Αλόγιστος ή επικίνδυνος οδήγησις

7.-(1) Πας όστις οδηγεί μηχανοκίνητον όχημα επί τινός οδού αλογίστως, απερισκέπτως ή επικινδύνως διά το κοινόν, λαμβανομένων υπ’ όψιν πασών των περιστάσεων, ιδία δε της φύσεως, της καταστάσεως και της χρήσεως της οδού, ως και του όγκου της τροχαίας, ήτις πραγματικώς υπάρχει κατά τον δεδομένον χρόνον ή ήτις ευλόγως θα ανεμένετο να υπάρχη κατά τον εν λόγω χρόνον επί της οδού ταύτης, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις φυλάκισιν διά διάστημα μη υπερβαίνον τα δύο έτη ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.

(2) Επί δευτέρα ή κατ’ επανάληψιν καταδίκη προσώπου τινός δυνάμει του παρόντος άρθρου, το εκδίδον την καταδικαστικήν απόφασιν Δικαστήριον θέλει ενασκήσει την εξουσίαν, την παραχωρηθείσαν αυτώ υπό του άρθρου 19 και αποστερήσει τον καταδικασθέντα της ικανότητος του κατέχειν ή λαμβάνειν άδειαν οδηγήσεως, εκτός εάν, λαβόν υπ’ όψιν το διάστημα, όπερ παρήλθεν από της προηγουμένης ή τελευταίας καταδίκης ή δι’ οιονδήποτε έτερον ειδικόν λόγον, ήθελε κρίνει σκόπιμον όπως μη ενασκήση την τοιαύτην εξουσίαν η πρόνοια αύτη δέον όπως μη ερμηνευθή ως επηρεάζουσα το δικαίωμα του Δικαστηρίου όπως ενασκήση την ως είρηται εξουσίαν και επί πρώτης καταδίκης.

(3) Εάν πρόσωπον τι καταδικασθή επί τω ότι συνήργησεν, συνέδραμε, συνεβούλευσε, προήγαγεν ή υπεκίνησε την διάπραξιν αδικήματος δυνάμει του παρόντος άρθρου, και αποδειχθή ότι ευρίσκετο εις το όχημα καθ’ ον χρόνον διεπράττετο το τοιούτον αδίκημα, το πρόσωπον τούτο υπόκειται, διά τους σκοπούς των διατάξεων του άρθρου 19, αίτινες αφορώσιν εις την στέρησιν της ικανότητος του κατέχειν ή λαμβάνειν άδειαν οδηγήσεως, εις τας αυτάς κυρώσεις ως και ο οδηγός του οχήματος.

(4) Πρόσωπο το οποίο καταδικάζεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) και ταυτόχρονα καταδικάζεται για οδήγηση κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 ή 11Β του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου, στερείται του δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού για περίοδο που δεν είναι μικρότερη των δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της καταδίκης του ή για μεγαλύτερη περίοδο, όπως το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο.