23. Πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε οποιαδήποτε επεξεργασία των δεδομένων που καταχωρίζονται στο C-VIS μέσω της εθνικής διεπαφής ή δεδομένων C-VIS που διατηρούνται σε εθνικά αρχεία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου, κατά παράβαση των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 767/2008 και/ή των άρθρων 13 έως 17 του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο αδικήματος, και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
24. Πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε επεξεργασία των δεδομένων που καταχωρίζονται στο C-VIS μέσω της εθνικής διεπαφής ή δεδομένων C-VIS που διατηρούνται σε εθνικά αρχεία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου, κατά παράβαση των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 767/2008 και/ή των άρθρων 13 έως 17 του παρόντος Νόμου, με σκοπό την αποκόμιση οικονομικού ή άλλου προσωπικού οφέλους ή την πρόκληση οποιασδήποτε ζημιάς σε άλλο πρόσωπο, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες (€30.000) ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
25. Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε επεξεργασία των δεδομένων που καταχωρίζονται στο C-VIS μέσω της εθνικής διεπαφής ή δεδομένων C-VIS που διατηρούνται σε εθνικά αρχεία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου και η εν λόγω πράξη βλάπτει τα συμφέροντα της Δημοκρατίας ή προκαλεί οποιασδήποτε μορφής απειλή για την εθνική ασφάλεια ή και τη δημόσια τάξη, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
26.-(1) Πρόσωπο το οποίο δεν ικανοποιείται από απόφαση απόρριψης, κατάργησης ή ανάκλησης θεώρησης που λαμβάνεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 810/2009, δύναται να προσβάλει την εν λόγω απόφαση εντός τριάντα (30) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της απόφασης, με γραπτή και αιτιολογημένη ιεραρχική προσφυγή στον Γενικό Διευθυντή.
(2) Ο Γενικός Διευθυντής δύναται, εάν το θεωρήσει αναγκαίο, να αναθέσει σε έναν ή περισσότερους λειτουργούς που υπηρετούν στο Υπουργείο του ή στα Τμήματα που υπάγονται σε αυτό, την εξέταση θεμάτων που αφορούν την προσφυγή και να υποβάλουν σε αυτόν εισήγηση πριν εκδώσει την απόφασή του.
(3) Κατά την εξέταση της προσφυγής, ο Γενικός Διευθυντής δύναται να ζητήσει από το επηρεαζόμενο πρόσωπο να προσκομίσει, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, στοιχεία και πληροφορίες αναφορικά με τους ισχυρισμούς του, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο για τη λήψη της απόφασης.
(4) Ο Γενικός Διευθυντής δύναται κατά την κρίση του να ακούσει τον προσφεύγοντα ή να δώσει την ευκαιρία σε αυτόν να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή του.
(5) Ο Γενικός Διευθυντής δύναται να εκδώσει μια από τις ακόλουθες αποφάσεις:
(α) Να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(β) να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση·
(δ) να προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας αποφάσης.
27. Για σκοπούς εφαρμογής της παραγράφου (3) του άρθρου 32 και της παραγράφου (7) του άρθρου 34 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 810/2009, οι αιτούντες των οποίων η θεώρηση απορρίφθηκε, ανακλήθηκε ή καταργήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία, δύναται να προσφύγουν κατά της απόφασης του Γενικού Διευθυντή στο Διοικητικό Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.