This is an older version of this rule. For the latest version press here.
|
ORDER 44 : BAILIFFS
1. Every bailiff shall have power to do all things necessary for the execution of a writ for the seizure and sale of movable property, and upon receipt of the writ he shall take all steps necessary for its prompt and due execution.
2.
Every writ for the seizure and sale of movable property shall, before it is handed to the bailiff, be registered by the registry officer in charge of writs (hereinafter called
"the writ clerk"
) in the register of writs, which shall be initialled by the bailiff, and after it is handed to him it shall be entered in the bailiff's book, which shall be initialled by the writ clerk; and the enumber of the book and the page thereof shall be endorsed on the writ.
3. The bailiff's book shall be in Form 40 with enumbered pages. A register of these books shall be kept by the writ clerk; and when a book is issued to a bailiff, the Registrar shall enumber the book and initial it, and the bailiff shall initial the register, and when he completes his book, he shall return it to the Registrar.
4. The bailiff shall issue receipts out of a counterfoil receipt book for all moneys he receives and obtain the payer's signature on the counterfoil of the receipt issued. The bailiff shall enter the serial enumbers of the counterfoils of such receipts in the bailiff's book; and the writ clerk shall check, at least once a month, these counterfoils with the bailiff's book and initial in both books the entries checked, and shall satisfy himself that all moneys received have been promptly paid out. If the writ clerk discovers any cases in which the bailiff has kept money more than two days, he shall report the fact to the Registrar; and the Registrar, if satisfied with the bailiff's explanation of the delay, shall make a note to that effect in the bailiff's book.
5. The bailiff shall pay promptly into the Treasury or to the judgment creditor (according to the direction given in the writ) the net proceeds of the sale, and shall in the one case affix the Treasury receipt to the appropriate page of the bailiff's book, noting on the page its enumber and date, and in the other take the payee's receipt on the page itself. But this Rule shall be read subject to section 45 (2) of the Bankruptcy Law, Cap. 6, as regards execution for an amount exceeding twenty pounds in respect of a judgment.
[Δ.Κ. 25.4.1986]
[Δ.Κ. 18.10.1996]
[Δ.Κ. 23.12.1999(3)] [Text deleted by: Δ.Κ. 23.12.1999(3):] 6. Όταν η εκτέλεση συμπληρωθεί ή είναι ανέφικτη, ο Δικαστικός Επιδότης θα επιστρέψει το ένταλμα το οποίο θα οπισθογραφεί ως προς τις λεπτομέρειες της εκτέλεσης. Η οπισθογράφηση θα καταδεικνύει το ποσό το οποίο εισπράχθηκε, το καθαρό ποσό που κατατέθηκε ή θα κατατεθεί στο Γενικό Λογιστήριο ή ότι δεν ανευρέθηκαν αγαθά προς κατάσχεση σύμφωνα με την ένορκη ομολογία την οποία ομνύει ο Επιδότης βάσει του Κανονισμού 7(Β) της παρούσας Διαταγής. Όταν επιστρέφονται εντάλματα, ο γραφέας υπεύθυνος για τα εντάλματα πρέπει να ικανοποιηθεί, τόσο για το ποσό το οποίο έχει εισπραχθεί όσο και για το ότι αυτό έχει καταβληθεί από τον Επιδότη και πρέπει να προβεί σε σημείωση ως προς αυτά τα γεγονότα τόσο στο ένταλμα όσο και στο βιβλίο του Επιδότη πριν καταχωρήσει το ένταλμα. [Text added by: Δ.Κ. 23.12.1999(3):] 6. Όταν η εκτέλεση συμπληρωθεί, ο Διαδικαστικός Επιδότης θα επιστρέψει το ένταλμα το οποίο οπισθογραφεί ως προς τις λεπτομέρειες της εκτέλεσης. Η οπισθογράφηση θα καταδεικνύει το ποσό το οποίο εισπράχθηκε και το καθαρό ποσό που κατατέθηκε ή θα κατατεθεί στο Γενικό Λογιστήριο. Όταν επιστρέφονται εντάλματα, ο γραφέας υπεύθυνος για τα εντάλματα πρέπει να ικανοποιηθεί τόσο για το ποσό το οποίο έχει εισπραχθεί όσο και για το ότι αυτό έχει καταβληθεί από τον Επιδότη και πρέπει να προβεί σε σημείωση ως προς αυτά τα γεγονότα τόσο στο ένταλμα όσο και στο βιβλίο του Επιδότη πριν καταχωρήσει το ένταλμα.
[Δ.Κ. 18.10.1996] 7. Τουλάχιστο μια φορά το μήνα ο γραφέας ενταλμάτων θα επιθεωρεί το μητρώο ενταλμάτων και το βιβλίο του κάθε Δικαστικού Επιδότη και θα εφοδιάζει τον Πρωτοκολλητή με κατάλογο των εκκρεμούντων ενταλμάτων και ο Πρωτοκολλητής θα λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει και διασφαλίσει ότι τα εντάλματα αυτά θα εκτελεστούν και επιστραφούν ταχέως.
