Ποινή διά δολίαν αποφυγήν πληρωμής δασμού ή φόρου, κ.λ.π.

191.-(1) Ανεξαρτήτως οιασδήποτε ετέρας διατάξεως του παρόντος Νόμου, πας όστις-

(α)εν γνώσει αυτού και επί τω τέλει καταδολιεύσεως της Δημοκρατίας εκ τίνος πληρωτέου δασμού ή φόρου ή επί τω τέλει καταστρατηγήσεως απαγορευτικής διατάξεως ή περιορισμού, εκάστοτε τελούντος εν ισχύϊ δυνάμει νομοθετικής τίνος πράξεως, αποκτά κατοχήν ή καθ' οιονδήποτε τρόπον ενέχεται εις την μεταγωγήν, μεταφοράν, αποθήκευσιν, στέγασιν, φύλαξιν, απόκρυψιν ή πάσης φύσεως εμπορίαν εμπορευμάτων παρανόμως μεταφερθέντων εκ τίνος δημοσίας ή ιδιωτικής αποθήκης αποταμιεύσεως ή εμπορευμάτων υποκειμένων εις μη καταβληθέντα εισέτι δασμόν ή φόρον καταναλώσεως ή διά την εισαγωγήν ή εξαγωγήν των οποίων θέλει εκάστοτε τελή εν ισχύϊ απαγορευτική διάταξις ή περιορισμός, ως εν τοις ανωτέρω· ή

(β) καθ' όσον αφορά εις οιαδήποτε εμπορεύματα, ενέχεται καθ' οιονδήποτε τρόπον εν γνώσει αυτού, εις δολίαν αποφυγήν ή απόπειραν αποφυγής καταβολής δασμού τίνος ή φόρου βαρύνοντος τα τοιαύτα εμπορεύματα ή εις την καταστρατήγησιν απαγορευτικής διατάξεως ή περιορισμού ως εν τοις ανωτέρω ή οιασδήποτε των διατάξεων του εφαρμοστέου επί των τοιούτων εμπορευμάτων νόμου,

υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν την εις τριπλούν αξίαν των εμπορευμάτων η τας £1500 ή το εν εκάστη περιπτώσει μείζον των άνω ποσών ή εις φυλάκισιν μέχρι δύο ετών ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης, πλην της περιπτώσεως αδικήματος, σχέσιν έχοντος προς απαγορευτικήν διάταξιν ή περιορισμόν, καθ' ην ρητώς προνοείται ετέρα τις ποινή διά το εν λόγω αδίκημα υπό της νομοθετικής ή ετέρας πράξεως, εν η διαλαμβάνεται η τοιαύτη απαγορευτική διάταξις ή περιορισμός.

(2) Πας λειτουργός κέκτηται εξουσίαν όπως άνευ δικαστικού εντάλματος συλλαμβάνη παν πρόσωπον το οποίον ευρίσκει διαπράττον ή αποπειρώμενον όπως διαπράξη ή καθ' οιονδήποτε τρόπον ενεχόμενον εις την διάπραξιν οιουδήποτε αδικήματος προνοουμένου υπό του εδαφίου (1).

(3) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του εδαφίου (2) πας λειτουργός κέκτηται εξουσίαν όπως, εάν έχη εύλογον αιτίαν να πιστεύη ότι αδίκημα εκ των προνοουμένων υπό του εδαφίου (1) διαπράττεται ή υφίσταται αρχή διαπράξεως τούτου, απαιτήση παρ' οιουδήποτε προσώπου το οποίον ευλόγως πιστεύει ότι ενέχεται εις την τοιαύτην διάπραξιν όπως παραστή εις το γραφείον αυτού ή οιονδήποτε άλλον εύλογον μέρος επί τω σκοπώ όπως εξετασθή και ληφθή κατάθεσις παρ' αυτού εν σχέσει προς την τοιαύτην διάπραξιν και εν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών, αι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 5 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.

(4) Πας όστις άνευ ευλόγου αιτίας αρνείται να παραστή ως απαιτείται υπό του εδαφίου (3), είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £1000 ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας και τη αναιτιολογήτω αρνήσει του δύναται να συλληφθή άνευ δικαστικού εντάλματος.