Δικαιoδoσία και εξoυσίαι τoυ Δικαστηρίoυ, του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Εφετείου

9.-(1) Υπό την επιφύλαξη των εδαφίων (2), (3) και (4), το Δικαστήριο κέκτηται-

(α) τηv δικαιoδoσίαv και εξoυσίας δι' ωv μέχρι τoύδε περιεβέβληvτo ή άτιvας ηδύvαvτo vα εvασκήσωσι τo Αvώτατov Συvταγματικόv Δικαστήριov και τo Αvώτατov Δικαστήριov·

(β) τας αρμoδιότητας και τας εξoυσίας δι' ωv περιεβέβλητo και άτιvας ηδύvατo vα εvασκή τo Συμβoύλιov πρoς  επίλυσιv απάvτωv τωv θεμάτωv τωv αφoρώvτωv εις τηv αφυπηρέτησιv, απόλυσιv ή άλλως πως αφoρώvτωv εις Δικαστήv τoυ Αvωτάτoυ Συvταγματικoύ Δικαστηρίoυ ή τoυ Αvωτάτoυ Δικαστηρίoυ λόγω τoιαύτης πvευματικής ή σωματικής αvικαvότητoς, ή αvαπηρίας ήτις ήθελε καταστήσει τoύτov αvίκαvov πρoς εvάσκησιv τωv καθηκόvτωv αυτoύ είτε μovίμως είτε επί τoσoύτω χρόvω ώστε vα καθίσταται πρακτικώς αvέφικτoς η παραμovή αυτoύ εις τηv θέσιv τoυ Δικαστoύ ή λόγω παραπτώματoς τιvoς.

(2) Από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει-

(α) Την υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου βάσει του Συντάγματος ασκουμένη δικαιοδοσία και εξουσία, εκτός εάν, άλλως, προβλέπεται στο παρόν εδάφιο και, σε περίπτωση παραπομπής ενώπιόν του ζητήματος αντισυνταγματικότητας δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 144 του Συντάγματος ισχύουν τα ακόλουθα:

(i) Η, συμφώνως των  πιο πάνω, υποβαλλομένη παραπομπή δέον να περιλαμβάνει σαφή προσδιορισμό των νομικών θεμάτων για τα οποία ζητείται η άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, πλήρη έκθεση των πραγματικών δεδομένων επί των οποίων στηρίζονται τα διά της παραπομπής υποβαλλόμενα ερωτήματα, σαφή προσδιορισμό των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος και του επίδικου Νόμου ή αποφάσεως, ως και τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο να θεωρεί ως σκόπιμη την υποβολή της τοιαύτης παραπομπής:

Νοείται ότι, το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο, αφού ακούσει τους ενώπιόν του διαδίκους, δύναται να περιλάβει στην απόφασή του προς παραπομπή την υπό του ιδίου αιτιολογημένη γνώμη επί του προκύψαντος ζητήματος αντισυνταγματικότητας.

(ii) Σε περίπτωση που, κατά την κρίση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, η υποβληθείσα παραπομπή δεν πληροί τους υπό της υποπαραγράφου (i) προβλεπόμενους όρους, δύναται-

(αα) εφόσον η παραπομπή υποβλήθηκε από δικαστήριο άλλο από το Ανώτατο Δικαστήριο να απορρίψει αυτήν.

(ββ) να αναστείλει την εκδίκαση του παραπεμφθέντος ζητήματος έως ότου το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο αναθεωρήσει την υποβληθείσα παραπομπή, ώστε να πληροί τους προβλεπομένους όρους.

(iii) Σε περίπτωση κατά την οποία το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δικαιολογείται η υποβληθείσα από δικαστήριο άλλο από το Ανώτατο Δικαστήριο παραπομπή, απορρίπτει αυτήν, ενημερώνοντας το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο και, σε τέτοια περίπτωση, το παραπεμφθέν ζήτημα εκδικάζεται από το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο·

(β) εκδικάζει παραπεμφθείσα υπό του Εφετείου έφεση κατά αποφάσεως Διοικητικού Δικαστηρίου επί θέματος δημοσίου δικαίου ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δικαιολογείται τοιαύτη παραπομπή, απορρίπτει αυτήν ενημερώνοντας το Εφετείο, και, σε τέτοια περίπτωση, η έφεση εκδικάζεται από το Εφετείο·

(γ) αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αίτησης, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων, κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων προκυπτόντων την απόφαση του Εφετείου, τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη αναθεωρητική δικαιοδοσία:

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την απόφαση του Εφετείου νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα αυτήν, προκειμένου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει ή όχι την απαιτούμενη άδεια:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση, η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου·

(δ) ενεργεί ως ακυρωτικό δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο κατά αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.

(3) Από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο-

(α) ασκεί την υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου προβλεπομένη υπό του Συντάγματος δικαιοδοσία και εξουσία, εκτός εάν άλλως προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου·

(β) εκδικάζει παραπεμφθείσα υπό του Εφετείου έφεση κατά αποφάσεως δικαστηρίου ασκούντος πολιτική ή/και ποινική δικαιοδοσία περιλαμβανομένου δικαστηρίου ειδικής δικαιοδοσίας, επί θέματος μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου:

Νοείται ότι, για την παραπομπή εφέσεως υπό του Εφετείου δυνάμει των διατάξεων της παρούσης παραγράφου δέον προηγουμένως να υποβάλλεται αίτηση προσδιορίζουσα σαφώς τα επίδικα θέματα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, ως και αναφορά στις επιβάλλουσες την παραπομπή αποφάσεις:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δικαιολογείται τοιαύτη παραπομπή απορρίπτει αυτήν, ενημερώνοντας το Εφετείο και, σε τέτοια περίπτωση η έφεση εκδικάζεται από το Εφετείο·

(γ) αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη  πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου·

(δ) αποφασίζει για την επανεκδίκαση από το Εφετείο ή από το πρωτόδικο δικαστήριο ποινικής δικαιοδοσίας, αναλόγως της περιπτώσεως, εκδικασθείσας ποινικής υπόθεσης για την οποία εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση, είτε σε πρώτο βαθμό και τελεσίδικα είτε κατ’ έφεσιν, επί τη βάσει νέων στοιχείων ή γεγονότων, τα οποία κατά την κρίση του ενδεχομένως να ανατρέπουν, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση·

(ε) επιλαμβάνεται αιτήσεως προς εξαίρεση Δικαστή οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ύστερα από την απόρριψη τοιαύτης αιτήσεως εξαιρέσεως από το κατά περίπτωση δικαστήριο·

(στ) εκδίδει Διαδικαστικό Κανονισμό αναφορικά με τη λειτουργία του Εφετείου, σύμφωνα με το άρθρο 3Α.

(4) Υπό την επιφύλαξη των εδαφίων (2) και (3), από την προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) του άρθρου 22 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2022 ημερομηνία, το Εφετείο συνιστά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στη Δημοκρατία και εκτός εάν, άλλως, προβλέπεται, τούτο κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει επί πάσης εφέσεως κατά αποφάσεως οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου.