Τεχνικά κριτήρια για την οργάνωση και την αντιμετώπιση των κινδύνων
Αντιμετώπιση κινδύνων

37.-(1) Το διοικητικό συμβούλιο της ΚΕΠΕΥ εγκρίνει και επανεξετάζει περιοδικά τις στρατηγικές και τις πολιτικές για την ανάληψη, τη διαχείριση, την παρακολούθηση και τη μείωση των κινδύνων στους οποίους είναι ή θα μπορούσε να είναι εκτεθειμένη, περιλαμβανομένων εκείνων που προκαλούνται από το μακροοικονομικό περιβάλλον στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές της, λαμβανομένης υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου.

(2)(α) Το διοικητικό συμβούλιο της ΚΕΠΕΥ αφιερώνει επαρκή χρόνο στην εκτίμηση των θεμάτων κινδύνου.

(β) Το διοικητικό συμβούλιο συμμετέχει ενεργά και διαθέτει επαρκείς πόρους για τη διαχείριση όλων των σημαντικών κινδύνων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού, τη χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και εσωτερικών υποδειγμάτων σε σχέση με τους εν λόγω κινδύνους.

(γ) Η ΚΕΠΕΥ εισάγει διαύλους αναφοράς στο διοικητικό συμβούλιο, καλύπτοντας όλους τους σημαντικούς κινδύνους και τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνων καθώς και τις αλλαγές τους.

(3)(α) Η ΚΕΠΕΥ, η οποία είναι σημαντική από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσεως, πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας δραστηριοτήτων συστήνει επιτροπή κινδύνου, αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού συμβουλίου που δεν έχουν οποιαδήποτε εκτελεστική λειτουργία σε αντίστοιχη ΚΕΠΕΥ.

(β) Τα μέλη της επιτροπής κινδύνου έχουν κατάλληλες γνώσεις, δεξιότητες και εξειδίκευση, ώστε να αντιλαμβάνονται πλήρως και να παρακολουθούν τη στρατηγική κινδύνου και τη διάθεση ανάληψης κινδύνων της ΚΕΠΕΥ.

(γ) Η επιτροπή κινδύνου συμβουλεύει το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τη συνολική παρούσα και μελλοντική διάθεση ανάληψης κινδύνων και στρατηγική κινδύνου της ΚΕΠΕΥ και βοηθά το διοικητικό συμβούλιο στην επίβλεψη της υλοποίησης της εν λόγω στρατηγικής από τα ανώτατα διοικητικά στελέχη.

(δ) Το διοικητικό συμβούλιο φέρει πλήρη ευθύνη για τους κινδύνους.

(ε) Η επιτροπή κινδύνου ελέγχει κατά πόσο οι τιμές των στοιχείων παθητικού και ενεργητικού που προσφέρονται στους πελάτες λαμβάνουν πλήρως υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική κινδύνου της ΚΕΠΕΥ.

(στ) Σε περίπτωση που οι τιμές που αναφέρονται στην παράγραφο (ε) δεν απηχούν με ακρίβεια τους κινδύνους σύμφωνα με το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική κινδύνου, η επιτροπή κινδύνου υποβάλλει διορθωτικό σχέδιο στο διοικητικό συμβούλιο.

(ζ) Η Επιτροπή δύναται να επιτρέπει σε ΚΕΠΕΥ που δεν θεωρείται σημαντική, σύμφωνα με την παράγραφο (α), να συστήσει κοινή επιτροπή αποτελούμενη από την επιτροπή κινδύνου και την επιτροπή ελέγχου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 78 του περί Ελεγκτών Νόμου.

(η) Τα μέλη της κοινής επιτροπής κατέχουν τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται για την επιτροπή κινδύνου και για την επιτροπή ελέγχου.

(4)(α) Το διοικητικό συμβούλιο με την εποπτική του αρμοδιότητα και η επιτροπή κινδύνου της ΚΕΠΕΥ, σε περίπτωση που έχει συσταθεί τέτοια, έχουν επαρκή πρόσβαση σε πληροφορίες ως προς την κατάσταση κινδύνου της ΚΕΠΕΥ και, εάν απαιτείται και κρίνεται σκόπιμο, στο τμήμα διαχείρισης κινδύνου και σε ειδικούς εξωτερικούς συμβούλους.

(β) Το διοικητικό συμβούλιο με την εποπτική του αρμοδιότητα και η επιτροπή κινδύνου, σε περίπτωση που έχει συσταθεί τέτοια, καθορίζουν το είδος, την ποσότητα, τη μορφή και τη συχνότητα των πληροφοριών που πρέπει να λαμβάνουν σχετικά με θέματα κινδύνου.

(γ) Η επιτροπή κινδύνου, προκειμένου να συμβάλλει στη διαμόρφωση ορθών πολιτικών και πρακτικών αποδοχών και με την επιφύλαξη των καθηκόντων της επιτροπής αποδοχών, εξετάζει κατά πόσον τα κίνητρα που προβλέπει το σύστημα αποδοχών λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο, το κεφάλαιο, τη ρευστότητα, καθώς και την πιθανότητα και το χρονοδιάγραμμα κερδών.

(5)(α) Η ΚΕΠΕΥ, εφόσον είναι σκόπιμο και αναλογικό, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της ΚΕΠΕΥ, διαθέτει μονάδα διαχείρισης κινδύνου η οποία είναι ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες και έχει επαρκείς εξουσίες, κύρος, πόρους και πρόσβαση στο διοικητικό συμβούλιο.

(β) Το τμήμα διαχείρισης κινδύνου της ΚΕΠΕΥ-

(i) εφαρμόζει διαδικασίες για τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη δέουσα αναφορά όλων των σημαντικών κινδύνωνˑ και

(ii) εμπλέκεται ενεργά στην ανάπτυξη της στρατηγικής κινδύνου της ΚΕΠΕΥ και σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις διαχείρισης κινδύνου και δύναται να παρουσιάσει την πλήρη εικόνα ολόκληρου του φάσματος των κινδύνων που αντιμετωπίζει η ΚΕΠΕΥ.

(γ) Οποτεδήποτε αυτό απαιτείται, το τμήμα διαχείρισης κινδύνου της ΚΕΠΕΥ δύναται να αναφέρεται απευθείας στο διοικητικό συμβούλιο, κατά την άσκηση της εποπτικής του δραστηριότητας, ανεξάρτητα από τα ανώτατα διοικητικά στελέχη, και να εγείρει ανησυχίες και να προειδοποιεί το εν λόγω συμβούλιο, όταν κρίνεται σκόπιμο, σε περίπτωση εξελίξεων ειδικού κινδύνου που πλήττουν ή ενδέχεται να πλήξουν την ΚΕΠΕΥ, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του διοικητικού συμβουλίου, κατά την άσκηση της εποπτικής του δραστηριότητας, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(δ) Ο επικεφαλής του τμήματος διαχείρισης κινδύνου είναι ανεξάρτητο ανώτατο διοικητικό στέλεχος με διακριτή αρμοδιότητα στο τμήμα διαχείρισης κινδύνου.

(ε) Σε περίπτωση που η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων μιας ΚΕΠΕΥ δεν δικαιολογούν τον διορισμό ειδικού ατόμου, οι εν λόγω αρμοδιότητες δύναται να αναλαμβάνονται από άλλο ανώτατο διοικητικό στέλεχος της ΚΕΠΕΥ, με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων.

(στ) Ο επικεφαλής του τμήματος διαχείρισης κινδύνου δεν απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του χωρίς την προηγούμενη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου, υπό την εποπτική του αρμοδιότητα, και έχει απευθείας πρόσβαση στο διοικητικό συμβούλιο, υπό την εποπτική του αρμοδιότητα, όποτε αυτό απαιτείται.

Εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων

38.-(1) Η ΚΕΠΕΥ που είναι σημαντική από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης φύσεως, μεγέθους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, αναπτύσσει εσωτερικές προσεγγίσεις για την εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου και αυξάνει τη χρήση της προσέγγισης που βασίζεται στις εσωτερικές αξιολογήσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον πιστοληπτικό κίνδυνο, όταν τα ανοίγματά της είναι σημαντικά σε απόλυτες τιμές και όταν έχει ταυτόχρονα ένα μεγάλο αριθμό σημαντικών αντισταθμισμάτων.

(2) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στο Τρίτο Μέρος, Τίτλο Ι, Κεφάλαιο 3, Τμήμα 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(3) Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της ΚΕΠΕΥ, ελέγχει ότι η ΚΕΠΕΥ που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δεν βασίζεται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για την εκτίμηση της φερεγγυότητας μιας οντότητας ή ενός χρηματοοικονομικού μέσου.

(4) Η ΚΕΠΕΥ, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθός της, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση της, καθώς και το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της, αναπτύσσει εσωτερικές ικανότητες για την εκτίμηση του εσωτερικού πιστοληπτικού κινδύνου και αυξάνει τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον ειδικό κίνδυνο των χρεωστικών τίτλων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών καθώς και εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους αθέτησης και μετατόπισης όταν η έκθεσή της σε συγκεκριμένο κίνδυνο είναι σημαντική σε απόλυτες τιμές και όταν έχει πολλές καθαρές θέσεις σε χρεόγραφα διαφορετικών εκδοτών.

(5) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στο Τρίτο Μέρος, Τίτλος IV, Κεφάλαιο 5, Τμήματα 1 έως 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Εποπτική συγκριτική αξιολόγηση των εσωτερικών προσεγγίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων

39.-(1) Η ΚΕΠΕΥ που δύναται να χρησιμοποιεί εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, εκτός του λειτουργικού κινδύνου, γνωστοποιεί τα αποτελέσματα των υπολογισμών των εσωτερικών προσεγγίσεών της για τα ανοίγματα ή τις θέσεις της που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια αναφοράς.

(2) Η ΚΕΠΕΥ που αναφέρεται στο εδάφιο (1) υποβάλλει τα αποτελέσματα των υπολογισμών της μαζί με επεξήγηση των μεθοδολογιών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή τους στην Επιτροπή, με την κατάλληλη συχνότητα και τουλάχιστον ετησίως.

(3) Η ΚΕΠΕΥ υποβάλλει τα αποτελέσματα των υπολογισμών που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), σύμφωνα με το υπόδειγμα που έχει καταρτίσει η ΕΑΤ κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 78, παράγραφος 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, στην ΕΑΤ και στην Επιτροπή η οποία όταν επιλέγει να αναπτύξει ειδικά χαρτοφυλάκια, τα αναπτύσσει σε διαβούλευση με την ΕΑΤ και διασφαλίζει ότι η ΚΕΠΕΥ γνωστοποιεί τα αποτελέσματα των υπολογισμών χωριστά από τα αποτελέσματα των υπολογισμών για τα χαρτοφυλάκια της ΕΑΤ.

(4) Η Επιτροπή ελέγχει, βάσει των πληροφοριών που της υποβάλλει η ΚΕΠΕΥ σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3), το εύρος των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, ανάλογα με την περίπτωση, εκτός του λειτουργικού κινδύνου, για τα ανοίγματα ή τις συναλλαγές του χαρτοφυλακίου αναφοράς που απορρέουν από τις εσωτερικές προσεγγίσεις της εν λόγω ΚΕΠΕΥ.

(5) Η Επιτροπή, τουλάχιστον κάθε χρόνο, εκτιμά την ποιότητα των προσεγγίσεων αυτών, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα εξής:

(α) Προσεγγίσεις που παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για το ίδιο άνοιγμαˑ

(β) προσεγγίσεις με ιδιαίτερα υψηλή ή χαμηλή ποικιλία και επίσης προσεγγίσεις με σημαντική και συστηματική υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

(6) Σε περίπτωση που η ΚΕΠΕΥ παρουσιάζει σημαντική απόκλιση από την πλειοψηφία των ομολόγων της ή υπάρχει μικρή ομοιότητα στην προσέγγιση που οδηγεί σε μεγάλη διακύμανση των αποτελεσμάτων, η Επιτροπή ερευνά τα σχετικά αίτια και, εφόσον δύναται να διαπιστωθεί σαφώς ότι η προσέγγιση της ΚΕΠΕΥ έχει ως αποτέλεσμα υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί σε διαφορές των υποκείμενων κινδύνων των ανοιγμάτων ή θέσεων, λαμβάνει διορθωτικά μέτρα.

(7) Οι αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με την καταλληλότητα των διορθωτικών μέτρων που αναφέρονται στο εδάφιο (6) τηρούν την αρχή ότι οι δράσεις αυτές πρέπει να είναι σύμφωνα με τους στόχους μιας εσωτερικής μεθόδου και συνεπώς-

(α) δεν συνεπάγονται τυποποίηση ή προτιμώμενες μεθόδουςˑ

(β) δεν δημιουργούν εσφαλμένα κίνητραˑ ή

(γ) δεν προκαλούν αγελαία συμπεριφορά.

Πιστωτικός κίνδυνος και κίνδυνος αντισυμβαλλομένου

40.-(1) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι-

(α) η χορήγηση πίστωσης βασίζεται σε ορθά και σαφώς καθορισμένα κριτήρια και ότι η διαδικασία έγκρισης, τροποποίησης, ανανέωσης και αναχρηματοδότησης των πιστώσεων ορίζεται με σαφήνειαˑ

(β) η ΚΕΠΕΥ έχει εσωτερικές μεθόδους που της επιτρέπουν να εκτιμά τον πιστωτικό κίνδυνο των ανοιγμάτων σε μεμονωμένους οφειλέτες, σε χρεόγραφα ή σε θέσεις τιτλοποίησης και τον πιστωτικό κίνδυνο σε επίπεδο χαρτοφυλακίου οι οποίες δεν στηρίζονται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότηταςˑ

(γ) όπου οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων βασίζονται σε αξιολόγηση από Εξωτερικό Οργανισμό Πιστοληπτικών Αξιολογήσεων (ΕΟΠΑ) ή στο γεγονός ότι ένα άνοιγμα είναι χωρίς αξιολόγηση, αυτό δεν απαλλάσσει την ΚΕΠΕΥ από την πρόσθετη εξέταση άλλων σχετικών πληροφοριών για την εκτίμηση της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίωνˑ

(δ) η διαρκής διαχείριση και παρακολούθηση των διαφόρων χαρτοφυλακίων και ανοιγμάτων που ενέχουν πιστωτικό κίνδυνο της ΚΕΠΕΥ, συμπεριλαμβανομένων του εντοπισμού και της διαχείρισης προβληματικών πιστώσεων της διενέργειας επαρκών προσαρμογών και προβλέψεων αξίας, γίνεται μέσω αποτελεσματικών συστημάτωνˑ

(ε) η διαφοροποίηση των πιστωτικών χαρτοφυλακίων είναι επαρκής σύμφωνα με τις αγορές-στόχους και τη συνολική στρατηγική πιστώσεων της ΚΕΠΕΥ.

Υπολειπόμενος κίνδυνος

41. Η ΚΕΠΕΥ αντιμετωπίζει και ελέγχει, μεταξύ άλλων, μέσω γραπτών τεκμηριωμένων πολιτικών και διαδικασιών τον κίνδυνο, τις αναγνωρισμένες τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου που χρησιμοποιούνται από αυτήν να αποδειχθούν λιγότερο αποτελεσματικές από ό,τι αναμενόταν.

Κίνδυνος συγκέντρωσης

42. Η ΚΕΠΕΥ αντιμετωπίζει και ελέγχει, μεταξύ άλλων, μέσω γραπτών πολιτικών και διαδικασιών, τον κίνδυνο συγκέντρωσης από ανοίγματα έναντι κάθε αντισυμβαλλομένου, περιλαμβανομένων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, ομάδων συνδεδεμένων αντισυμβαλλομένων και αντισυμβαλλομένων στον ίδιο οικονομικό τομέα ή γεωγραφική περιοχή, ή από την ίδια δραστηριότητα ή βασικό εμπόρευμα, ή από την εφαρμογή τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, και ιδίως συμπεριλαμβανομένων κινδύνων που συνδέονται με μεγάλα έμμεσα πιστωτικά ανοίγματα, όπως ενός μόνο εκδότη εξασφαλίσεων.

Κίνδυνος τιτλοποίησης

43.-(1) Η ΚΕΠΕΥ αξιολογεί και αντιμετωπίζει, μέσω κατάλληλων πολιτικών και διαδικασιών, τους κινδύνους που προκύπτουν από συναλλαγές τιτλοποίησης στις οποίες η ΚΕΠΕΥ είναι επενδυτής, μεταβιβάζων ή χρηματοδότης, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων φήμης, όπως προκύπτουν σε σχέση με πολύπλοκες δομές ή προϊόντα, ώστε η οικονομική σημασία της συναλλαγής να λαμβάνεται πλήρως υπόψη στις αποφάσεις εκτίμησης και διαχείρισης των κινδύνων.

(2) Σε περίπτωση που η ΚΕΠΕΥ είναι το μεταβιβάζον ίδρυμα ανακυκλούμενων συναλλαγών τιτλοποίησης με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης, διαθέτει σχεδιασμό σχετικά με τη ρευστότητα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων τόσο των προγραμματισμένων όσο και των πρόωρων εξοφλήσεων.

Κίνδυνος αγοράς

44.-(1) Η ΚΕΠΕΥ εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη διαχείριση όλων των σημαντικών πηγών και επιπτώσεων των κινδύνων της αγοράς.

(2) Σε περίπτωση που η θέση πώλησης (short position) καθίσταται ληξιπρόθεσμη πριν από τη θέση αγοράς (long position), η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει μέτρα έναντι του κινδύνου ανεπαρκούς ρευστότητας.

(3)(α) Το εσωτερικό κεφάλαιο είναι επαρκές για σημαντικούς κινδύνους της αγοράς που δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.

(β) Η ΚΕΠΕΥ που, κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο θέσης, σύμφωνα με το Τρίτο Μέρος, Τίτλος IV, Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχει συμψηφίσει τις θέσεις που έχει σε μία ή περισσότερες από τις μετοχές που συναποτελούν έναν δείκτη μετοχών με θέση ή θέσεις στο συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών ή σε άλλο προϊόν συνδεδεμένο με δείκτη μετοχών, διαθέτει επαρκή εσωτερικά κεφάλαια ώστε να καλύπτουν τον κίνδυνο βάσης για ζημία που γεννάται από το ενδεχόμενο να μην ακολουθεί πλήρως η τιμή του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης ή του άλλου προϊόντος τις τιμές των μετοχών που το συναποτελούν.

(γ) Η ΚΕΠΕΥ έχει επίσης τέτοια επαρκή εσωτερικά κεφάλαια όταν αυτή κατέχει αντίθετες θέσεις σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών των οποίων η λήξη προθεσμίας, η σύνθεση ή και τα δύο δεν είναι πανομοιότυπες.

(δ) Η ΚΕΠΕΥ, όταν χρησιμοποιεί τη μεταχείριση του Άρθρου 345 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχει επαρκή εσωτερικά κεφάλαια για την κάλυψη του κινδύνου ζημίας που υφίσταται μεταξύ του χρόνου της αρχικής δέσμευσης και της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Κίνδυνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών

45.-(1) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι οι ΚΕΠΕΥ εφαρμόζουν εσωτερικά συστήματα και χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μεθοδολογία ή την απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία για τον εντοπισμό, την εκτίμηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών των ΚΕΠΕΥ.

(2) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι οι ΚΕΠΕΥ εφαρμόζουν συστήματα για την εκτίμηση και την παρακολούθηση των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές πιστωτικών περιθωρίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών, όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών των ΚΕΠΕΥ.

(3) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από ΚΕΠΕΥ να χρησιμοποιεί την τυποποιημένη μεθοδολογία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), όταν τα εσωτερικά συστήματα που εφαρμόζει αυτή η ΚΕΠΕΥ για τον σκοπό αξιολόγησης των κινδύνων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο δεν είναι ικανοποιητικά.

(4) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από ΚΕΠΕΥ που συνιστά μικρό και πολύπλοκο ίδρυμα, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 145) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, να χρησιμοποιεί την τυποποιημένη μεθοδολογία, εφόσον κρίνει ότι η απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία δεν επαρκεί για την αποτύπωση του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του εν λόγω ιδρύματος.

Λειτουργικός κίνδυνος

46.-(1) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι κάθε ΚΕΠΕΥ εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και για τη διαχείριση των ανοιγμάτων σε λειτουργικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων του κινδύνου υποδείγματος και των κινδύνων που απορρέουν από την εξωτερική ανάθεση, και για την κάλυψη του κινδύνου που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις.

(2) Για τους σκοπούς των αναφερομένων στο εδάφιο (1) πολιτικών και διαδικασιών, η ΚΕΠΕΥ διατυπώνει με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο.

(3) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι κάθε ΚΕΠΕΥ καταρτίζει σχέδια αντιμετώπισης επειγουσών καταστάσεων και συνέχισης της λειτουργίας της που διασφαλίζουν την ικανότητα της ΚΕΠΕΥ να λειτουργεί σε συνεχή βάση και να περιορίζει τις ζημίες σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής των δραστηριοτήτων της.

Κίνδυνος ρευστότητας

47.-(1) Η ΚΕΠΕΥ διαθέτει άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και άρτια συστήματα για τον εντοπισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου ρευστότητας εντός κατάλληλου συνόλου χρονικών οριζόντων, μεταξύ άλλων, εντός της ίδιας ημέρας, προκειμένου να διατηρεί επαρκή επίπεδα αποθεμάτων ρευστότητας.

(2) Οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι σχεδιασμένα με βάση τους επιχειρηματικούς τομείς, τα νομίσματα, τους κλάδους και τις νομικές οντότητες και περιλαμβάνουν επαρκείς μηχανισμούς κατανομής κόστους ρευστότητας, ωφελειών και κινδύνων.

(3) Οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) είναι αναλογικά προς την πολυπλοκότητα, το προφίλ κινδύνου, το πεδίο λειτουργίας της ΚΕΠΕΥ και το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει οριστεί από το διοικητικό συμβούλιο και απηχούν τη σημασία της ΚΕΠΕΥ σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο δραστηριοποιείται επιχειρηματικά.

(4) Η ΚΕΠΕΥ κοινοποιεί την ανοχή κινδύνου σε όλους τους σχετικούς επιχειρηματικούς φορείς.

(5)(α) Η ΚΕΠΕΥ, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, έχει προφίλ κινδύνου ρευστότητας που συνάδει με και, χωρίς να υπερβαίνει, τα απαιτούμενα για ένα εύρυθμο και άρτιο σύστημα.

(β) Η Επιτροπή παρακολουθεί τις εξελίξεις όσον αφορά στα χαρακτηριστικά κινδύνου ρευστότητας, όπως για παράδειγμα το σχεδιασμό προϊόντων και τον όγκο, τη διαχείριση κινδύνου, τις χρηματοδοτικές πολιτικές και τις συγκεντρώσεις χρηματοδότησης.

(γ) Η Επιτροπή αναλαμβάνει αποτελεσματική δράση όταν οι εξελίξεις που αναφέρονται στην παράγραφο (β) δύναται να οδηγήσουν είτε σε αστάθεια μεμονωμένης ΚΕΠΕΥ είτε σε συστημική αστάθεια.

(δ) Η Επιτροπή ενημερώνει την ΕΑΤ για οποιεσδήποτε δράσεις αναλαμβάνει σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (γ).

(6) Η ΚΕΠΕΥ αναπτύσσει μεθόδους για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση χρηματοδοτικών θέσεων.

(7) Οι μέθοδοι που αναφέρονται στο εδάφιο (6) περιλαμβάνουν τωρινές και προβλεπόμενες χρηματορροές που προκύπτουν από στοιχεία ενεργητικού, παθητικού, στοιχεία εκτός ισολογισμού, περιλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων και πιθανών επιπτώσεων του κινδύνου φήμης.

(8) Η ΚΕΠΕΥ διακρίνει μεταξύ δεσμευμένων και μη βεβαρημένων στοιχείων ενεργητικού τα οποία είναι πάντοτε διαθέσιμα, ιδιαίτερα σε επείγουσες καταστάσεις.

(9) Η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει υπόψη τη νομική οντότητα στην οποία ανήκουν τα στοιχεία ενεργητικού, τη χώρα όπου τα στοιχεία είναι εγγεγραμμένα σε μητρώο ή σε λογαριασμό και την επιλεξιμότητα τους και παρακολουθεί πώς μπορούν τα στοιχεία ενεργητικού να κινητοποιούνται εγκαίρως.

(10) Η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει υπόψη υφιστάμενους νομικούς, κανονιστικούς και λειτουργικούς περιορισμούς σε ενδεχόμενες μεταφορές ρευστότητας και μη βεβαρημένων στοιχείων ενεργητικού μεταξύ νομικών οντοτήτων, τόσο εντός όσο και εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

(11) Η ΚΕΠΕΥ εξετάζει διάφορα μέσα μείωσης κινδύνου ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ενός συστήματος ορίων και αποθεμάτων ρευστότητας, προκειμένου να είναι σε θέση να αντέξει ποικίλες περιπτώσεις πίεσης, καθώς και μιας επαρκώς διαφοροποιημένης χρηματοδοτικής διάρθρωσης και πρόσβασης σε πηγές χρηματοδότησης.

(12) Οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (11) επανεξετάζονται τακτικά.

(13) Η ΚΕΠΕΥ εξετάζει εναλλακτικά σενάρια σχετικά με τις θέσεις ρευστότητας και τους παράγοντες μείωσης κινδύνου και επανεξετάζει τουλάχιστον ετησίως τις παραδοχές στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδοτική θέση.

(14) Για τους σκοπούς του εδαφίου (13), τα εναλλακτικά σενάρια αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα τα στοιχεία εκτός ισολογισμού και άλλες ενδεχόμενες υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων εκείνων των οντοτήτων ειδικού σκοπού τιτλοποίησης (SSPE) ή άλλων οντοτήτων ειδικού σκοπού, όπως ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε σχέση με τις οποίες η ΚΕΠΕΥ ενεργεί ως ανάδοχος ή παρέχει σημαντική υποστήριξη ρευστότητας.

(15) Η ΚΕΠΕΥ εξετάζει τις πιθανές επιπτώσεις συνδυασμένων εναλλακτικών σεναρίων στη συγκεκριμένη ΚΕΠΕΥ, σε σχέση με όλο το εύρος της αγοράς και με συνδυασμένα εναλλακτικά σενάρια.

(16) Για τους σκοπούς του εδαφίου (15), εξετάζονται διαφορετικές χρονικές περίοδοι και διάφοροι βαθμοί συνθηκών πίεσης.

(17) Η ΚΕΠΕΥ προσαρμόζει τις στρατηγικές, τις εσωτερικές πολιτικές και τα όρια κινδύνου ρευστότητας και αναπτύσσει αποτελεσματικά σχέδια έκτακτης ανάγκης, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των εναλλακτικών σεναρίων που αναφέρονται στα εδάφια (13) και (14).

(18)(α) H Επιτροπή διασφαλίζει με οδηγία της ότι η ΚΕΠΕΥ καθιερώνει σχέδια ανάκτησης ρευστότητας, τα οποία καθορίζουν επαρκείς στρατηγικές και κατάλληλα μέτρα εφαρμογής προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανά ελλείμματα ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ελλειμμάτων που αφορούν υποκαταστήματα της εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη.

(β) Η Επιτροπή διασφαλίζει με οδηγία της ότι τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) σχέδια ελέγχονται από την ΚΕΠΕΥ τουλάχιστον ετησίως, ενημερώνονται βάσει του αποτελέσματος των εναλλακτικών σεναρίων που ορίζονται στα εδάφια (13) και (14), υποβάλλονται με τη μορφή έκθεσης στα ανώτατα διοικητικά στελέχη και λαμβάνουν την έγκρισή τους, ώστε οι εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες να δύναται να προσαρμοστούν ανάλογα.

(γ) Η ΚΕΠΕΥ προβαίνει στις απαραίτητες λειτουργικές ενέργειες εκ των προτέρων, για να διασφαλίσει ότι τα σχέδια ανάκτησης ρευστότητας μπορούν να υλοποιηθούν άμεσα.

(δ) Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο (γ) λειτουργικές ενέργειες περιλαμβάνουν την τήρηση εξασφαλίσεων που είναι άμεσα διαθέσιμες για τη χρηματοδότηση από την Κεντρική Τράπεζα και την τήρηση εξασφαλίσεων στο νόμισμα άλλου κράτους μέλους, όπου απαιτείται, ή στο νόμισμα τρίτης χώρας στο οποίο έχει ανοίγματα η ΚΕΠΕΥ και, όπου απαιτείται για λειτουργικούς λόγους, εντός της επικράτειας ενός κράτους μέλους υποδοχής ή τρίτης χώρας στο νόμισμα τρίτης χώρας στο οποίο έχει ανοίγματα.

(19) [Διαγράφηκε].

(20) [Διαγράφηκε].

Κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης

48.-(1) Η ΚΕΠΕΥ θεσπίζει πολιτικές και διαδικασίες για τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης.

(2) Οι δείκτες κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης περιλαμβάνουν τον δείκτη μόχλευσης που καθορίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 429 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις ασυμφωνίες μεταξύ ενεργητικού και υποχρεώσεων.

(3) Η ΚΕΠΕΥ αντιμετωπίζει τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης με προνοητικό τρόπο λαμβάνοντας υπόψη τις δυνητικές αυξήσεις του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης λόγω μειώσεων των ιδίων κεφαλαίων της ΚΕΠΕΥ συνεπεία αναμενόμενων ή πραγματοποιηθεισών ζημιών, ανάλογα με τους ισχύοντες λογιστικούς κανόνες.

(4) Για τους σκοπούς του εδαφίου (3), η ΚΕΠΕΥ είναι ικανή να αντέξει μια σειρά διαφορετικών περιπτώσεων πίεσης όσον αφορά τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης.