ΜΕΡΟΣ III ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΕΣ
Αδικήματα και ποινές

13.-(1) Πρόσωπο, το οποίο διατηρεί ή λειτουργεί ξενώνα για τον οποίο δεν έχει εκδοθεί άδεια λειτουργίας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές και, σε περίπτωση κατά την οποία η παράβαση συνεχίζεται μετά την καταδίκη του, υπόκειται σε χρηματική ποινή, η οποία δεν υπερβαίνει τα διακόσια ευρώ (€200) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης.

(2) Επιπροσθέτως οποιασδήποτε άλλης ποινής, το δικαστήριο, με την καταδίκη οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται να διατάξει-

(α) τη διακοπή της λειτουργίας του ξενώνα, σε σχέση με το διαπραχθέν αδίκημα, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο διάταγμα του δικαστηρίου, που σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες∙

(β) τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙

(γ) την καταβολή των εξόδων της δίκης από το καταδικασθέν πρόσωπο:

Νοείται ότι, το πιο πάνω διάταγμα εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

(3) Σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης προσώπου με δικαστικό διάταγμα το οποίο έχει εκδοθεί, σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2), η Αστυνομία προχωρεί στην εκτέλεση του διατάγματος και αξιώνει την πληρωμή των εξόδων που αποδεδειγμένα προέκυψαν κατά την εκτέλεσή του:

Νοείται ότι, τα ως άνω έξοδα λογίζονται ως ποινή, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και η καταβολή τους επιβάλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:

Νοείται περαιτέρω ότι, η εκτέλεση του διατάγματος συνίσταται στη σφράγιση του ξενώνα εκ μέρους των οικείων αστυνομικών οργάνων, η οποία πραγματοποιείται κατά τη διαδικασία και με τα μέσα που καθορίζονται με Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, τυχόν παραβίαση της σφράγισης εκ μέρους του ιδιοκτήτη ή/και διαχειριστή του ξενώνα ή οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο ενεργεί κατ’ εντολήν του ιδιοκτήτη ή/και διαχειριστή του ξενώνα τιμωρείται, σύμφωνα με το εδάφιο (4).

(4) Κάθε πρόσωπο, το οποίο δεν συμμορφώνεται με δικαστικό διάταγμα που εκδόθηκε σύμφωνα με το εδάφιο (3) ή παραβιάζει σφράγιση που έχει τοποθετηθεί, σύμφωνα με το εδάφιο (3), διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(5) Επιπροσθέτως οποιασδήποτε άλλης ποινής προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, το δικαστήριο έχει εξουσία να διατάξει κάθε πρόσωπο το οποίο κρίθηκε ένοχο αδικήματος να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σε σχέση με τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα.

(6)(α) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται υπόθεση για αδίκημα που διαπράχθηκε από πρόσωπο, κατά παράβαση του εδαφίου (1), δύναται κατόπιν μονομερούς (ex parte) αιτήσεως να διατάξει την αναστολή κάθε εργασίας αναφορικά με τη διατήρηση ή λειτουργία ξενώνα μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης:

Νοείται ότι, το πιο πάνω διάταγμα εκδίδεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

(β) Σε περίπτωση κατά την οποία, πρόσωπο εις βάρος του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α), αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί εντός του καθορισμένου χρόνου, η αρμόδια αρχή εκτελεί το διάταγμα και τα έξοδα για την εκτέλεσή του καταβάλλονται στην αρμόδια αρχή από το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα:

Νοείται ότι, τα έξοδα αυτά λογίζονται ως ποινή, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και η πληρωμή αυτών επιβάλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου:

Νοείται περαιτέρω ότι, η εκτέλεση του διατάγματος συνίσταται σε σφράγιση του ξενώνα εκ μέρους των οικείων αστυνομικών οργάνων, η οποία πραγματοποιείται με τη διαδικασία και τα μέσα, που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Διοικητικό πρόστιμο

14.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, η αρμόδια αρχή δύναται να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000) και, σε περίπτωση επανάληψης ή συνέχισης της παράβασης αυτής, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000), χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2)(α) Η αρμόδια αρχή επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή της, την οποία διαβιβάζει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο και η οποία καθίσταται άμεσα εκτελεστή.

(β) Στην ως άνω απόφαση καθορίζεται η παράβαση και ενημερώνεται το επηρεαζόμενο πρόσωπο-

(i) περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος· και

(ii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύναται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο παραλείπει να καταβάλει το επιβληθέν από την αρμόδια αρχή, διοικητικό πρόστιμο, λαμβάνονται δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5).

(4) Το διοικητικό πρόστιμο που επιβάλλεται από την αρμόδια αρχή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου κατατίθεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο παραλείπει να καταβάλει διοικητικό πρόστιμο ή χρηματική οφειλή που καθορίζεται στο πλαίσιο συμβιβασμού, η αρμόδια αρχή δύναται να λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον του προς είσπραξή του και σε τέτοια περίπτωση το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος προς τη Δημοκρατία.

(6) Η αρμόδια αρχή προτού προβεί στην έκδοση απόφασης για την επιβολή διοικητικού προστίμου, δίδει δικαίωμα ακρόασης σε κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο, επισημαίνοντας τα δικαιώματα που παρέχονται σε αυτό δυνάμει του εδαφίου (7).

(7) Πρόσωπο, το οποίο ειδοποιείται δυνάμει του εδαφίου (6) έχει δικαίωμα, εντός προθεσμίας την οποία θέτει η αρμόδια αρχή και η οποία δύναται να είναι μεταξύ τριών (3) και είκοσι μίας (21) ημερών από την εν λόγω ειδοποίηση, να προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς την αρμόδια αρχή.

(8) Η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη τις παραστάσεις αυτές πριν να προβεί στην έκδοση απόφασης για την ύπαρξη ή μη παράβασης, στην επιβολή διοικητικού προστίμου και στον καθορισμό του ύψους αυτού.

Ιεραρχική προσφυγή

15.-(1) Πρόσωπο, το οποίο δεν ικανοποιείται από απόφαση της αρμόδιας αρχής η οποία εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εντός είκοσι (20) ημερολογιακών ημερών από την κοινοποίηση σε αυτό της σχετικής απόφασης, δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, στην οποία εκθέτει τους λόγους προς υποστήριξη αυτής.

(2) Ο Υπουργός εξετάζει, αμέσως, κάθε υποβληθείσα ιεραρχική προσφυγή, αποφασίζει επ’ αυτής και κοινοποιεί την απόφασή του στον προσφεύγοντα το αργότερο εντός είκοσι (20) ημερολογιακών ημερών από την άσκηση της προσφυγής:

Νοείται ότι, ο Υπουργός, προτού εκδώσει την απόφασή του, δύναται κατά την κρίση του να ακούσει ή με άλλο τρόπο να δώσει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τους λόγους επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή:

Νοείται περαιτέρω ότι, ο Υπουργός δύναται να αναθέσει σε λειτουργό ή επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου Οικονομικών να εξετάσει ορισμένα θέματα που προβάλλονται στην προσφυγή και να υποβάλει στον Υπουργό το αποτέλεσμα της εξέτασης, προτού εκδώσει την απόφασή του ως προς την εν λόγω προσφυγή.

(3) Πρόσωπο, το οποίο δεν ικανοποιείται από την απόφαση του Υπουργού δύναται να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά μέχρι την έκδοση της απόφασης του Υπουργού επί της ιεραρχικής προσφυγής ή σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) προθεσμία για άσκηση ιεραρχικής προσφυγής, η απόφαση της αρμόδιας αρχής δεν καθίσταται εκτελεστή.