ΜΕΡΟΣ V ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Αρμοδιότητες της Επιτροπής

26.-(1) Η Επιτροπή συνιστά την ανεξάρτητη Αρχή Ανταγωνισμού της Δημοκρατίας για την εφαρμογή των διατάξεων του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η Επιτροπή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

(α) Να αποφασίζει, κατόπιν δέουσας έρευνας, αναφορικά με παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν καταγγελίας·

(β) να αποφασίζει αν οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 παράνομες συμπράξεις, πληρούν τις προϋποθέσεις των διατάξεων του εδάφιου (1) του άρθρου 4·

(γ) να αποφασίζει αν σύμπραξη, αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση Διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 5, εμπίπτει σε κατηγορία συμπράξεων για την οποία το εν λόγω Διάταγμα κηρύσσει ανεφάρμοστες τις διατάξεις του άρθρου 3·

(δ) να αποφασίζει αν σύμπραξη, αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση του Ευρωπαϊκού Κανονισμού δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 5, εμπίπτει στην κατηγορία συμπράξεων την οποία ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός ρυθμίζει στα πλαίσια του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού·

(ε) να αποφασίζει αν συμφωνία ή επιχείρηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7·

(στ) να αποφασίζει, κατόπιν δέουσας έρευνας, αναφορικά με παραβάσεις των διατάξεων του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, είτε κατόπιν καταγγελίας είτε αυτεπάγγελτα ή όπως άλλως ορίζει ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003·

(ζ) να αποφασίζει αν οι συμπράξεις που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 1 του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ δύναται να επιτραπούν και να κριθούν έγκυρες, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή δυνάμει ενωσιακής δευτερογενούς νομοθεσίας για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ σε κατηγορία συμπράξεων·

(η) να επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα και διοικητικές κυρώσεις, όπως ορίζεται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή στους δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμούς·

(θ) να αποφασίζει για τη λήψη προσωρινών μέτρων στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 34·

(ι) να ανακαλεί το ευεργέτημα της εφαρμογής Κανονισμού απαλλαγής το οποίο εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με συγκεκριμένη σύμπραξη, όταν η γεωγραφική αγορά είναι η κυπριακή αγορά, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 29 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003·

(ια) να εκδίδει ανακοινώσεις, συστάσεις και κατευθυντήριες γραμμές για ενημέρωση οποιουδήποτε ενδιαφερομένου σχετικά με θέματα της αρμοδιότητάς της και των ενώπιόν της διαδικασιών·

(ιβ) να εκδίδει ανακοινώσεις αναφορικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με τις οποίες να ενημερώνει όλα τα υποκείμενα των εν λόγω δεδομένων σχετικά με τις αρμοδιότητές της που περιλαμβάνουν τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τουςꞏ

(ιγ) να παρέχει γνώμη σε θέματα της αρμοδιότητάς της προς φορέα του Δημοσίου:

Νοείται ότι, η παρεχόμενη γνώμη δεν δεσμεύει την Επιτροπή ως προς το περιεχόμενο μεταγενέστερης απόφασής της ούτε επηρεάζει την εγκυρότητα τέτοιας απόφασης·

(ιδ) να λαμβάνει απόφαση για ανάληψη δεσμεύσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30·

(ιε) να διεξάγει έρευνα σε συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας ή σε συγκεκριμένους τύπους συμφωνιών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31·

(ιστ) να καθορίζει, με απόφασή της, τα κριτήρια προτεραιότητας για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της αναφορικά με την εφαρμογή των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 και να εξετάζει υποθέσεις κατά προτεραιότητα στη βάση των εν λόγω κριτηρίων·

(ιζ) οποιαδήποτε άλλη αρμοδιότητα της παρέχεται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού ή η εθνική και/ή ενωσιακή νομοθεσία.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου, η Επιτροπή δύναται-

(α) να εξασφαλίζει απευθείας υπηρεσίες σε θέματα σχετιζόμενα με την άσκηση των δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων και εξουσιών της και εκτέλεση των καθηκόντων της ή με την προς τούτο εκπαίδευση του προσωπικού της Υπηρεσίας, και

(β) να συνάπτει για τους πιο πάνω σκοπούς συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, βάσει διαδικασίας που καθορίζει η ίδια.

(4) Η Επιτροπή κατά την άσκηση των καθηκόντων, εξουσιών και αρμοδιοτήτων της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή/και του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ ή/και την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 ή κατά τον έλεγχο συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, συλλέγει, επεξεργάζεται και τηρεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποκτώνται ή λαμβάνονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τις Αρχές Ανταγωνισμού, δημόσιες και ανώνυμες πηγές:

Νοείται ότι, η Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις των στοιχείων ε) και η) της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, δύναται, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, κατά την άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) έως (ιστ) του εδαφίου (2) και των διατάξεων των άρθρων 18 και 19, να περιορίζει την εφαρμογή των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 12 έως 14, 15, 17 και 18 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, καθώς και την αρχή της διαφάνειας, η οποία προβλέπεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του εν λόγω Κανονισμού, για σκοπούς ιδίως, διασφάλισης των ερευνητικών μέσων και χρησιμοποιούμενων μεθόδων, της συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και/ή τις Αρχές Ανταγωνισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των άρθρων 11 έως 16 και 22 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 ή των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων υποκειμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Καθορισμός κριτηρίων εξέτασης κατά προτεραιότητα εκτέλεσης των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της Επιτροπής

27.-(1) Η Επιτροπή, με απόφασή της η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, γνωστοποιεί τα κριτήρια, τα οποία λαμβάνει υπόψη για την κατά προτεραιότητα εκτέλεση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, καθώς και των στρατηγικών της στόχων.

(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) απόφαση της Επιτροπής εκδίδεται κατόπιν διεξαγωγής δημόσιας διαβούλευσης, λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, το δημόσιο συμφέρον, τις πιθανές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και/ή στους καταναλωτές και τις προθεσμίες παραγραφής, όπως αυτές καθορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 49.

(3) Η Επιτροπή δύναται να τροποποιεί την απόφασή της που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), οποτεδήποτε κρίνει τούτο αναγκαίο.

(4) Η Επιτροπή δύναται να απορρίπτει καταγγελίες που υποβάλλονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 44, σε περίπτωση που κρίνει ότι αυτές δεν αποτελούν προτεραιότητα για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

Συνεργασία με άλλες αρχές

28.-(1) Η Επιτροπή δύναται να συνεργάζεται με τις ρυθμιστικές ή άλλες αρχές, στις οποίες έχουν χορηγηθεί αρμοδιότητες σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας της Δημοκρατίας και να παρέχει τη συνδρομή της σε αυτές, εφόσον της ζητηθεί.

(2) Η Επιτροπή δύναται να ζητεί τη συνδρομή των ως άνω ρυθμιστικών ή άλλων αρχών, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 26 και να ανταλλάσσει πληροφορίες με αυτές.

(3) Η Επιτροπή δύναται να συνάπτει πρωτόκολλα συνεργασίας με ρυθμιστικές ή άλλες αρχές της Δημοκρατίας ή άλλες εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού, σε σχέση με τις αρμοδιότητές της δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 26.

Εξουσίες της Επιτροπής σε περίπτωση διαπίστωσης παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ

29.Η Επιτροπή δύναται, με απόφασή της, να λαμβάνει τα ακόλουθα μέτρα σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, που διαπράττουν επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων:

(α) Να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ανάλογα με τη σοβαρότητα και διάρκεια της παράβασης, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 47·

(β) να υποχρεώνει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων όπως, εντός ταχθείσας προθεσμίας, τερματίσουν τη διαπιστωθείσα παράβαση και αποφύγουν επανάληψή της στο μέλλον:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η παράβαση τερματισθεί πριν από την έκδοση της απόφασής της, η Επιτροπή δύναται να καταδικάσει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων με αναγνωριστική απόφασή της∙

(γ) να επιβάλλει όρους και διορθωτικά μέτρα συμπεριφοράς ή μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα, αναλογικά προς τη διαπραχθείσα παράβαση, τα οποία είναι αναγκαία για τον αποτελεσματικό τερματισμό της εν λόγω παράβασης:

Νοείται ότι, κατά την επιλογή μεταξύ δύο (2) εξίσου αποτελεσματικών μέτρων, η Επιτροπή επιλέγει το ολιγότερο επαχθές για την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων μέτρο, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας.

Ανάληψη δεσμεύσεων

30.-(1)(α) Σε περίπτωση που η Επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει απόφαση, με την οποία να απαιτεί τον τερματισμό παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ και οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων προσφέρονται να αναλάβουν δεσμεύσεις για να ανταποκριθούν στις αντιρρήσεις της Επιτροπής κατά την προκαταρκτική εκτίμηση, η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να καθιστά τις δεσμεύσεις αυτές υποχρεωτικές για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων νοουμένου ότι αυτές θα κριθούν ικανοποιητικές.

(β) Η απόφαση της Επιτροπής-

(i) δύναται να αφορά σε καθορισμένο χρονικό διάστημα και

(ii) προβλέπει ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι να αναλάβει περαιτέρω δράση.

(2) Η Επιτροπή, προτού εκδώσει απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ζητεί τις απόψεις συμμετεχόντων στην αγορά.

(3) Η Επιτροπή δύναται να επιβάλει στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων μέτρα παρακολούθησης της υλοποίησης των δεσμεύσεων που έχουν καταστεί υποχρεωτικές δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1).

(4) Κατά την εξέταση έκδοσης απόφασης ανάληψης δεσμεύσεων ισχύουν οι διαδικασίες που προβλέπονται στις διατάξεις των εδαφίων (4) έως (8) του άρθρου 18.

Εξουσία προς διεξαγωγή ερευνών σε κλάδους της οικονομίας ή τύπους συμφωνιών

31.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 36 έως 39, η Επιτροπή δύναται, όταν η πορεία των εμπορικών συναλλαγών, η δυσκαμψία των τιμών ή άλλες περιστάσεις δημιουργούν υπόνοιες για πιθανό περιορισμό ή στρέβλωση του ανταγωνισμού στη Δημοκρατία, να διεξάγει έρευνα σε συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας ή σε συγκεκριμένους τύπους συμφωνιών σε διάφορους κλάδους.

(2)(α) Κατά την έρευνα που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή δύναται να ζητεί οποιεσδήποτε πληροφορίες που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, καθώς και να διενεργεί κάθε αναγκαίο προς τούτο έλεγχο.

(β) Η Επιτροπή δύναται ιδίως να ζητήσει από τις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων να της γνωστοποιήσουν οποιαδήποτε συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική.

(3) Η Επιτροπή δύναται να δημοσιεύει έκθεση για τα αποτελέσματα της έρευνάς της σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας ή συγκεκριμένους τύπους συμφωνιών σε διάφορους κλάδους και να γνωστοποιεί τις παρατηρήσεις και/ή εισηγήσεις της στα αρμόδια Υπουργεία, ή Τμήματα, ή Οργανισμούς.

(4) Η Επιτροπή δύναται να χρησιμοποιεί τα στοιχεία τα οποία προκύπτουν από την αναφερόμενη στο εδάφιο (1) έρευνα για διερεύνηση πιθανών παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

Χαρακτήρας της διαδικασίας και παραδεκτό αποδεικτικών στοιχείων

32.-(1) Η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της, όπως καθορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 18, 19, 26, 29, 30, 31 και 34, έχει ανακριτικό και/ή διερευνητικό χαρακτήρα και η Επιτροπή δύναται να υποβάλλει ερωτήματα, να ζητεί διευκρινίσεις και επεξηγήσεις από τα εμπλεκόμενα μέρη, να διατάσσει την προσαγωγή αποδεικτικών στοιχείων, να καλεί μάρτυρες και να ορίζει επίδικα θέματα, με σκοπό την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Τα αποδεικτικά στοιχεία που γίνονται δεκτά κατά την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία περιλαμβάνουν έγγραφα, προφορικές δηλώσεις, ηλεκτρονικά μηνύματα, ανεξαρτήτως εάν αυτά φαίνεται ότι δεν έχουν αναγνωσθεί ή έχουν διαγραφεί, καταγραφές, καθώς και κάθε άλλο αντικείμενο το οποίο περιέχει πληροφορίες, ανεξαρτήτως της μορφής τους, του τρόπου καταγραφής τους και του μέσου επί του οποίου είναι αποθηκευμένες οι πληροφορίες.

Ανάκληση ή τροποποίηση απόφασης της Επιτροπής

33.Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, η Επιτροπή δύναται, κατόπιν αιτήματος ή αυτεπαγγέλτως, να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει οποιαδήποτε απόφασή της και ιδίως τις εκδοθείσες δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 29 ή 30 ή 34 αποφάσεις της, σε περίπτωση που-

(α) μεταβλήθηκε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό στο οποίο στηρίχθηκε η απόφασή της.

(β) δεν τηρήθηκαν οι όροι, τα μέτρα ή οι δεσμεύσεις που επιβλήθηκαν από αυτή ή αναλήφθηκαν από τα μέρη στην εκδοθείσα απόφαση.

(γ) η απόφασή της στηρίχθηκε στην παροχή ανακριβών, ψευδών, ελλιπών ή παραπλανητικών πληροφοριών ή στην απόκρυψη των αληθών.

(δ) οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων παραλείψουν και/ή αρνηθούν να συμμορφωθούν με τα μέτρα που επιβλήθηκαν από αυτή στην εκδοθείσα απόφασή της.

Προσωρινά μέτρα

34.-(1)(α) Η Επιτροπή δύναται να διατάσσει τη λήψη προσωρινών μέτρων και να θέτει τους κατά την κρίση της αναγκαίους κατά περίπτωση όρους.

(β) Τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) μέτρα, επιτακτικά ή απαγορευτικά, οφείλουν να μην υπερβαίνουν σε έκταση τα υπό τις περιστάσεις απολύτως αναγκαία και να εφαρμόζονται, είτε για ορισμένο χρονικό διάστημα το οποίο δύναται να παραταθεί εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο, είτε έως ότου ληφθεί οριστική απόφαση.

(2) Η Επιτροπή ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατ’ αίτηση των ενδιαφερομένων και η εν λόγω αίτηση δύναται να υποβληθεί μονομερώς ή διά κλήσεως όλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Στοιχειοθετείται ευλόγως ισχυρή εκ πρώτης όψεως υπόθεση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ,

(β) συντρέχει επείγουσα περίπτωση, λόγω σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό.

(3)(α) Αίτηση για λήψη προσωρινών μέτρων δύναται να υποβληθεί μονομερώς από ενδιαφερόμενο μέρος.

(β) Η αίτηση γίνεται δεκτή μόνο εφόσον συνοδεύεται από καταγγελία που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 ή έπεται της καταγγελίας ή εφόσον υποβάλλεται κατά τη διάρκεια της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ και εφόσον καθορίζονται σε αυτή επακριβώς και με σαφήνεια τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα.

(4) Η Επιτροπή δύναται με την απόφασή της για λήψη προσωρινών μέτρων να ζητήσει από τον αιτητή την καταβολή εγγύησης για ζημιές οι οποίες τυχόν να προκληθούν στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων κατά της οποίας διατάσσονται τα προσωρινά μέτρα, σε περίπτωση που δεν διαπιστωθεί οποιαδήποτε παράβαση.

(5) Κατά την εξέταση έκδοσης προσωρινών μέτρων ισχύουν οι διαδικασίες που προβλέπονται στις διατάξεις των εδαφίων (4) έως (8) του άρθρου 18.

Συμβουλευτική Επιτροπή Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων

35. Η Επιτροπή συμμετέχει στις συνεδριάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003, εκπροσωπούμενη από μέλος της Επιτροπής ή του προσωπικού της Υπηρεσίας, το οποίο ορίζεται από την Επιτροπή.