράττει αδίκημα που σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα  έτη ή με χρηματικό ποσό  που δεν υπερβαίνει τις εκατόν χιλιάδες λίρες (Λ.Κ. 100.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(8) Πρέπει να αποτελεί αντικείμενο προηγούμενης διαβούλευσης του Εφόρου με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές του οικείου κράτους μέλους, η άδεια λειτουργίας συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος, το οποίο-

(α) Είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος· ή

(γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

(9) Ζητείται η γνώμη της αρμόδιας εποπτικής αρχής του οικείου κράτους μέλους, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή Ε.Π.Ε.Υ., πριν από την χορήγηση άδειας λειτουργίας σε συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο-

(α) Είναι θυγατρική ασφαλιστικής επιχείρησης ή Ε.Π.Ε.Υ. με άδεια λειτουργίας κράτους μέλους.

(β) είναι θυγατρική της μητρικής ασφαλιστικής επιχείρησης ή Ε.Π.Ε.Υ. με άδεια λειτουργίας κράτους μέλους.

(γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν ασφαλιστική επιχείρηση ή Ε.Π.Ε.Υ. με άδεια λειτουργίας κράτους μέλους.

(10) Ο Έφορος και οι αρμόδιες εποπτικές αρχές που αναφέρονται στα εδάφια (8) και (9) διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως όταν αξιολογούν την ποιότητα των μετόχων, καθώς και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών που συμμετέχουν στην διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου, ενώ παράλληλα ανταλλάσσουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την ποιότητα των μετόχων και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών, όταν πρόκειται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, καθώς και για τον έλεγχο της εφαρμογής των όρων λειτουργίας.

(11) Για τους σκοπούς του εδαφίου (8), ο όρος «πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει επιχείρηση η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό, και περιλαμβάνει συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα.