Ο φόρος θα βαρύνη τα περιουσιακά στοιχεία τα περιερχόμενα επί τω θανάτω του αποθανόντος

29.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (2)

(α) ο φόρος κληρονομίας ο πληρωτέος υπό του εκτελεστού θα είναι, κατά σειράν προτεραιότητος, η πρώτη επιβάρυνσις εφ’ εκάστου των περιουσιακών στοιχείων άτινα επέκτητο ο αποθανών κατά τον θάνατον αυτού, ή άτινα ηδύνατο ούτος να διαθέση κατά τον θάνατον αυτού και η τοιαύτη επιβάρυνσις θα δύναται να χωρήση εις καταναγκαστικήν πώλησιν τοιαύτης περιουσίας διά την είσπραξιν του όλου ή μέρους του τοιούτου φόρου κληρονομίας.

(β) ο φόρος κληρονομίας, ο πληρωτέος υφ’ οιουδήποτε ετέρου προσώπου πλην του εκτελεστού αναφορικώς προς περιουσιακά στοιχεία, θα είναι κατά σειράν προτεραιότητος η πρώτη επιβάρυνσις επί των περιουσιακών τούτων στοιχείων.

(2) Τηρουμένων των εν τοις εφεξής προβλεπομένων, η εν τη παραγράφω (1) αναφερομένη πρώτη επιβάρυνσις θα επέχη θέσιν προτεραιότητος έναντι πάσης απαλλοτριώσεως, μισθώσεως και εμπραγμάτου ασφαλείας συναφθείσης ή συσταθείσης προ ή μετά τον θάνατον.

Νοείται ότι-

(α) η τοιαύτη επιβάρυνσις δεν θα επεκτείνεται επί περιουσιακών στοιχείων πωληθέντων προ της ημερομηνίας καθ’ ήν ταύτα κατεσχέθησαν προς καταναγκαστικήν πώλησιν διά την είσπραξιν του οφειλομένου φόρου, εις καλόπιστον αγοραστήν, έναντι αντιπαροχής εχούσης χρηματικήν αξίαν, τελούντα εν αγνοία της τοιαύτης επιβαρύνσεως.

(β) αναφορικώς προς ακίνητον περιουσίαν, η τοιαύτη επιβάρυνσις δεν θα έχη προτεραιότητα έναντι μισθώσεως, υποθήκης ή ετέρας τινός εμπραγμάτου ασφαλείας συσταθείσης ή δημιουργηθείσης, καλή τη πίστει, επί αντιπαροχή, δι’ εγγράφου δεόντως υπογραφέντος προ της ημερομηνίας του θανάτου.

(γ) αναφορικώς προς κινητήν περιουσίαν, η τοιαύτη επιβάρυνσις δεν θα έχη προτεραιότητα έναντι οιασδήποτε υποθήκης ή οιουδήποτε ενεχύρου της τοιαύτης περιουσίας συσταθέντος, καλή τη πίστει, επί αντιπαροχή, δι’ εγγράφου δεόντως υπογραφέντος προ της ημερομηνίας του θανάτου.

(3) Δεν θα επιτρέπηται η μεταβίβασις μετοχών εταιρείας συσταθείσης εν τη Δημοκρατία εγγεγραμμένων επ’ ονόματι του αποθανόντος και η ανάληψις χρημάτων κατατεθειμένων παρά τραπεζιτικώ ή ετέρω χρηματικώ ιδρύματι εις πίστιν του αποθανόντος υφ’ οιουδήποτε προσώπου δικαιουμένου να προβή εις την τοιαύτην μεταβίβασιν ή ανάληψιν άνευ της προσαγωγής εις τον γραμματέα ή διευθυντήν της ενδιαφερομένης εταιρείας ή ετέρου τραπεζιτικού ή χρηματιστικού ιδρύματος-

(α) πιστοποιητικού εκδοθέντος υπό του Εφόρου, δηλούντος ότι ούτος ουδεμίαν ένστασιν έχει διά την ειρημένη μεταβίβασιν ή ανάληψιν. ή

(β) πιστοποιητικού εκδοθέντος υπό του Εφόρου δυνάμει της παραγράφου (1) του άρθρου 47, εν ω αι μεταβιβασθησόμεναι μετοχαί ή τα αναληφθησόμενα χρήματα αναφέρονται μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων αναφορικώς προς άτινα κατεβλήθη ο φόρος κληρονομίας ή παρεσχέθη εγγύησις διά την τοιαύτην καταβολήν. ή

(γ) πιστοποιητικού εκδοθέντος υπό του Εφόρου δυνάμει της παραγράφου (2) του άρθρου 47, εν ω αι μεταβιβασθησόμεναι μετοχαί ή τα αναληφθησόμενα χρήματα αναφέρονται μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων αναφορικώς προς άτινα δεν δύναται να επιβληθή φόρος κληρονομίας. ή

(δ) πιστοποιητικού εκδοθέντος υπό του Εφόρου δυνάμει της παραγράφου (1) ή της παραγράφου (2) του άρθρου 48, εν ω αι μεταβιβασθησόμεναι μετοχαί ή τα αναληφθησόμενα χρήματα αναφέρονται μεταξύ των εν τω τοιούτω πιστοποιητικώ αναγραφομένων περιουσιακών στοιχείων.

(4) Ουδείς διευθυντής τραπεζιτικού ή ετέρου χρηματιστικού ιδρύματος λειτουργούντος εν τη Δημοκρατία, θα επιτρέπη το άνοιγμα χρηματοκιβωτίου μισθωθέντος υπό του αποθανόντος χωρίς να καλέση τον Έφορον όπως αντιπροσωπευθή κατά το άνοιγμα.

(5) Ουδέν των εν τω παρόντι νόμω διαλαμβανομένων θα δύναται να θεωρηθή ως συνιστούν εμπράγματον βάρος διά φόρον κληρονομίας επί περιουσιακών στοιχείων κειμένων εκτός της Δημοκρατίας.