Ερμηνεία

2. Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν εκ του κειμένου προκύπτη διάφορος έννοια-

“βασικός μισθός” σημαίνει τον μισθόν τον οποίον ο κρατικός υπάλληλος δικαιούται να λάβη βάσει της διά την θέσιν αυτού καθωρισμένης διά του Προϋπολογισμού ή δι’ ειδικού Νόμου μισθοδοτικής κλίμακος ή παγίου μισθού και, όσον αφορά τα μέλη, περιλαμβάνει τας αυξήσεις των μισθών τας παραχωρηθείσας εις αυτά δυνάμει των περί Μελών της Αστυνομίας, της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και του Στρατού της Δημοκρατίας (Αύξησις των Μισθών) Νόμων του 1978 και 1979˙

“δημοσία εκπαιδευτική υπηρεσία” έχει την εις τον όρον τούτον αποδιδομένην έννοιαν υπό του άρθρου 2 των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως 1979˙

“δημοσία υπηρεσία” έχει την εις τον όρον τούτον αποδιδομένην έννοιαν υπό του άρθρου 2 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων του 1967 και 1980 και περιλαμβάνει την δικαστικήν υπηρεσίαν ως και υπηρεσίαν εις τας θέσεις του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, του Γενικού Ελεγκτού, του Γενικού Λογιστού και των Βοηθών αυτών˙

“δημόσιος υπάλληλος” σημαίνει τον κατέχοντα θέσιν εν τη δημοσία υπηρεσία ή εν τη δημοσία εκπαιδευτική υπηρεσία ή εν τη Δυνάμει ή εν τω Στρατώ, μονίμως, προσωρινώς ή αναπληρωτικώς˙

“Δύναμις” έχει την εις τον όρον τούτον αποδιδομένην έννοιαν υπό του άρθρου 2 του περί Αστυνομίας Νόμου (ως ούτος εκτίθεται εις τον Πίνακα του Νόμου 21 του 1964)˙

“κρατικός υπάλληλος” σημαίνει δημόσιον υπάλληλον˙

“Στρατός” έχει την εις τον όρον τούτον αποδιδομένην έννοιαν υπό του άρθρου 2 των περί του Στρατού της Δημοκρατίας (Σύνθεσις, Κατάταξις και Πειθαρχία) Νόμων του 1961 έως 1975.