[Δ.Κ. 5.7.1996]
[Δ.Κ. 23.12.1999(3)] [Text deleted by: Δ.Κ. 23.12.1999(3):] 7Α. Ο Δικαστικός Επιδότης θα καταγράφει όλη την κινητή περιουσία του εξ αποφάσεως Χρεώστη. [Text added by: Δ.Κ. 23.12.1999(3):] 7Α. Κατά την πρώτη επίσκεψη στα υποστατικά, ο Δικαστικός Επιδότης θα προβαίνει στις προσφερόμενες ενέργειες ως η ένορκη δήλωση σύμφωνα με τον Τύπο 2, την οποία θα υπογραφεί και θα καταχωρεί αμελλητί.
[Δ.Κ. 5.7.1996]
[Δ.Κ. 23.12.1999(3)] [Text deleted by: Δ.Κ. 23.12.1999(3):] 7Β. Ο Δικαστικός Επιδότης στην περίπτωση που δεν προβαίνει σε κατάσχεση κινητής περιουσίας του εξ αποφάσεως χρεώστη ή μέρους της, θα καταγράφει τους λόγους της μη κατάσχεσης σε ένορκη δήλωση σύμφωνα με τον τύπο Α. 8.
[Δ.Κ. 25.4.1986]
[Δ.Κ. 18.10.1996] (1) Η εκτέλεση εντάλματος θα διενεργείται από δύο Δικαστικούς Επιδότες, εκτός αν ο οικείος Πρωτοκολλητής διατάξει διαφορετικά και θα κατάσχεται τόση από την κινητή περιουσία του εξ αποφάσεως χρεώστη όση κατά την κρίση των Δικαστικών Επιδοτών ή του Δικαστικού Επιδότη, ως ήθελε είναι η περίπτωση, για την κάλυψη του ποσού του εντάλματος και των εξόδων της κατάσχεσης και θα τίθεται στην κατοχή του Ανώτερου Δικαστικού Επιδότη που θα ορίζεται προς τούτο από τον Πρωτοκολλητή.
[Δ.Κ. 23.12.1999(3)] [Text added by: Δ.Κ. 23.12.1999(3):] Νοείται ότι όταν δεν παρέχεται δυνατότητα άμεσης μετακίνησης ή φύλαξης κατασχεθείσας κινητής περιουσίας, αυτή σημαίνεται καταλλήλως και καταγράφεται σε έντυπο σύμφωνα με τον Τύπο 1 που υπογράφεται από το διενεργούντα την κατάσχεση και τον εξ αποφάσεως χρεώστη.
[Δ.Κ. 23.12.1999(3)] [Text added by: Δ.Κ. 23.12.1999(3):] Αν ο εξ αποφάσεως χρεώστης αρνείται να υπογράψει, ο διενεργών την κατάσχεση καταγράφει την άρνηση του. Το πιο πάνω έντυπο καταχωρείται στο φάκελο και αντίγραφο του αποστέλλεται αμελλητί στον εξ αποφάσεως πιστωτή. Κινητή περιουσία τελούσα υπό κατάσχεση σύμφωνα με την παρούσα επιφύλαξη, μετακινείται και τίθεται υπό τη φύλαξη του Ανώτερου Δικαστικού Επιδότη που θα ορίζεται προς τούτο από το Πρωτοκολλητείο, εντός ενός μηνάς από την κατάσχεση.
[Δ.Κ. 25.4.1986]
[Δ.Κ. 18.10.1996] (2) Ό Ανώτερος Δικαστικός Επιδότης θα διατηρεί την κατασχεθείσα περιουσία υπό ασφαλή φύλαξη και θα την πωλεί με δημόσιο πλειστηριασμό στην παρουσία Πρωτοκολλητή, στον υψηλότερο πλειοδότη, αφού πρώτα γνωστοποιήσει τη σκοπούμενη πώληση, όσο σύντομα είναι εφικτό μετά την πάροδο τριών ημερών από την κατάσχεση.
[Δ.Κ. 25.4.1986]
[Δ.Κ. 18.10.1996] (3) Ό Ανώτερος Δικαστικός Επιδότης θα τηρεί λογαριασμό (που θα είναι γνωστός ως ο "Λογαριασμός του Δικαστικού Επιδότη") που θα αποκαλύπτει τα ονόματα των αγοραστών και τα ποσά στα οποία διατέθηκε η κατασχεθείσα περιουσία. Σε σχέση με την κατάσχεση και πώληση, ο δικαστικός Επιδότης θα εισπράττει δικαιώματα ίσα με το ποσοστό 5% της τιμής στην οποία διατίθεσαι (υψηλότερη προσφορά) νοουμένου ότι τα δικαιώματα τα οποία θα εισπράττονται δε θα υπολείπονται του ποσού των £3. Τα δικαιώματα αυτά θα κατατίθενται αμέσως σε ειδικό κυβερνητικό λογαριασμό.
[Δ.Κ. 25.4.1986]
[Δ.Κ. 18.10.1996] (4) Εαν δεν καταστεί δυνατή η πώληση ο Πρωτοκολλητής μπορεί να επιτρέψει την είσπραξη από το Δικαστικό Επιδότη των εξόδων στα οποία έχει εύλογα προβεί σε σχέση με την κατάσχεση και αυτά θα καταβληθούν από τον εξ αποφάσεως πιστωτή ή με την πώληση των κατασχεθέντων αντικειμένων, ως οι οδηγίες του Πρωτοκολλητή και τα έξοδα αυτά θα κατατίθενται αμέσως σε ειδικό κυβερνητικό λογαριασμό.
[Δ.Κ. 25.4.1986]
[Δ.Κ. 18.10.1996] (5)
Ό λογαριασμός εξόδων Δικαστικού Επιδότη θα παραδίδεται από τον Ανώτερο Δικαστικό Επιδότη στο Δικαστικό Επιδότη ή Επιδότες οι οποίοι διενήργησαν την κατάσχεση προς ενημέρωση του σχετικού μητρώου, και θα ελέγχεται από τον Πρωτοκολλητή.
[Δ.Κ. 29.5.1998] (6) Ό τελικός έλεγχος της εκτελέσεως του εντάλματος θα διενεργείται από τον Πρωτοκολλητή.
9.
[Δ.Κ. 25.4.1986]
[Δ.Κ. 18.10.1996] (1) Στην περίπτωση που δεν υποβάλλεται προσφορά σε πλειστηριασμό για την πώληση κατασχεθείσας περιουσίας ή στην περίπτωση που η τιμή προσφοράς είναι καταφανώς χαμηλή και ανεπαρκής, ο Δικαστικός Επιδότης ή ο Πρωτοκολλητής μπορεί, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αναστείλει τη συνέχιση της πώλησης και να διατάξει όπως η περιουσία μετακινηθεί από το Δικαστικό Επιδότη στην κύρια πόλη ή άλλη πόλη ή χωριό της επαρχίας για να τεθεί σε πλειστηριασμό. Σε τέτοια περίπτωση ο Δικαστικός Επιδότης θα δικαιούται να επιβαρύνει το προϊόν της πώλησης με εύλογη δαπάνη την οποία συνεπάγεται η μετακίνηση καθώς και για οποιαδήποτε απώλεια χρόνου με ποσό το οποίο δεν θα υπερβαίνει τις δέκα λίρες την ημέρα, ή άλλη εύλογη δαπάνη που προκαλείται από το νέο πλειστηριασμό.
[Δ.Κ. 18.10.1996] (2) Εαν ο εξ αποφάσεως πιστωτής επιθυμεί όπως η περιουσία μετακινηθεί σε πόλη ή χωριό άλλης επαρχίας, ο Πρωτοκολλητής μπορεί να επιτρέψει τη μετακίνησή της με δαπάνη του πιστωτή, η οποία δεν θα μπορεί να ανακτηθεί οπό αυτόν.
10. All the expenses and the charges legally payable under these Rules shall be added to the amount recoverable under the writ, unless the Court or a Judge shall otherwise order.
11. The execution of a writ shall not be suspended unless the Court or a Judge so orders or the judgment creditor or his advocate withdraws the writ by writing under his hand. The notice of withdrawal should where practicable be endorsed on the writ itself and should specify the ground of withdrawal with details (if such is the case) of the amount received or arrangement arrived at; and where the writ is withdrawn because the creditor admits that the property seized belongs to a third person claiming the same, an inventory thereof signed by the bailiff shall be attached to the writ.
12. If the property seized is claimed by a third person then-
(a) If the bailiff or the deputy sheriff is of opinion that the claim is without foundation, he shall inform the claimant in writing that he may within three days of the seizure apply to the Court for an order to stay the sale and avail himself of section 20 of the Civil Procedure Law, Cap. 7.
(b) If the bailiff or the deputy sheriff is of opinion that there is some foundation for the claim, he shall give notice in Form 41 to the judgment creditor or his advocate, and, if the seizure is not abandoned, shall interplead upon the creditor furnishing the security mentioned in the notice, or, if such security be not furnished within the time specified in the notice, may withdraw from possession. The interpleader shall be made by summons without affidavit but with notice thereof given to all persons affected by the seizure.
13. (1) If a bailiff seizes property belonging to the judgment debtor from a hotel or workshop, he shall ask in writing (Form 42) the person in charge of the hotel or workshop whether there is any claim for hotel dues or for work done on the property seized; and the person in charge shall forthwith inform the bailiff in writing (Form 43) whether there is any such claim and give the details thereof.
(2) Upon a claim being made as aforesaid, the bailiff shall inquire of the judgment creditor and the judgment debtor whether they admit it. If they do, the bailiff shall take their admission in writing and pay the amount of the lien of the person in charge of the hotel or workshop out of the net proceeds of the sale. If either of them does not admit the claim in writing, the bailiff shall pay the net proceeds into the Treasury as a deposit, and the deputy sheriff shall interplead by summons without affidavit but with notice thereof to all interested persons.
14. If goods are seized in a shop or store under the lease of the judgment debtor and kept there under seizure and the rent for the time they are so kept has not been paid, the landlord shall be paid the rent for such time out of the proceeds of the sale of such goods. And if no sale takes place, such rent shall be paid by the judgment creditor or by sale of such goods, as the Registrar may direct.