Σημείωση
17 του Ν.123(I)/2003Μεταβατική διάταξη αναφορικά με εγγεγραμμένες εταιρείες που ασκούν εργασίες πιστωτικού ιδρύματος κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.123(Ι)/2003]

(1) Παρά τις διατάξεις του Μέρους VIA, το οποίο προβλέπεται στον περί Συνεργατικών Εταιρειών (Τροποποιητικό) Νόμο του 2003, εγγεγραμμένη εταιρεία, η οποία αμέσως πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.123(Ι)/2003] ασκούσε εργασίες συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος, δικαιούται να διεξάγει  εργασίες  αποδοχής καταθέσεων στη  Δημοκρατία εφ’ όσον-

(α) Συμμορφωθεί προς τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο· και

(β) το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2007, λάβει άδεια λειτουργίας:

Νοείται ότι οι εταιρείες αυτές δεν έχουν το δικαίωμα εγκατάστασης ή παροχής διασυνοριακών εργασιών σε κράτος μέλος, πριν την εξασφάλιση  άδειας λειτουργίας κατά τις διατάξεις του Μέρους VIA.

(2) Εγγεγραμμένη εταιρεία, η οποία αμέσως πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.123(Ι)/2003] ασκούσε εργασίες συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος, οφείλει εντός περιόδου έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.123(Ι)/2003] να υποβάλει στον Έφορο -

(α) Ελεγμένους λογαριασμούς του αμέσως προηγούμενου οικονομικού έτους·

(β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων·

(γ) σχέδιο χρονοδιαγράμματος συμμόρφωσης προς τις προϋποθέσεις απόκτησης άδειας λειτουργίας .

(3) Εγγεγραμμένη εταιρεία κατά τα εδάφια (1) και (2) οφείλει -

(α) Να εκτελεί μόνον τις εργασίες ή υπηρεσίες, οι οποίες  προβλέπονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων της·

(β) να τηρεί το χρονοδιάγραμμα συμμόρφωσης προς τις προϋποθέσεις απόκτησης άδειας λειτουργίας·

(γ) να συμμορφώνεται προς τις εκάστοτε προβλεπόμενες υποχρεώσεις, που η Επιτροπή με απόφασή της που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθορίζει ως ελάχιστες προϋποθέσεις για την άσκηση εργασιών αποδοχής καταθέσεων:

Νοείται ότι η Επιτροπή, κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής, δύναται να καθορίζει διαφορετικά επίπεδα ή προϋποθέσεις από τα προβλεπόμενα για τα αναγνωρισμένα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα, λαμβάνοντας όμως υπόψη ανάλογες αρχές που στον παρόντα Νόμο [Σ.Σ.: δηλαδή στον Ν.123(Ι)/2003] ή στις ισχύουσες στη Δημοκρατία πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προβλέπουν για το θέμα την προληπτική εποπτεία των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων.

(4) Ο Έφορος οποτεδήποτε διαπιστώνει ότι εγγεγραμμένη εταιρεία ανταποκρίνεται προς τις προϋποθέσεις για απόκτηση άδειας λειτουργίας ως αναγνωρισμένο συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα αφ’ εαυτής ή κατόπιν σύνδεσης της με τον Κεντρικό Φορέα, εκδίδει σχετική άδεια λειτουργίας.

(5) Ο Έφορος, ανεξαρτήτως των όσων προβλέπονται στο εδάφιο (1), έχει εξουσία με αιτιολογημένη απόφασή του να απαγορεύει σε εγγεγραμμένη εταιρεία που ασκεί εργασίες συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος τη δυνατότητα να ασκεί εργασίες αποδοχής καταθέσεων ή να της επιβάλλει οποιουσδήποτε όρους για την άσκηση των εργασιών της ή να της επιβάλει τις προβλεπόμενες από το άρθρο 41ΙΗ κυρώσεις, εάν -

(α) Η εταιρεία παραλείπει να υποβάλει τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) ή εάν τα υποβληθέντα στοιχεία είναι ελλιπή ή αποδεικνύεται ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα·

(β) το σχέδιο χρονοδιαγράμματος συμμόρφωσης που υπέβαλε η εταιρεία είναι κατά την κρίση του Εφόρου μη ικανοποιητικό και η ίδια αρνείται να το αναθεωρήσει·

(γ) η εταιρεία παραλείπει να τηρεί το σχέδιο χρονοδιαγράμματος συμμόρφωσης·

(δ) η εταιρεία δεν τηρεί τις συνεχείς υποχρεώσεις, όπως αυτές προβλέπονται στις αποφάσεις που η Επιτροπή εκδίδει κατά τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου 3.

(6) Οποιοσδήποτε, ο οποίος παρά την έκδοση απόφασης του Εφόρου σύμφωνα με το εδάφιο (5) συνεχίζει να ασκεί εργασίες αποδοχής καταθέσεων, διαπράττει αδίκημα που, σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη ή με χρηματικό ποσό που δεν υπερβαίνει τις εκατόν χιλιάδες λίρες (ΛΚ 100,000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(7) Η Επιτροπή καθορίζει, με απόφασή της, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας τις προϋποθέσεις και τις λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου σε σχέση με οποιαδήποτε εκτοπισμένη εταιρεία που ασκούσε εργασίες πιστωτικού ιδρύματος και που ήθελε επαναδραστηριοποιηθεί μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.123(Ι)/2003].