Επανεξέτασις συναλλαγών τοκιστού

13.-(1) Οσάκις υπό τίνος τοκιστού λαμβάνωνται δικαστικά μέτρα ενώπιον οιουδήποτε Δικαστηρίου διά την ανάκτησιν χρημάτων δανεισθέντων μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόμου, ή την εκτέλεσιν οιασδήποτε συμφωνίας γενομένης, ή ασφαλείας ληφθείσης μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόμου, αναφορικώς προς χρήματα δανεισθέντα είτε προ είτε μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόμου, και προσαχθώσιν αποδεικτικά στοιχεία δεικνύοντα ικανοποιητικώς τω Δικαστηρίω ότι το ποσόν του κεφαλαίου δεν δηλούται ορθώς ή ότι ο επιβληθείς τόκος υπερβαίνει το προνοούμενον υπό του εκάστοτε εν ισχύϊ Νόμου νόμιμον ποσοστόν τόκου, ή ότι οι καθυστερημένοι τόκοι εφ' οιουδήποτε χρέους ή υποχρεώσεως υπερβαίνουσι το κεφάλαιον του χρέους ή της υποχρεώσεως αναφορικώς προς ο είναι πληρωτέος ο τοιούτος τόκος, ή ότι τα επιβληθέντα δι' έξοδα, ερεύνας, δικαιώματα, ασφάλιστρα, ανανεώσεις ή ετέρας επιβαρύνσεις, ποσά είναι υπερβολικά, και ότι εις πάσαν τοιαύτην περίπτωσιν η συναλλαγή είναι επαχθής και αισχροκερδής, το Δικαστήριον δύναται να διατάξη επανεξέτασιν της συναλλαγής και να λάβη λογαριασμούς μεταξύ του τοκιστού και του εναχθέντος προσώπου, δύναται, δε, ανεξαρτήτως παντός εκτεθέντος ή συμβιβασθέντος λογαριασμού ή οιασδήποτε συμφωνίας δι' ης σκοπείται ο τερματισμός προηγουμένων συναλλαγών και η δημιουργία νέας τοιαύτης υποχρεώσεως, να διατάξη όπως ανοιχθώσιν οι ήδη διακανονισθέντες λογαριασμοί μεταξύ αυτών, και να ανακούφιση το εναχθέν πρόσωπον εκ της πληρωμής παντός ποσού υπερβαίνοντος το επιδικασθέν υπό Δικαστηρίου ποσόν ως ποσόν δικαίως οφειλόμενον αναφορικώς προς το τοιούτον κεφάλαιον, τόκους και έξοδα, ως το Δικαστήριον λαβόν υπ' όψιν τον κίνδυνον και τας λοιπάς περιστάσεις ήθελεν επιδικάσει ως εύλογον τοιούτον. και εάν το τοιούτον υπερβαίνον ποσόν κατεβλήθη ή αφηρέθη εκ του λογαριασμού, υπό του οφειλέτου, δύναται να διατάξη τον πιστωτήν όπως επιστρέψη τούτο. δύναται δε να ακυρώση, εξ ολοκλήρου ή μερικώς, ή να αναθεωρήση ή τροποποιήση ασφάλειαν δοθείσαν ή συμφωνίαν γενομένην αναφορικώς προς χρήματα δανεισθέντα υπό τίνος τοκιστού και εάν ο τοκιστής απεχωρίσθη της ασφαλείας, δύναται να διατάξη τούτον όπως αποζημιώση τον οφειλέτην ή το έτερον εναχθέν πρόσωπον.

(2) Παν Δικαστήριον ενώπιον του οποίου δύναται να διεξαχθή δικαστική διαδικασία αφορώσα εις την ανάκτησιν χρημάτων δανεισθέντων υπό τίνος τοκιστού κέκτηται και δύναται να ενασκήση, κατ' αίτησιν του οφειλέτου ή εγγυητού ή παντός ετέρου υποχρέου προσώπου, τας αυτάς εξουσίας ως αι ενασκούμενοι δυνάμει του εδαφίου (1), το Δικαστήριον δε κέκτηται εξουσίαν, παρά την ύπαρξιν οιασδήποτε διατάξεως ή συμφωνίας περί του αντιθέτου, όπως επιλαμβάνηται, αιτήσεων υποβαλλομένων δυνάμει του παρόντος Νόμου υπό του οφειλέτου, εγγυητού ή παντός ετέρου υποχρέου προσώπου, και εάν έτι ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου ή οιασδήποτε δόσεως αυτού δεν επήλθε.

(3) Επί πάσης αιτήσεως αφορώσης εις το παραδεκτόν ή το ποσόν αποδεικτικού τίνος στοιχείου, υπό τίνος τοκιστού εις οιανδήποτε πτωχευτικήν διαδικασίαν, το Δικαστήριον δύναται να ενασκήση τας αυτάς εξουσίας ως αι ενασκούμενοι δυνάμει του παρόντος άρθρου οσάκις λαμβάνωνται δικαστικά μέτρα διά την ανάκτησιν χρημάτων.

(4) Αι προηγούμενοι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί πάσης συναλλαγής ήτις, ανεξαρτήτως του τύπου ον περιβέβληται, είναι ουσιωδώς δικαιοπραξία αφορώσα εις την χορήγησιν χρηματικού δανείου υπό τίνος τοκιστού.

(5) Ουδέν των εν ταις προηγουμέναις διατάξεσι του παρόντος άρθρου διαλαμβανομένων επηρεάζει τα δικαιώματα καλοπίστου, ουχί εκ χαριστικής αιτίας, και άνευ γνώσεως του γεγονότος, εκδοχέως ή κατόχου.

(6) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων θα ερμηνεύηται ως καθ' οιονδήποτε τρόπον θίγον τας υφισταμένας εξουσίας ή την δικαιοδοσίαν οιουδήποτε Δικαστηρίου.