ΜΕΡΟΣ IV ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ
Αρχές της προληπτικής εποπτείας - Αρμοδιότητες και καθήκοντα Επιτροπής
Αρμοδιότητες Επιτροπής ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης και ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής

10.-(1) Η προληπτική εποπτεία επί των ΚΕΠΕΥ, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, ασκείται από την Επιτροπή ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και των εναρμονιστικών με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικών διατάξεων άλλου κράτους μέλους που απονέμουν αρμοδιότητα σε αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ως κράτος μέλος υποδοχής.

(2) Το εδάφιο (1) δεν θίγει την αρμοδιότητα της Επιτροπής για εποπτεία σε ενοποιημένη βάση.

(3) Τα μέτρα που λαμβάνονται από την Επιτροπή ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής δεν επιτρέπουν άνιση ή περιοριστική μεταχείριση βάσει του γεγονότος ότι η ΕΠΕΥ, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία

11.-(1)(α) Η Επιτροπή συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών για την εποπτεία ιδίως όσον αφορά τις δραστηριότητες ΚΕΠΕΥ που λειτουργούν, μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη καθώς και για την εποπτεία των δραστηριοτήτων ΕΠΕΥ άλλου κράτους μέλους που λειτουργεί, μέσω υποκαταστήματος, στη Δημοκρατία.

(β) Η Επιτροπή ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών όλες τις πληροφορίες που αφορούν στη διοίκηση και στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των οντοτήτων που ορίζονται στην παράγραφο (α), και οι οποίες δύνανται να διευκολύνουν την άσκηση εποπτείας και την εξέταση των προϋποθέσεων χορήγησης άδειας λειτουργίας, καθώς και όλες τις πληροφορίες που δύνανται να διευκολύνουν τον έλεγχο των οντοτήτων της παραγράφου (α), ιδίως όσον αφορά στη ρευστότητα, στη φερεγγυότητα, στον περιορισμό των μεγάλων ανοιγμάτων, άλλους παράγοντες που δύνανται να επηρεάσουν το συστημικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύει οποιαδήποτε οντότητα της παραγράφου (α), τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.

(2) Η Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης-

(α) κοινοποιεί πάραυτα στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής κάθε πληροφορία ή διαπίστωση που αφορά την εποπτεία της ρευστότητας, σύμφωνα με το Έκτο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 71 έως 78 και 81 έως 89, των δραστηριοτήτων που ασκεί η ΚΕΠΕΥ μέσω των υποκαταστημάτων της, στον βαθμό που οι πληροφορίες και οι διαπιστώσεις αυτές είναι σχετικές με την προστασία των επενδυτών στο κράτος μέλος υποδοχήςˑ

(β) ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών υποδοχής όταν προκύπτει ή αναμένεται ευλόγως να προκύψει κρίση ρευστότητας και στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει επίσης λεπτομέρειες σχετικά με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή σχεδίου ανάκαμψης καθώς και με ενδεχόμενα προληπτικά εποπτικά μέτρα που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιοˑ

(γ) κοινοποιεί και εξηγεί στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής, εφόσον της ζητηθεί, με ποιόν τρόπο λήφθηκαν υπόψη οι πληροφορίες και οι διαπιστώσεις που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή από αυτέςˑ

(δ) δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 εάν διαφωνεί με τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής.

(3)(α) Η Επιτροπή, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να ζητεί και να λαμβάνει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης τις πληροφορίες του εδαφίου (2).

(β) Σε περίπτωση που η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, μετά την κοινοποίηση πληροφοριών και διαπιστώσεων, συνεχίζει να θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προέλευσης δεν έχουν λάβει κατάλληλα μέτρα, δύναται, αφού πρώτα ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών προέλευσης και την ΕΑΤ, να λάβει κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν περαιτέρω παραβάσεις ούτως ώστε να προστατευθούν τα συμφέροντα των επενδυτών και άλλων στους οποίους παρέχονται υπηρεσίες, ή για να προστατευθεί η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος.

(4) Η Επιτροπή δύναται να παραπέμπει στην ΕΑΤ καταστάσεις στις οποίες ένα αίτημα συνεργασίας και ιδίως ένα αίτημα για ανταλλαγή πληροφοριών απορρίφθηκε ή δεν έχει διεκπεραιωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Σημαντικό υποκατάστημα

12. [Διαγράφηκε]
Επιτόπιος έλεγχος και επιθεώρηση υποκαταστημάτων εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος

13.-(1)(α) Σε περίπτωση που ΕΠΕΥ, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μια μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που έχει λάβει άδεια από άλλο κράτος μέλος λειτουργεί μέσω υποκαταστήματος στη Δημοκρατία, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, δύναται, αφού ενημερώσει προηγουμένως την Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνει, η ίδια ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, σε επιτόπιο έλεγχο των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 11, καθώς και στις επιθεωρήσεις αυτών των υποκαταστημάτων.

(β) Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης δύναται επίσης να προσφεύγει, για την επιθεώρηση των υποκαταστημάτων κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α), σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 78.

(γ) (i) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, έχει την εξουσία να διεξάγει, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν τα υποκαταστήματα ΕΠΕΥ στο έδαφος της Δημοκρατίας και να απαιτεί πληροφόρηση από το εκάστοτε υποκατάστημα σχετικά με τις δραστηριότητές του καθώς και για λόγους εποπτείας, και εφόσον το κρίνει σκόπιμο για λόγους σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας.

(ii) Πριν από τη διεξαγωγή των ελέγχων και επιθεωρήσεων που προβλέπονται στην υποπαράγραφο (i), η Επιτροπή πραγματοποιεί διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης.

(iii) Μετά από τους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις, κατά τα οριζόμενα στην υποπαράγραφο (i), η Επιτροπή διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης τις πληροφορίες που λαμβάνει και τα ευρήματα που είναι σημαντικά με την εκτίμηση κινδύνων της ΕΠΕΥ ή με τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας.

(2)(α) Όταν μια ΚΕΠΕΥ, μια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μια μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που έχει λάβει άδεια, δυνάμει του άρθρου 79, στη Δημοκρατία, ασκεί τη δραστηριότητά της και σε άλλο κράτος μέλος μέσω υποκαταστήματος, η Επιτροπή δύναται, αφού ενημερώσει προηγουμένως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, να προβεί η ίδια ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, στον επιτόπιο έλεγχο των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 11, καθώς και στις επιθεωρήσεις των υποκαταστημάτων.

(β) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης δύναται επίσης να προσφεύγει, για την επιθεώρηση των υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 78.

(γ) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης λαμβάνει δεόντως υπόψη τις πληροφορίες και τα ευρήματα που της διαβιβάζει η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής κατά τον προσδιορισμό του προγράμματος εποπτικής εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 57, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.

(3) Οι επιτόπιοι έλεγχοι και επιθεωρήσεις των υποκαταστημάτων διεξάγονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται ο έλεγχος ή η επιθεώρηση.

Ανταλλαγή πληροφοριών και επαγγελματικό απόρρητο
Επαγγελματικό απόρρητο

14.-(1) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 77 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου εφαρμόζονται, κατ’ αναλογίαν, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

(2) H Επιτροπή δύναται να ανταλλάσσει  πληροφορίες με άλλες αρμόδιες αρχές ή να διαβιβάζει πληροφορίες προς το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ ή την ΕΑΚΑΑ, κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο, στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, στο Άρθρο 15 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, στα Άρθρα 31, 35 και 36 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, στα Άρθρα 31 και 36 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και στην Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034, οι δε πληροφορίες υπόκεινται στις διατάξεις του εδαφίου (1).

(3) Η Επιτροπή δύναται να δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 58 ή σύμφωνα με το Άρθρο 32 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή να κοινοποιεί τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στην ΕΑΤ με σκοπό τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ανά την Ένωση από την ΕΑΤ.

Χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών

15.-(1) Σε περίπτωση που η Επιτροπή δέχεται εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 14, τις χρησιμοποιεί μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων της και μόνο για τους ακόλουθους σκοπούς:

(α) Για να ελέγχει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας των ΚΕΠΕΥ, ως καθορίζονται στον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο και για να διευκολύνει σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, τον έλεγχο της συμμόρφωσης τους με τις προϋποθέσεις λειτουργίας τους και με τις εν γένει υποχρεώσεις τους ως καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, ειδικά όσον αφορά στις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχουˑ

(β) για την επιβολή κυρώσεωνˑ

(γ) στο πλαίσιο προσφυγής εναντίον απόφασης της αρμόδιας αρχής, συμπεριλαμβανομένων δικαστικών προσφυγών δυνάμει του άρθρου 98ˑ

(δ) στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Συμφωνίες συνεργασίας

16.-(1)Η Επιτροπή δύναται να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 17 και το εδάφιο (1) του άρθρου 18, μόνο εάν οι δημοσιοποιούμενες πληροφορίες υπόκεινται σε εγγύηση τήρησης των απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου, τουλάχιστον ισοδύναμων με αυτές που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 14.

(2)Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) ανταλλαγή πληροφοριών, εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων, των αναφερομένων, στο ίδιο εδάφιο, εποπτικών αρχών ή οργανισμών.

(3)Σε περίπτωση που οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δημοσιοποιούνται μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των αρχών που τις δημοσιοποίησαν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές δίνουν τη συγκατάθεσή τους.

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών

17.-(1) Παρά τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15, η Επιτροπή δύναται να ανταλλάζει πληροφορίες με άλλες αρχές της Δημοκρατίας, με αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και με τους πιο κάτω, για την εκπλήρωση της εποπτικής της αποστολής:

(α) Με αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον εποπτείας άλλων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και αρχών που έχουν την ευθύνη της εποπτείας των χρηματοοικονομικών αγορώνˑ

(β) με αρχές ή όργανα επιφορτισμένα με την ευθύνη για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω της χρήσης μακροπροληπτικών κανόνωνˑ

(γ) με αρχές ή όργανα εξυγίανσης που αποσκοπούν στην προστασία της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματοςˑ

(δ) με συμβατικά ή θεσμικά συστήματα προστασίας όπως αναφέρονται στο Άρθρο 113, παράγραφος 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013ˑ

(ε) με όργανα που συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση ιδρυμάτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίεςˑ

(στ) με πρόσωπα τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των λογαριασμών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτωνˑ

(ζ) με αρχές αρμόδιες για την εποπτεία των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημεία 1) και 2) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, αναφορικά με τη συμμόρφωση με τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο ή, κατά περίπτωση, την Οδηγία (ΕΕ) 2015/849, καθώς και με μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριώνˑ

(η) με αρμόδιες αρχές ή φορείς που είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των κανόνων περί διαρθρωτικού διαχωρισμού στο εσωτερικό τραπεζικού ομίλου.

(2) Παρά τις διατάξεις των άρθρων 14 15, η Επιτροπή δύναται να διαβιβάζει σε οργανισμούς αρμόδιους για τη διαχείριση συστημάτων εγγύησης καταθέσεων και αποζημίωσης των επενδυτών, πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

(3) Οι λαμβανόμενες πληροφορίες σε κάθε περίπτωση υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 14.

Ανταλλαγή πληροφοριών με όργανα επίβλεψης

18.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των άρθρων 14, 15 και 16, η Επιτροπή δύναται να ανταλλάζει πληροφορίες με άλλες αρχές της Δημοκρατίας και με αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία-

(α) των οργάνων τα οποία συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση ιδρυμάτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίεςˑ

(β) των συμβατικών ή θεσμικών συστημάτων προστασίας όπως αναφέρονται στο Άρθρο 113, παράγραφος 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013ˑ

(γ) προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με το νόμιμο έλεγχο των λογαριασμών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.

(2) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1), απαιτείται να πληρούνται τουλάχιστον οι εξής προϋποθέσεις:

(α) Οι πληροφορίες ανταλλάσσονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων που αναφέρονται στο εδάφιο (1)·

(β) οι πληροφορίες που λαμβάνονται υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 14·

(γ) όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν δημοσιοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις δημοσιοποίησαν και, κατά περίπτωση, μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές δίνουν τη συγκατάθεσή τους.

(3) Η Επιτροπή κοινοποιεί στην ΕΑΤ την ταυτότητα των αρχών ή οργάνων τα οποία μπορούν να λαμβάνουν πληροφορίες δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Διαβίβαση πληροφοριών που αφορούν νομισματικά θέματα, θέματα προστασίας των καταθέσεων, συστημικά θέματα και θέματα πληρωμών

19.-(1) Η Επιτροπή δύναται να διαβιβάζει, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων της, πληροφορίες προς τους ακόλουθους φορείς:

(α) Κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ και άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, όταν οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της επίβλεψης συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματοςˑ

(β) συμβατικά ή θεσμικά συστήματα προστασίας όπως αναφέρονται στο Άρθρο 113, παράγραφος 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013ˑ

(γ) άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμήςˑ

(δ) το ΕΣΣΚ, την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ, όταν οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των αποστολών τους σύμφωνα με τους Κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 ή (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(2) Η Επιτροπή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την άρση των εμποδίων που αποτρέπουν τη διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με το εδάφιο (1).

(3) Οι προβλεπόμενες από το εδάφιο (1) οντότητες δύναται να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που τυχόν χρειάζεται για τους σκοπούς του άρθρου 15.

(4) Οι πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με τα εδάφια (1), (2) και (3) υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 14.

(5) Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 74, η Επιτροπή διαβιβάζει αμελλητί πληροφορίες-

(α) στις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, όταν οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της επίβλεψης συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματοςˑ και

(β) στο ΕΣΣΚ, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των αποστολών του.

Διαβίβαση πληροφοριών σε διεθνείς οργανισμούς

20.-(1) Χωρίς επηρεασμό των άρθρων 14 και 15, η Επιτροπή δύναται, υπό την επιφύλαξη των όρων των εδαφίων (2), (3) και (4), να διαβιβάζει ή να ανταλλάσσει ορισμένες πληροφορίες με τους ακόλουθους φορείς:

(α) Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, για τους σκοπούς των αξιολογήσεων για το Πρόγραμμα Αξιολόγησης του Χρηματοπιστωτικού Τομέαˑ

(β) την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, για τους σκοπούς των μελετών ποσοτικών επιπτώσεωνˑ

(γ) το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, για τους σκοπούς της οικείας λειτουργίας επιτήρησης.

(2) Η Επιτροπή δύναται να ανταλλάσσει εμπιστευτικές πληροφορίες μόνο κατόπιν υποβολής ρητού αιτήματος από τον σχετικό φορέα, εφόσον πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Το αίτημα είναι δεόντως δικαιολογημένο από τα ειδικά καθήκοντα που εκτελεί ο αιτών φορέας σύμφωνα με την καταστατική αποστολή τουˑ

(β) το αίτημα είναι αρκούντως ακριβές ως προς τη φύση, την έκταση και τον μορφότυπο των ζητούμενων πληροφοριών, καθώς και τα μέσα της κοινοποίησης ή διαβίβασής τουˑ

(γ) οι ζητούμενες πληροφορίες είναι απολύτως απαραίτητες για την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων του αιτούντος φορέα και δεν υπερβαίνουν τα καταστατικά καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στον αιτούντα φορέαˑ

(δ) η Επιτροπή διαβιβάζει ή γνωστοποιεί πληροφορίες αποκλειστικά στα πρόσωπα τα οποία εμπλέκονται άμεσα στην εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντωνˑ

(ε) τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες προς τις προβλεπόμενες στις διατάξεις του άρθρου 14.

(3) Εφόσον το αίτημα υποβάλλεται από οποιαδήποτε από τις οντότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή δύναται να διαβιβάζει μόνο συγκεντρωτικά ή ανωνυμοποιημένα στοιχεία και δύναται να ανταλλάσσει άλλες πληροφορίες μόνο στις εγκαταστάσεις της Επιτροπής.

(4) Στον βαθμό που η γνωστοποίηση πληροφοριών αφορά στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον αιτούντα φορέα συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679.

Διαβίβαση πληροφοριών σε άλλες οντότητες

21.-(1) Παρά τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15, η Επιτροπή δύναται, δυνάμει διατάξεων που θεσπίζονται με νόμο, να γνωστοποιεί ορισμένες πληροφορίες με άλλες δημόσιες υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για το δίκαιο περί εποπτείας των ιδρυμάτων, των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων καθώς και στους επιθεωρητές τους που είναι εντεταλμένοι από τις εν λόγω υπηρεσίες.

(2) Η Επιτροπή δύναται να προβαίνει σε γνωστοποιήσεις δυνάμει του εδαφίου (1) μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο για λόγους προληπτικής εποπτείας, καθώς και πρόληψης και εξυγίανσης υπό πτώχευση ιδρύματος.

(3) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (5) και (6) του παρόντος άρθρου, τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 14.

(4) Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως προβλέπεται στο άρθρο 74, η Επιτροπή δύναται να γνωστοποιεί πληροφορίες συναφείς με τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) στις υπηρεσίες κρατών μελών που αναφέρονται στο εδάφιο (1).

(5) Η Επιτροπή δύναται να κοινοποιεί ορισμένες πληροφορίες που αφορούν την προληπτική εποπτεία ΚΕΠΕΥ προς κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές, ελεγκτικά συνέδρια και άλλες παρόμοιες οντότητες, αρμόδιες για διερεύνηση στη Δημοκρατία, υπό τις εξής προϋποθέσεις:

(α) Οι οντότητες έχουν ακριβή εντολή βάσει νόμου να ερευνούν ή να ελέγχουν τις ενέργειες της Επιτροπής που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των ΚΕΠΕΥ ή με τη θέσπιση δικαίου που διέπει αυτή την εποπτείαˑ

(β) οι πληροφορίες είναι απολύτως αναγκαίες για την εκπλήρωση της εντολής που αναφέρεται στην παράγραφο (α)ˑ

(γ) τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου βάσει νόμου της Δημοκρατίας τουλάχιστον ισοδύναμες προς εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 14·

(δ) όταν η πληροφορία προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, δεν δημοσιοποιείται χωρίς τη ρητή έγκριση των αρμόδιων αρχών που τη δημοσιοποίησαν και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους δόθηκε η έγκριση από τις εν λόγω αρχές.

(6) Στο μέτρο που η κοινοποίηση πληροφοριών που αφορά την προληπτική εποπτεία περιλαμβάνει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οποιαδήποτε επεξεργασία από τις οντότητες του εδαφίου (5) τηρεί τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.

Δημοσιοποίηση πληροφοριών που αποκτώνται από επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις

22. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 13, του εδαφίου (1) του άρθρου 14 και του άρθρου 17, καθώς και οι πληροφορίες που αποκτώνται κατά τους επιτόπιους ελέγχους ή επιθεωρήσεις δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 13, δεν αποτελούν αντικείμενο των γνωστοποιήσεων που προβλέπει το άρθρο 21 χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της Επιτροπής ή άλλης αρμόδιας αρχής που ανακοίνωσε τις πληροφορίες ή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου διενεργήθηκε ο εν λόγω επιτόπιος έλεγχος ή επιθεώρηση.

Γνωστοποίηση πληροφοριών που αφορούν υπηρεσίες εκκαθάρισης και διακανονισμού

23.-(1) Καμία διάταξη των άρθρων 10 έως 33 και 98 δεν εμποδίζει την Επιτροπή να ανακοινώνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 14, 15 και 16 σε οίκο διακανονισμού και εκκαθάρισης ή άλλο παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το κυπριακό δίκαιο για να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης ή διακανονισμού σε αγορά της Δημοκρατίας, εάν θεωρεί την ανακοίνωση αυτή αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των οργανισμών αυτών σε σχέση με αθετήσεις, ή ενδεχόμενες αθετήσεις των παρεμβαινόντων στην αγορά.

(2) Οι πληροφορίες που λαμβάνονται, δυνάμει του εδαφίου (1), υπόκεινται στις απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 14.

(3) Η Επιτροπή δεν ανακοινώνει τις βάσει του εδαφίου (1) του άρθρου 14 λαμβανόμενες πληροφορίες στις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) περιπτώσεις, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις δημοσιοποίησαν.

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

24. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.

Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών
Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών

25.-(1) Κάθε πρόσωπο, στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με τον περί Ελεγκτών Νόμο και το οποίο ασκεί σε ΚΕΠΕΥ τα καθήκοντα που περιγράφονται στο άρθρο 78 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή κάθε άλλο νόμιμο καθήκον, υπόκειται στις υποχρεώσεις του εν λόγω άρθρου.

(2) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί την αντικατάσταση προσώπου που αναφέρεται στο εδάφιο (1), εάν το εν λόγω πρόσωπο παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του παρόντος άρθρου.

(3) Με την επιφύλαξη και επιπροσθέτως των διατάξεων του άρθρου 78 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, ο ελεγκτής κοινολογεί γεγονότα ή αποφάσεις που έλαβε δυνάμει του εν λόγω άρθρου και του παρόντος άρθρου, ταυτόχρονα, στην Επιτροπή και στο διοικητικό συμβούλιο της ΚΕΠΕΥ, εφόσον δεν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για το αντίθετο.

Εποπτικές εξουσίες και εξουσίες επιβολής κυρώσεων
Ανάκληση άδειας

26. Η Επιτροπή δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ΚΕΠΕΥ μόνο όταν η ΚΕΠΕΥ-

(α) δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο Τρίτο, Τέταρτο ή Έκτο Μέρος, εκτός από τις απαιτήσεις που ορίζονται στα Άρθρα 92α και 92β του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 ή του άρθρου 65 του παρόντος Νόμου ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της έναντι των πιστωτών της και, κυρίως, δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που της έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες τηςˑ

(β) υπάγεται σε μια από τις άλλες περιπτώσεις ανάκλησης που προβλέπονται στο κυπριακό δίκαιο· ή

(γ) διαπράττει μία από τις παραβάσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (α) έως (ιε) του εδαφίου (1) του άρθρου 29.

Εποπτικές εξουσίες και εξουσίες επιβολής κυρώσεων

27.-(1) Η Επιτροπή έχει και ασκεί τις εποπτικές της εξουσίες και τις εξουσίες παρέμβασης στις δραστηριότητες των ΚΕΠΕΥ, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, οι οποίες είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων της, συμπεριλαμβανομένων ιδίως του δικαιώματος ανάκλησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 26, των εξουσιών που αναφέρονται στα άρθρα 26, 60, 61 και 65, καθώς και των εξουσιών λήψης των μέτρων που αναφέρονται στο εδάφιο (8) και στις παραγράφους (α) έως (ζ) του εδαφίου (9) του άρθρου 79.

(2) Η Επιτροπή ασκεί τις εποπτικές της εξουσίες και τις εξουσίες επιβολής κυρώσεων σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες και το κυπριακό δίκαιο, με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

(α) Άμεσαˑ

(β) σε συνεργασία με άλλες αρχέςˑ

(γ) υπό την ευθύνη της με ανάθεση καθηκόντων στις εν λόγω αρχέςˑ

(δ) στην έκταση που αυτό προβλέπεται στο κυπριακό δίκαιο, κατόπιν αίτησης προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

(3) Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την Επιτροπή κατά την άσκηση των εποπτικών της εξουσιών και των εξουσιών της για την επιβολή κυρώσεων αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα

28.-(1) Με την επιφύλαξη του άρθρου 27, η Επιτροπή, λαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα μέτρα, διασφαλίζει την τήρηση και την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σε περίπτωση παράβασης αυτών επιβάλλει, κατ’ αναλογίαν, διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα, κατά τα οριζόμενα στα εδάφια (2) έως (4) του άρθρου 29.

(2) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλει έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

(3) Όταν οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1) εφαρμόζονται σε KΕΠΕΥ, χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει κυρώσεις στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία φέρουν ευθύνη της παράβασης.

(4) Η Επιτροπή έχει όλες τις εξουσίες συγκέντρωσης και διερεύνησης πληροφοριών που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και, με την επιφύλαξη άλλων σχετικών διατάξεων που θεσπίζονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αυτές περιλαμβάνουν-

(α) την εξουσία να απαιτεί από τα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να παρέχουν όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφότυπους για εποπτικούς και συναφείς στατιστικούς σκοπούς:

(i) ΕΠΕΥ εγκατεστημένες στη Δημοκρατία,

(ii) χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στη Δημοκρατία,

(iii) μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στη Δημοκρατία,

(iv) εταιρείες συμμετοχής μικτών δραστηριοτήτων εγκατεστημένες στη Δημοκρατία,

(v) πρόσωπα που ανήκουν στις οντότητες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) έως (iv),

(vi) τρίτους στους οποίους οι οντότητες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) έως (iv) ανέθεσαν επιχειρησιακά καθήκοντα ή δραστηριότητεςˑ

(β) την εξουσία διεξαγωγής όλων των αναγκαίων ερευνών για οιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i) έως (vi) της παραγράφου (α) εγκατεστημένο ή ευρισκόμενο στη Δημοκρατία, εάν είναι αναγκαίο, για την εκτέλεση των καθηκόντων της Επιτροπής ως αρμόδιας αρχής, συμπεριλαμβανομένων-

(i) του δικαιώματος να απαιτείται η υποβολή εγγράφων,

(ii) της εξέτασης των βιβλίων και αρχείων των προσώπων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) έως (vi) της παραγράφου (α) και λήψης αντιγράφων ή αποσπασμάτων από τα εν λόγω βιβλία και αρχεία,

(iii) της λήψης προφορικών ή γραπτών εξηγήσεων από κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i) έως (vi) της παραγράφου (α) ή τους εκπροσώπους του ή τα μέλη του προσωπικού του, και

(iv) της συνέντευξης κάθε άλλου προσώπου που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευναςˑ

(γ) με την επιφύλαξη άλλων προϋποθέσεων που προβλέπονται στο δίκαιο της ΕΕ, την εξουσία διεξαγωγής όλων των αναγκαίων επιθεωρήσεων στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) έως (vi) της παραγράφου (α) και οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης που περιλαμβάνεται στην ενοποιημένη εποπτεία, όταν η Επιτροπή αποτελεί την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές ενημερώνονται προηγουμένωςˑ

(δ) εάν, για την αναφερόμενη στην παράγραφο (γ) επιθεώρηση απαιτείται έγκριση δικαστικής αρχής σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, υποβάλλεται σχετική αίτηση.

Διοικητικές κυρώσεις για συγκεκριμένες παραβάσεις

29.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του παρόντος Νόμου, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, τουλάχιστον, όταν ισχύει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Η ΚΕΠΕΥ απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόποˑ

(β) η ΚΕΠΕΥ δεν έχει θεσπίσει το πλαίσιο διακυβέρνησης που απαιτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35ˑ

(γ) η ΚΕΠΕΥ δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση ικανοποίησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του Άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στην Επιτροπή, κατά παράβαση του Άρθρου 99, παράγραφος 1 του εν λόγω Κανονισμούˑ

(δ) η ΚΕΠΕΥ δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στην Επιτροπή σε σχέση με τα στοιχεία του Άρθρου 101 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013ˑ

(ε) η ΚΕΠΕΥ δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στην Επιτροπή σχετικά με ένα μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα, κατά παράβαση του Άρθρου 394, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013ˑ

(στ) η ΚΕΠΕΥ δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στην Επιτροπή σχετικά με τη ρευστότητά της κατά παράβαση του Άρθρου 415, παράγραφοι 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013ˑ

(ζ) η ΚΕΠΕΥ δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στην Επιτροπή σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης κατά παράβαση του Άρθρου 430, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013ˑ

(η) η ΚΕΠΕΥ κατά τρόπο επαναλαμβανόμενο ή επίμονο δεν διατηρεί ρευστά διαθέσιμα κατά παράβαση του Άρθρου 412 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013ˑ

(θ) η ΚΕΠΕΥ παρουσιάζει χρηματοδοτικό άνοιγμα πέραν των ορίων που θέτει το Άρθρο 395 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013ˑ

(ι) η ΚΕΠΕΥ είναι εκτεθειμένη στον πιστωτικό κίνδυνο μια θέσης τιτλοποίησης και δεν πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 405 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013ˑ

(ια) η ΚΕΠΕΥ δεν παρέχει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες κατά παράβαση του Άρθρου 431, παράγραφοι 1, 2 και 3, ή του Άρθρου 451, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013ˑ

(ιβ) η ΚΕΠΕΥ καταβάλλει πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια της ΚΕΠΕΥ κατά παράβαση του άρθρου 90 του παρόντος Νόμου ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα Άρθρα 28, 51 ή 63 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 απαγορεύουν τις εν λόγω πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαιαˑ

(ιγ) η ΚΕΠΕΥ κηρύχθηκε υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή/και της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την Παρεμπόδιση και Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, όπως αυτή τροποποιήθηκεˑ

(ιδ) η ΚΕΠΕΥ επιτρέπει σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δεν συμμορφώνονται με το άρθρο 9 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου να καταστούν ή να παραμείνουν μέλη του διοικητικού συμβουλίου τηςˑ

(ιε) μητρικό ίδρυμα, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει σε ενέργεια που ενδέχεται να απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο Τρίτο, Τέταρτο, Έκτο ή Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 ή του άρθρου 65 σε ενοποιημένη ή υπό ενοποιημένη βάση.

(2)Στις περιπτώσεις του εδαφίου (1), η Επιτροπή δύναται να επιβάλει διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα περιλαμβανομένων τουλάχιστον των εξής:

(α) Δημόσια ανακοίνωση η οποία αναφέρει το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, την ΚΕΠΕΥ, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και τη φύση της παράβασηςˑ

(β) διαταγή προς την ΚΕΠΕΥ ή το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλονˑ

(γ) ανάκληση άδειας λειτουργίας της ΚΕΠΕΥ κατά το άρθρο 26·

(δ) με την επιφύλαξη του εδαφίου (3) του άρθρου 28, προσωρινή απαγόρευση μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή άλλου υπαίτιου φυσικού προσώπου της ΚΕΠΕΥ να ασκεί καθήκοντα στην ΚΕΠΕΥˑ

(ε) διοικητικό πρόστιμο στην ΚΕΠΕΥ ποσοστού ύψους μέχρι δέκα τοις εκατόν (10%) του ετήσιου συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένου του ακαθάριστου εισοδήματος που συνίσταται από εισπρακτέους τόκους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και εισπρακτέες προμήθειες ή αμοιβές σύμφωνα με το Άρθρο 316 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 κατά το προηγούμενο οικονομικό έτοςˑ

(στ) διοικητικό πρόστιμο σε φυσικό πρόσωπο μέχρι πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000)ˑ

(ζ) διοικητικό πρόστιμο μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν.

(3) Σε περίπτωση που, παρά την επιβολή από την Επιτροπή των διοικητικών μέτρων που προβλέπονται στις παραγράφους (β) και (δ) του εδαφίου (2), το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ή η υπεύθυνη ΚΕΠΕΥ, επενδυτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, αρνούνται ή παραλείπουν να συμμορφωθούν με αυτά, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (ε) έως (ζ) του εδαφίου (2).

(4) Σε περίπτωση που η ΚΕΠΕΥ της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2) είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, το σχετικό ακαθάριστο εισόδημα είναι το ακαθάριστο εισόδημα που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

Δημοσιοποίηση των διοικητικών κυρώσεων

30.-(1) Η Επιτροπή δημοσιοποιεί στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο οποιοδήποτε διοικητικό πρόστιμο ή άλλη διοικητική κύρωση που επιβάλλει για παραβάσεις του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον τύπο και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ενημέρωση του εν λόγω προσώπου σχετικά με τις εν λόγω κυρώσεις.

(2) Σε περίπτωση που ασκηθεί, έναντι οποιουδήποτε διοικητικού προστίμου ή διοικητικής κύρωσης της Επιτροπής, προσφυγή ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ή οποιοδήποτε άλλο διαθέσιμο ένδικο βοήθημα ή μέσο, η Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, δημοσιεύει στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών ή των άλλων διαθέσιμων ένδικων μέσων ή βοηθημάτων που ασκήθηκαν καθώς επίσης και τα αποτελέσματά τους.

(3) Η Επιτροπή δημοσιοποιεί διοικητικό πρόστιμο ή άλλη διοικητική κύρωση σε ανώνυμη βάση, κατά τρόπο σύμφωνο με το κυπριακό δίκαιο, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν διοικητικό πρόστιμο ή άλλη διοικητική κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και, μετά από υποχρεωτική προηγούμενη εκτίμηση, θεωρείται ότι η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα ήταν δυσανάλογηˑ

(β) όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματο-οικονομικών αγορών ή διεξαγόμενη ποινική έρευναˑ

(γ) όταν η δημοσιοποίηση θα προξενούσε, στον βαθμό που αυτό μπορεί να προσδιορισθεί, δυσανάλογη ζημία σε ενδιαφερόμενη ΚΕΠΕΥ ή φυσικό πρόσωπο.

(4) Εναλλακτικά, όταν οι περιστάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3) είναι πιθανόν να εκλείψουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, η κατά τα εδάφια (1) και (2) δημοσιοποίηση δύναται να αναβληθεί για το εν λόγω χρονικό διάστημα.

(5) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύονται δυνάμει των εδαφίων (1) και (2) ή (3) παραμένουν στον διαδικτυακό της τόπο για τουλάχιστον πέντε (5) έτη.

(6) Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διατηρούνται στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.

Ανταλλαγή πληροφοριών για τις κυρώσεις

31.-(1) Με την επιφύλαξη τήρησης των απαιτήσεων του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρονται στο άρθρο 14, η Επιτροπή ενημερώνει την ΕΑΤ για όλες τις διοικητικές κυρώσεις, περιλαμβανομένων όλων των μόνιμων απαγορεύσεων, που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 29, καθώς και για κάθε σχετική προσφυγή και τα αποτελέσματά τους.

(2) Η Επιτροπή όταν εκτιμά την καλή φήμη για τους σκοπούς του εδαφίου (2) του άρθρου 9 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και του άρθρου 83, συμβουλεύεται τη βάση δεδομένων της ΕΑΤ με τις διοικητικές κυρώσεις.

(3) Η Επιτροπή ελέγχει, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, την ύπαρξη σχετικής καταδίκης στο ποινικό μητρώο του ενδιαφερομένου και για τον σκοπό αυτό ανταλλάσσονται πληροφορίες σύμφωνα με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 71.068.

Αποτελεσματική εφαρμογή κυρώσεων και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από την Επιτροπή

32.-(1) Κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών προστίμων ή άλλων διοικητικών κυρώσεων δυνάμει του άρθρου 28, και του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, περιλαμβανομένων, όπου αρμόζει, των ακολούθων:

(α) Tη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασηςˑ

(β) τον βαθμό ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβασηˑ

(γ) την οικονομική ισχύ του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, όπως προκύπτει, παραδείγματος χάριν, από τον συνολικό κύκλο εργασιών νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα φυσικού προσώπουˑ

(δ) τη σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιορισθούνˑ

(ε) τις ζημίες σε τρίτους που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιορισθούνˑ

(στ) τον βαθμό συνεργασίας του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, με την Επιτροπήˑ

(ζ) προηγούμενες παραβάσεις του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβασηˑ

(η) τυχόν πιθανές συστημικές συνέπειες της παράβασης.

Καταγγελίες παραβάσεων

33.-(1) Η Επιτροπή θεσπίζει αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για την ενθάρρυνση καταγγελιών για δυνητικές ή υπάρχουσες παραβάσεις του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αναφορικά με πρόσωπα που τελούν υπό την εποπτεία της.

(2) Οι μηχανισμοί που προβλέπονται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

(α) Ειδικές διαδικασίες για τη λήψη και την παρακολούθηση καταγγελιών για παραβάσειςˑ

(β) κατάλληλη προστασία για εργαζομένους σε ΚΕΠΕΥ που κοινοποιούν παραβάσεις που διαπράττονται εντός της ΚΕΠΕΥ, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισηςˑ

(γ) προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που καταγγέλλει τις παραβάσεις, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε παράβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμουˑ

(δ) σαφείς κανόνες, ώστε να διασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα σε όλες τις περιπτώσεις σχετικά με το πρόσωπο που καταγγέλλει τις παραβάσεις οι οποίες έχουν διαπραχθεί εντός της ΚΕΠΕΥ, εκτός εάν η αποκάλυψη της ταυτότητάς του απαιτείται από το κυπριακό δίκαιο στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή μεταγενέστερης ποινικής διαδικασίας.

(3) Η ΚΕΠΕΥ θεσπίζει κατάλληλες διαδικασίες για να μπορούν οι εργαζόμενοι της να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά στην ΚΕΠΕΥ, μέσω ειδικού, ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου.

Διαδικασία επανεξέτασης - Διαδικασία εκτίμησης της επάρκειας του εσωτερικού κεφαλαίου
Εσωτερικό κεφάλαιο

34.-(1) Η ΚΕΠΕΥ διαθέτει αξιόπιστες, αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες στρατηγικές και διαδικασίες για την εκτίμηση και τη διατήρηση σε διαρκή βάση του ύψους, της σύνθεσης και της κατανομής των εσωτερικών της κεφαλαίων που θεωρεί κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων τους οποίους έχει αναλάβει ή τους οποίους ενδέχεται να αναλάβει.

(2) Οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) στρατηγικές και διαδικασίες υπόκεινται σε τακτική εσωτερική επανεξέταση ώστε να εξασφαλιστεί ότι παραμένουν πλήρεις και αναλογικές προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της ΚΕΠΕΥ.

Πλαίσιο, διαδικασίες και μηχανισμοί ΚΕΠΕΥ-Γενικές αρχές
Εσωτερική διακυβέρνηση και σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης

35.-(1) Η ΚΕΠΕΥ θεσπίζει άρτιες ρυθμίσεις διακυβέρνησης, οι οποίες περιλαμβάνουν σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων των κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που συνάδουν προς τις αρχές της ορθής και αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων και τις προωθεί.

(2) Οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι ουδέτερες ως προς το φύλο.

(3)Λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που ορίζονται στα Άρθρα 76 έως 95 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η ΚΕΠΕΥ μεριμνά, ώστε οι ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί που προβλέπονται στο εδαφίο (1) να είναι εκτενείς και αναλογικές προς τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχουν το επιχειρηματικό μοντέλο και οι δραστηριότητες της ΚΕΠΕΥ.

Επίβλεψη των πολιτικών αποδοχών

36.-(1) Η Επιτροπή συλλέγει τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα κριτήρια για δημοσιοποίηση που ορίζονται στο Άρθρο 450, παράγραφος 1, στοιχεία ζ), η), θ) και ια) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τις πληροφορίες που παρέχουν οι ΚΕΠΕΥ σχετικά με τη διαφορά αποδοχών μεταξύ των φύλων, και χρησιμοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών ως προς τις αποδοχές.

(2) Η Επιτροπή παρέχει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (1) στην ΕΑΤ.

(3) Η Επιτροπή συγκεντρώνει πληροφορίες για τον αριθμό των φυσικών προσώπων ανά ΚΕΠΕΥ με αποδοχές ύψους ενός εκατομμυρίου ευρώ (€1.000.000) ή περισσότερο ανά οικονομικό έτος, σε επίπεδο αμοιβών ενός εκατομμυρίου ευρώ (€1.000.000), συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων των θέσεων απασχόλησης αυτών, του σχετικού επιχειρηματικού τομέα και των βασικών στοιχείων μισθού, πρόσθετων αμοιβών, μακροπρόθεσμων επιβραβεύσεων και συνταξιοδοτικών εισφορών.

(4) Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται δυνάμει του εδαφίου (1) διαβιβάζονται στην ΕΑΤ, η οποία τις δημοσιεύει συνολικά στη βάση κράτους μέλους προέλευσης σε κοινό μορφότυπο διαβίβασης στοιχείων.

Τεχνικά κριτήρια για την οργάνωση και την αντιμετώπιση των κινδύνων
Αντιμετώπιση κινδύνων

37.-(1) Το διοικητικό συμβούλιο της ΚΕΠΕΥ εγκρίνει και επανεξετάζει περιοδικά τις στρατηγικές και τις πολιτικές για την ανάληψη, τη διαχείριση, την παρακολούθηση και τη μείωση των κινδύνων στους οποίους είναι ή θα μπορούσε να είναι εκτεθειμένη, περιλαμβανομένων εκείνων που προκαλούνται από το μακροοικονομικό περιβάλλον στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές της, λαμβανομένης υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου.

(2)(α) Το διοικητικό συμβούλιο της ΚΕΠΕΥ αφιερώνει επαρκή χρόνο στην εκτίμηση των θεμάτων κινδύνου.

(β) Το διοικητικό συμβούλιο συμμετέχει ενεργά και διαθέτει επαρκείς πόρους για τη διαχείριση όλων των σημαντικών κινδύνων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού, τη χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και εσωτερικών υποδειγμάτων σε σχέση με τους εν λόγω κινδύνους.

(γ) Η ΚΕΠΕΥ εισάγει διαύλους αναφοράς στο διοικητικό συμβούλιο, καλύπτοντας όλους τους σημαντικούς κινδύνους και τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνων καθώς και τις αλλαγές τους.

(3)(α) Η ΚΕΠΕΥ, η οποία είναι σημαντική από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσεως, πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας δραστηριοτήτων συστήνει επιτροπή κινδύνου, αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού συμβουλίου που δεν έχουν οποιαδήποτε εκτελεστική λειτουργία σε αντίστοιχη ΚΕΠΕΥ.

(β) Τα μέλη της επιτροπής κινδύνου έχουν κατάλληλες γνώσεις, δεξιότητες και εξειδίκευση, ώστε να αντιλαμβάνονται πλήρως και να παρακολουθούν τη στρατηγική κινδύνου και τη διάθεση ανάληψης κινδύνων της ΚΕΠΕΥ.

(γ) Η επιτροπή κινδύνου συμβουλεύει το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τη συνολική παρούσα και μελλοντική διάθεση ανάληψης κινδύνων και στρατηγική κινδύνου της ΚΕΠΕΥ και βοηθά το διοικητικό συμβούλιο στην επίβλεψη της υλοποίησης της εν λόγω στρατηγικής από τα ανώτατα διοικητικά στελέχη.

(δ) Το διοικητικό συμβούλιο φέρει πλήρη ευθύνη για τους κινδύνους.

(ε) Η επιτροπή κινδύνου ελέγχει κατά πόσο οι τιμές των στοιχείων παθητικού και ενεργητικού που προσφέρονται στους πελάτες λαμβάνουν πλήρως υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική κινδύνου της ΚΕΠΕΥ.

(στ) Σε περίπτωση που οι τιμές που αναφέρονται στην παράγραφο (ε) δεν απηχούν με ακρίβεια τους κινδύνους σύμφωνα με το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική κινδύνου, η επιτροπή κινδύνου υποβάλλει διορθωτικό σχέδιο στο διοικητικό συμβούλιο.

(ζ) Η Επιτροπή δύναται να επιτρέπει σε ΚΕΠΕΥ που δεν θεωρείται σημαντική, σύμφωνα με την παράγραφο (α), να συστήσει κοινή επιτροπή αποτελούμενη από την επιτροπή κινδύνου και την επιτροπή ελέγχου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 78 του περί Ελεγκτών Νόμου.

(η) Τα μέλη της κοινής επιτροπής κατέχουν τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται για την επιτροπή κινδύνου και για την επιτροπή ελέγχου.

(4)(α) Το διοικητικό συμβούλιο με την εποπτική του αρμοδιότητα και η επιτροπή κινδύνου της ΚΕΠΕΥ, σε περίπτωση που έχει συσταθεί τέτοια, έχουν επαρκή πρόσβαση σε πληροφορίες ως προς την κατάσταση κινδύνου της ΚΕΠΕΥ και, εάν απαιτείται και κρίνεται σκόπιμο, στο τμήμα διαχείρισης κινδύνου και σε ειδικούς εξωτερικούς συμβούλους.

(β) Το διοικητικό συμβούλιο με την εποπτική του αρμοδιότητα και η επιτροπή κινδύνου, σε περίπτωση που έχει συσταθεί τέτοια, καθορίζουν το είδος, την ποσότητα, τη μορφή και τη συχνότητα των πληροφοριών που πρέπει να λαμβάνουν σχετικά με θέματα κινδύνου.

(γ) Η επιτροπή κινδύνου, προκειμένου να συμβάλλει στη διαμόρφωση ορθών πολιτικών και πρακτικών αποδοχών και με την επιφύλαξη των καθηκόντων της επιτροπής αποδοχών, εξετάζει κατά πόσον τα κίνητρα που προβλέπει το σύστημα αποδοχών λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο, το κεφάλαιο, τη ρευστότητα, καθώς και την πιθανότητα και το χρονοδιάγραμμα κερδών.

(5)(α) Η ΚΕΠΕΥ, εφόσον είναι σκόπιμο και αναλογικό, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της ΚΕΠΕΥ, διαθέτει μονάδα διαχείρισης κινδύνου η οποία είναι ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες και έχει επαρκείς εξουσίες, κύρος, πόρους και πρόσβαση στο διοικητικό συμβούλιο.

(β) Το τμήμα διαχείρισης κινδύνου της ΚΕΠΕΥ-

(i) εφαρμόζει διαδικασίες για τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη δέουσα αναφορά όλων των σημαντικών κινδύνωνˑ και

(ii) εμπλέκεται ενεργά στην ανάπτυξη της στρατηγικής κινδύνου της ΚΕΠΕΥ και σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις διαχείρισης κινδύνου και δύναται να παρουσιάσει την πλήρη εικόνα ολόκληρου του φάσματος των κινδύνων που αντιμετωπίζει η ΚΕΠΕΥ.

(γ) Οποτεδήποτε αυτό απαιτείται, το τμήμα διαχείρισης κινδύνου της ΚΕΠΕΥ δύναται να αναφέρεται απευθείας στο διοικητικό συμβούλιο, κατά την άσκηση της εποπτικής του δραστηριότητας, ανεξάρτητα από τα ανώτατα διοικητικά στελέχη, και να εγείρει ανησυχίες και να προειδοποιεί το εν λόγω συμβούλιο, όταν κρίνεται σκόπιμο, σε περίπτωση εξελίξεων ειδικού κινδύνου που πλήττουν ή ενδέχεται να πλήξουν την ΚΕΠΕΥ, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του διοικητικού συμβουλίου, κατά την άσκηση της εποπτικής του δραστηριότητας, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(δ) Ο επικεφαλής του τμήματος διαχείρισης κινδύνου είναι ανεξάρτητο ανώτατο διοικητικό στέλεχος με διακριτή αρμοδιότητα στο τμήμα διαχείρισης κινδύνου.

(ε) Σε περίπτωση που η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων μιας ΚΕΠΕΥ δεν δικαιολογούν τον διορισμό ειδικού ατόμου, οι εν λόγω αρμοδιότητες δύναται να αναλαμβάνονται από άλλο ανώτατο διοικητικό στέλεχος της ΚΕΠΕΥ, με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων.

(στ) Ο επικεφαλής του τμήματος διαχείρισης κινδύνου δεν απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του χωρίς την προηγούμενη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου, υπό την εποπτική του αρμοδιότητα, και έχει απευθείας πρόσβαση στο διοικητικό συμβούλιο, υπό την εποπτική του αρμοδιότητα, όποτε αυτό απαιτείται.

Εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων

38.-(1) Η ΚΕΠΕΥ που είναι σημαντική από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης φύσεως, μεγέθους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, αναπτύσσει εσωτερικές προσεγγίσεις για την εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου και αυξάνει τη χρήση της προσέγγισης που βασίζεται στις εσωτερικές αξιολογήσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον πιστοληπτικό κίνδυνο, όταν τα ανοίγματά της είναι σημαντικά σε απόλυτες τιμές και όταν έχει ταυτόχρονα ένα μεγάλο αριθμό σημαντικών αντισταθμισμάτων.

(2) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στο Τρίτο Μέρος, Τίτλο Ι, Κεφάλαιο 3, Τμήμα 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(3) Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της ΚΕΠΕΥ, ελέγχει ότι η ΚΕΠΕΥ που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δεν βασίζεται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για την εκτίμηση της φερεγγυότητας μιας οντότητας ή ενός χρηματοοικονομικού μέσου.

(4) Η ΚΕΠΕΥ, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθός της, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση της, καθώς και το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της, αναπτύσσει εσωτερικές ικανότητες για την εκτίμηση του εσωτερικού πιστοληπτικού κινδύνου και αυξάνει τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον ειδικό κίνδυνο των χρεωστικών τίτλων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών καθώς και εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους αθέτησης και μετατόπισης όταν η έκθεσή της σε συγκεκριμένο κίνδυνο είναι σημαντική σε απόλυτες τιμές και όταν έχει πολλές καθαρές θέσεις σε χρεόγραφα διαφορετικών εκδοτών.

(5) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στο Τρίτο Μέρος, Τίτλος IV, Κεφάλαιο 5, Τμήματα 1 έως 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Εποπτική συγκριτική αξιολόγηση των εσωτερικών προσεγγίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων

39.-(1) Η ΚΕΠΕΥ που δύναται να χρησιμοποιεί εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, εκτός του λειτουργικού κινδύνου, γνωστοποιεί τα αποτελέσματα των υπολογισμών των εσωτερικών προσεγγίσεών της για τα ανοίγματα ή τις θέσεις της που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια αναφοράς.

(2) Η ΚΕΠΕΥ που αναφέρεται στο εδάφιο (1) υποβάλλει τα αποτελέσματα των υπολογισμών της μαζί με επεξήγηση των μεθοδολογιών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή τους στην Επιτροπή, με την κατάλληλη συχνότητα και τουλάχιστον ετησίως.

(3) Η ΚΕΠΕΥ υποβάλλει τα αποτελέσματα των υπολογισμών που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), σύμφωνα με το υπόδειγμα που έχει καταρτίσει η ΕΑΤ κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 78, παράγραφος 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, στην ΕΑΤ και στην Επιτροπή η οποία όταν επιλέγει να αναπτύξει ειδικά χαρτοφυλάκια, τα αναπτύσσει σε διαβούλευση με την ΕΑΤ και διασφαλίζει ότι η ΚΕΠΕΥ γνωστοποιεί τα αποτελέσματα των υπολογισμών χωριστά από τα αποτελέσματα των υπολογισμών για τα χαρτοφυλάκια της ΕΑΤ.

(4) Η Επιτροπή ελέγχει, βάσει των πληροφοριών που της υποβάλλει η ΚΕΠΕΥ σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3), το εύρος των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, ανάλογα με την περίπτωση, εκτός του λειτουργικού κινδύνου, για τα ανοίγματα ή τις συναλλαγές του χαρτοφυλακίου αναφοράς που απορρέουν από τις εσωτερικές προσεγγίσεις της εν λόγω ΚΕΠΕΥ.

(5) Η Επιτροπή, τουλάχιστον κάθε χρόνο, εκτιμά την ποιότητα των προσεγγίσεων αυτών, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα εξής:

(α) Προσεγγίσεις που παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για το ίδιο άνοιγμαˑ

(β) προσεγγίσεις με ιδιαίτερα υψηλή ή χαμηλή ποικιλία και επίσης προσεγγίσεις με σημαντική και συστηματική υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

(6) Σε περίπτωση που η ΚΕΠΕΥ παρουσιάζει σημαντική απόκλιση από την πλειοψηφία των ομολόγων της ή υπάρχει μικρή ομοιότητα στην προσέγγιση που οδηγεί σε μεγάλη διακύμανση των αποτελεσμάτων, η Επιτροπή ερευνά τα σχετικά αίτια και, εφόσον δύναται να διαπιστωθεί σαφώς ότι η προσέγγιση της ΚΕΠΕΥ έχει ως αποτέλεσμα υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί σε διαφορές των υποκείμενων κινδύνων των ανοιγμάτων ή θέσεων, λαμβάνει διορθωτικά μέτρα.

(7) Οι αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με την καταλληλότητα των διορθωτικών μέτρων που αναφέρονται στο εδάφιο (6) τηρούν την αρχή ότι οι δράσεις αυτές πρέπει να είναι σύμφωνα με τους στόχους μιας εσωτερικής μεθόδου και συνεπώς-

(α) δεν συνεπάγονται τυποποίηση ή προτιμώμενες μεθόδουςˑ

(β) δεν δημιουργούν εσφαλμένα κίνητραˑ ή

(γ) δεν προκαλούν αγελαία συμπεριφορά.

Πιστωτικός κίνδυνος και κίνδυνος αντισυμβαλλομένου

40.-(1) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι-

(α) η χορήγηση πίστωσης βασίζεται σε ορθά και σαφώς καθορισμένα κριτήρια και ότι η διαδικασία έγκρισης, τροποποίησης, ανανέωσης και αναχρηματοδότησης των πιστώσεων ορίζεται με σαφήνειαˑ

(β) η ΚΕΠΕΥ έχει εσωτερικές μεθόδους που της επιτρέπουν να εκτιμά τον πιστωτικό κίνδυνο των ανοιγμάτων σε μεμονωμένους οφειλέτες, σε χρεόγραφα ή σε θέσεις τιτλοποίησης και τον πιστωτικό κίνδυνο σε επίπεδο χαρτοφυλακίου οι οποίες δεν στηρίζονται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότηταςˑ

(γ) όπου οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων βασίζονται σε αξιολόγηση από Εξωτερικό Οργανισμό Πιστοληπτικών Αξιολογήσεων (ΕΟΠΑ) ή στο γεγονός ότι ένα άνοιγμα είναι χωρίς αξιολόγηση, αυτό δεν απαλλάσσει την ΚΕΠΕΥ από την πρόσθετη εξέταση άλλων σχετικών πληροφοριών για την εκτίμηση της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίωνˑ

(δ) η διαρκής διαχείριση και παρακολούθηση των διαφόρων χαρτοφυλακίων και ανοιγμάτων που ενέχουν πιστωτικό κίνδυνο της ΚΕΠΕΥ, συμπεριλαμβανομένων του εντοπισμού και της διαχείρισης προβληματικών πιστώσεων της διενέργειας επαρκών προσαρμογών και προβλέψεων αξίας, γίνεται μέσω αποτελεσματικών συστημάτωνˑ

(ε) η διαφοροποίηση των πιστωτικών χαρτοφυλακίων είναι επαρκής σύμφωνα με τις αγορές-στόχους και τη συνολική στρατηγική πιστώσεων της ΚΕΠΕΥ.

Υπολειπόμενος κίνδυνος

41. Η ΚΕΠΕΥ αντιμετωπίζει και ελέγχει, μεταξύ άλλων, μέσω γραπτών τεκμηριωμένων πολιτικών και διαδικασιών τον κίνδυνο, τις αναγνωρισμένες τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου που χρησιμοποιούνται από αυτήν να αποδειχθούν λιγότερο αποτελεσματικές από ό,τι αναμενόταν.

Κίνδυνος συγκέντρωσης

42. Η ΚΕΠΕΥ αντιμετωπίζει και ελέγχει, μεταξύ άλλων, μέσω γραπτών πολιτικών και διαδικασιών, τον κίνδυνο συγκέντρωσης από ανοίγματα έναντι κάθε αντισυμβαλλομένου, περιλαμβανομένων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, ομάδων συνδεδεμένων αντισυμβαλλομένων και αντισυμβαλλομένων στον ίδιο οικονομικό τομέα ή γεωγραφική περιοχή, ή από την ίδια δραστηριότητα ή βασικό εμπόρευμα, ή από την εφαρμογή τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, και ιδίως συμπεριλαμβανομένων κινδύνων που συνδέονται με μεγάλα έμμεσα πιστωτικά ανοίγματα, όπως ενός μόνο εκδότη εξασφαλίσεων.

Κίνδυνος τιτλοποίησης

43.-(1) Η ΚΕΠΕΥ αξιολογεί και αντιμετωπίζει, μέσω κατάλληλων πολιτικών και διαδικασιών, τους κινδύνους που προκύπτουν από συναλλαγές τιτλοποίησης στις οποίες η ΚΕΠΕΥ είναι επενδυτής, μεταβιβάζων ή χρηματοδότης, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων φήμης, όπως προκύπτουν σε σχέση με πολύπλοκες δομές ή προϊόντα, ώστε η οικονομική σημασία της συναλλαγής να λαμβάνεται πλήρως υπόψη στις αποφάσεις εκτίμησης και διαχείρισης των κινδύνων.

(2) Σε περίπτωση που η ΚΕΠΕΥ είναι το μεταβιβάζον ίδρυμα ανακυκλούμενων συναλλαγών τιτλοποίησης με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης, διαθέτει σχεδιασμό σχετικά με τη ρευστότητα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων τόσο των προγραμματισμένων όσο και των πρόωρων εξοφλήσεων.

Κίνδυνος αγοράς

44.-(1) Η ΚΕΠΕΥ εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη διαχείριση όλων των σημαντικών πηγών και επιπτώσεων των κινδύνων της αγοράς.

(2) Σε περίπτωση που η θέση πώλησης (short position) καθίσταται ληξιπρόθεσμη πριν από τη θέση αγοράς (long position), η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει μέτρα έναντι του κινδύνου ανεπαρκούς ρευστότητας.

(3)(α) Το εσωτερικό κεφάλαιο είναι επαρκές για σημαντικούς κινδύνους της αγοράς που δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.

(β) Η ΚΕΠΕΥ που, κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο θέσης, σύμφωνα με το Τρίτο Μέρος, Τίτλος IV, Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχει συμψηφίσει τις θέσεις που έχει σε μία ή περισσότερες από τις μετοχές που συναποτελούν έναν δείκτη μετοχών με θέση ή θέσεις στο συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών ή σε άλλο προϊόν συνδεδεμένο με δείκτη μετοχών, διαθέτει επαρκή εσωτερικά κεφάλαια ώστε να καλύπτουν τον κίνδυνο βάσης για ζημία που γεννάται από το ενδεχόμενο να μην ακολουθεί πλήρως η τιμή του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης ή του άλλου προϊόντος τις τιμές των μετοχών που το συναποτελούν.

(γ) Η ΚΕΠΕΥ έχει επίσης τέτοια επαρκή εσωτερικά κεφάλαια όταν αυτή κατέχει αντίθετες θέσεις σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών των οποίων η λήξη προθεσμίας, η σύνθεση ή και τα δύο δεν είναι πανομοιότυπες.

(δ) Η ΚΕΠΕΥ, όταν χρησιμοποιεί τη μεταχείριση του Άρθρου 345 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχει επαρκή εσωτερικά κεφάλαια για την κάλυψη του κινδύνου ζημίας που υφίσταται μεταξύ του χρόνου της αρχικής δέσμευσης και της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Κίνδυνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών

45.-(1) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι οι ΚΕΠΕΥ εφαρμόζουν εσωτερικά συστήματα και χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μεθοδολογία ή την απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία για τον εντοπισμό, την εκτίμηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών των ΚΕΠΕΥ.

(2) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι οι ΚΕΠΕΥ εφαρμόζουν συστήματα για την εκτίμηση και την παρακολούθηση των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές πιστωτικών περιθωρίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών, όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών των ΚΕΠΕΥ.

(3) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από ΚΕΠΕΥ να χρησιμοποιεί την τυποποιημένη μεθοδολογία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), όταν τα εσωτερικά συστήματα που εφαρμόζει αυτή η ΚΕΠΕΥ για τον σκοπό αξιολόγησης των κινδύνων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο δεν είναι ικανοποιητικά.

(4) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από ΚΕΠΕΥ που συνιστά μικρό και πολύπλοκο ίδρυμα, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 145) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, να χρησιμοποιεί την τυποποιημένη μεθοδολογία, εφόσον κρίνει ότι η απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία δεν επαρκεί για την αποτύπωση του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του εν λόγω ιδρύματος.

Λειτουργικός κίνδυνος

46.-(1) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι κάθε ΚΕΠΕΥ εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και για τη διαχείριση των ανοιγμάτων σε λειτουργικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων του κινδύνου υποδείγματος και των κινδύνων που απορρέουν από την εξωτερική ανάθεση, και για την κάλυψη του κινδύνου που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις.

(2) Για τους σκοπούς των αναφερομένων στο εδάφιο (1) πολιτικών και διαδικασιών, η ΚΕΠΕΥ διατυπώνει με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο.

(3) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι κάθε ΚΕΠΕΥ καταρτίζει σχέδια αντιμετώπισης επειγουσών καταστάσεων και συνέχισης της λειτουργίας της που διασφαλίζουν την ικανότητα της ΚΕΠΕΥ να λειτουργεί σε συνεχή βάση και να περιορίζει τις ζημίες σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής των δραστηριοτήτων της.

Κίνδυνος ρευστότητας

47.-(1) Η ΚΕΠΕΥ διαθέτει άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και άρτια συστήματα για τον εντοπισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου ρευστότητας εντός κατάλληλου συνόλου χρονικών οριζόντων, μεταξύ άλλων, εντός της ίδιας ημέρας, προκειμένου να διατηρεί επαρκή επίπεδα αποθεμάτων ρευστότητας.

(2) Οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι σχεδιασμένα με βάση τους επιχειρηματικούς τομείς, τα νομίσματα, τους κλάδους και τις νομικές οντότητες και περιλαμβάνουν επαρκείς μηχανισμούς κατανομής κόστους ρευστότητας, ωφελειών και κινδύνων.

(3) Οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) είναι αναλογικά προς την πολυπλοκότητα, το προφίλ κινδύνου, το πεδίο λειτουργίας της ΚΕΠΕΥ και το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει οριστεί από το διοικητικό συμβούλιο και απηχούν τη σημασία της ΚΕΠΕΥ σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο δραστηριοποιείται επιχειρηματικά.

(4) Η ΚΕΠΕΥ κοινοποιεί την ανοχή κινδύνου σε όλους τους σχετικούς επιχειρηματικούς φορείς.

(5)(α) Η ΚΕΠΕΥ, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, έχει προφίλ κινδύνου ρευστότητας που συνάδει με και, χωρίς να υπερβαίνει, τα απαιτούμενα για ένα εύρυθμο και άρτιο σύστημα.

(β) Η Επιτροπή παρακολουθεί τις εξελίξεις όσον αφορά στα χαρακτηριστικά κινδύνου ρευστότητας, όπως για παράδειγμα το σχεδιασμό προϊόντων και τον όγκο, τη διαχείριση κινδύνου, τις χρηματοδοτικές πολιτικές και τις συγκεντρώσεις χρηματοδότησης.

(γ) Η Επιτροπή αναλαμβάνει αποτελεσματική δράση όταν οι εξελίξεις που αναφέρονται στην παράγραφο (β) δύναται να οδηγήσουν είτε σε αστάθεια μεμονωμένης ΚΕΠΕΥ είτε σε συστημική αστάθεια.

(δ) Η Επιτροπή ενημερώνει την ΕΑΤ για οποιεσδήποτε δράσεις αναλαμβάνει σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (γ).

(6) Η ΚΕΠΕΥ αναπτύσσει μεθόδους για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση χρηματοδοτικών θέσεων.

(7) Οι μέθοδοι που αναφέρονται στο εδάφιο (6) περιλαμβάνουν τωρινές και προβλεπόμενες χρηματορροές που προκύπτουν από στοιχεία ενεργητικού, παθητικού, στοιχεία εκτός ισολογισμού, περιλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων και πιθανών επιπτώσεων του κινδύνου φήμης.

(8) Η ΚΕΠΕΥ διακρίνει μεταξύ δεσμευμένων και μη βεβαρημένων στοιχείων ενεργητικού τα οποία είναι πάντοτε διαθέσιμα, ιδιαίτερα σε επείγουσες καταστάσεις.

(9) Η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει υπόψη τη νομική οντότητα στην οποία ανήκουν τα στοιχεία ενεργητικού, τη χώρα όπου τα στοιχεία είναι εγγεγραμμένα σε μητρώο ή σε λογαριασμό και την επιλεξιμότητα τους και παρακολουθεί πώς μπορούν τα στοιχεία ενεργητικού να κινητοποιούνται εγκαίρως.

(10) Η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει υπόψη υφιστάμενους νομικούς, κανονιστικούς και λειτουργικούς περιορισμούς σε ενδεχόμενες μεταφορές ρευστότητας και μη βεβαρημένων στοιχείων ενεργητικού μεταξύ νομικών οντοτήτων, τόσο εντός όσο και εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

(11) Η ΚΕΠΕΥ εξετάζει διάφορα μέσα μείωσης κινδύνου ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ενός συστήματος ορίων και αποθεμάτων ρευστότητας, προκειμένου να είναι σε θέση να αντέξει ποικίλες περιπτώσεις πίεσης, καθώς και μιας επαρκώς διαφοροποιημένης χρηματοδοτικής διάρθρωσης και πρόσβασης σε πηγές χρηματοδότησης.

(12) Οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (11) επανεξετάζονται τακτικά.

(13) Η ΚΕΠΕΥ εξετάζει εναλλακτικά σενάρια σχετικά με τις θέσεις ρευστότητας και τους παράγοντες μείωσης κινδύνου και επανεξετάζει τουλάχιστον ετησίως τις παραδοχές στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδοτική θέση.

(14) Για τους σκοπούς του εδαφίου (13), τα εναλλακτικά σενάρια αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα τα στοιχεία εκτός ισολογισμού και άλλες ενδεχόμενες υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων εκείνων των οντοτήτων ειδικού σκοπού τιτλοποίησης (SSPE) ή άλλων οντοτήτων ειδικού σκοπού, όπως ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε σχέση με τις οποίες η ΚΕΠΕΥ ενεργεί ως ανάδοχος ή παρέχει σημαντική υποστήριξη ρευστότητας.

(15) Η ΚΕΠΕΥ εξετάζει τις πιθανές επιπτώσεις συνδυασμένων εναλλακτικών σεναρίων στη συγκεκριμένη ΚΕΠΕΥ, σε σχέση με όλο το εύρος της αγοράς και με συνδυασμένα εναλλακτικά σενάρια.

(16) Για τους σκοπούς του εδαφίου (15), εξετάζονται διαφορετικές χρονικές περίοδοι και διάφοροι βαθμοί συνθηκών πίεσης.

(17) Η ΚΕΠΕΥ προσαρμόζει τις στρατηγικές, τις εσωτερικές πολιτικές και τα όρια κινδύνου ρευστότητας και αναπτύσσει αποτελεσματικά σχέδια έκτακτης ανάγκης, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των εναλλακτικών σεναρίων που αναφέρονται στα εδάφια (13) και (14).

(18)(α) H Επιτροπή διασφαλίζει με οδηγία της ότι η ΚΕΠΕΥ καθιερώνει σχέδια ανάκτησης ρευστότητας, τα οποία καθορίζουν επαρκείς στρατηγικές και κατάλληλα μέτρα εφαρμογής προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανά ελλείμματα ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ελλειμμάτων που αφορούν υποκαταστήματα της εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη.

(β) Η Επιτροπή διασφαλίζει με οδηγία της ότι τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) σχέδια ελέγχονται από την ΚΕΠΕΥ τουλάχιστον ετησίως, ενημερώνονται βάσει του αποτελέσματος των εναλλακτικών σεναρίων που ορίζονται στα εδάφια (13) και (14), υποβάλλονται με τη μορφή έκθεσης στα ανώτατα διοικητικά στελέχη και λαμβάνουν την έγκρισή τους, ώστε οι εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες να δύναται να προσαρμοστούν ανάλογα.

(γ) Η ΚΕΠΕΥ προβαίνει στις απαραίτητες λειτουργικές ενέργειες εκ των προτέρων, για να διασφαλίσει ότι τα σχέδια ανάκτησης ρευστότητας μπορούν να υλοποιηθούν άμεσα.

(δ) Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο (γ) λειτουργικές ενέργειες περιλαμβάνουν την τήρηση εξασφαλίσεων που είναι άμεσα διαθέσιμες για τη χρηματοδότηση από την Κεντρική Τράπεζα και την τήρηση εξασφαλίσεων στο νόμισμα άλλου κράτους μέλους, όπου απαιτείται, ή στο νόμισμα τρίτης χώρας στο οποίο έχει ανοίγματα η ΚΕΠΕΥ και, όπου απαιτείται για λειτουργικούς λόγους, εντός της επικράτειας ενός κράτους μέλους υποδοχής ή τρίτης χώρας στο νόμισμα τρίτης χώρας στο οποίο έχει ανοίγματα.

(19) [Διαγράφηκε].

(20) [Διαγράφηκε].

Κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης

48.-(1) Η ΚΕΠΕΥ θεσπίζει πολιτικές και διαδικασίες για τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης.

(2) Οι δείκτες κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης περιλαμβάνουν τον δείκτη μόχλευσης που καθορίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 429 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις ασυμφωνίες μεταξύ ενεργητικού και υποχρεώσεων.

(3) Η ΚΕΠΕΥ αντιμετωπίζει τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης με προνοητικό τρόπο λαμβάνοντας υπόψη τις δυνητικές αυξήσεις του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης λόγω μειώσεων των ιδίων κεφαλαίων της ΚΕΠΕΥ συνεπεία αναμενόμενων ή πραγματοποιηθεισών ζημιών, ανάλογα με τους ισχύοντες λογιστικούς κανόνες.

(4) Για τους σκοπούς του εδαφίου (3), η ΚΕΠΕΥ είναι ικανή να αντέξει μια σειρά διαφορετικών περιπτώσεων πίεσης όσον αφορά τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης.

Διακυβέρνηση
Υποβολή εκθέσεων ανά χώρα

49.-(1) Η ΚΕΠΕΥ δημοσιοποιεί ετησίως, εξειδικεύοντας, ανά κράτος μέλος και ανά τρίτη χώρα στην οποία διαθέτει έδρα, τις ακόλουθες πληροφορίες σε ενοποιημένη βάση για το οικονομικό έτος:

(α) Επωνυμία ή επωνυμίες, φύση δραστηριοτήτων και γεωγραφική θέσηˑ

(β) κύκλο εργασιώνˑ

(γ) αριθμό μισθωτών σε ισοδύναμη βάση πλήρους απασχόλησηςˑ

(δ) αποτελέσματα προ φόρωνˑ

(ε) φόροι επί των αποτελεσμάτωνˑ

(στ) εισπραχθείσες δημόσιες επιδοτήσεις.

(2) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) ελέγχονται σύμφωνα με τον περί Ελεγκτών Νόμο και δημοσιεύονται, εφόσον είναι δυνατό, ως παράρτημα των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ή όπου συντρέχει περίπτωση, των ενοποιημένων δηλώσεων οικονομικών καταστάσεων της ενδιαφερόμενης ΚΕΠΕΥ.

(3) Στον βαθμό που οι μελλοντικές νομοθετικές πράξεις της Ένωσης προβλέπουν υποχρεώσεις γνωστοποίησης πέραν αυτών που ορίζονται στο παρόν άρθρο, το παρόν άρθρο παύει να ισχύει.

Δημοσιοποίηση της απόδοσης των στοιχείων του ενεργητικού

50. Η ΚΕΠΕΥ στην ετήσια έκθεσή της, μεταξύ των βασικών δεικτών, δημοσιοποιεί την απόδοση των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενη ως το καθαρό κέρδος της διαιρούμενο με το συνολικό ισολογισμό της.

Πολιτικές αποδοχών

51.-(1) Η ΚΕΠΕΥ, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή του συνόλου των πολιτικών περί αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και των προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, για τις κατηγορίες υπαλλήλων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου της ΚΕΠΕΥ, συμμορφώνεται προς τις ακόλουθες απαιτήσεις κατά τρόπο που ενδείκνυται για το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της:

(α) Η πολιτική αποδοχών συνάδει με και προωθεί την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων εκ μέρους της ΚΕΠΕΥ και είναι ουδέτερη ως προς το φύλοˑ

(β) η πολιτική αποδοχών είναι σύμφωνη προς την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της ΚΕΠΕΥ και ενσωματώνει μέτρα για την αποφυγή αντικρουόμενων συμφερόντων και είναι ουδέτερη ως προς το φύλοˑ

(γ) το διοικητικό συμβούλιο της ΚΕΠΕΥ, κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας, υιοθετεί και αναθεωρεί περιοδικά τις γενικές αρχές της πολιτικής αποδοχών και είναι υπεύθυνο για την επίβλεψη της υλοποίησής τηςˑ

(δ) η εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών υπόκειται, τουλάχιστον ετησίως, σε κεντρικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο ως προς τη συμμόρφωση προς τις πολιτικές και διαδικασίες αποδοχών που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο στο πλαίσιο λειτουργιών εποπτείας που επιτελείˑ

(ε) το προσωπικό που έχει επιφορτισθεί με καθήκοντα ελέγχου είναι ανεξάρτητο από τις επιχειρηματικές μονάδες τις οποίες εποπτεύει, έχει τις κατάλληλες εξουσίες και αμείβεται με βάση την επίτευξη των στόχων που συνδέονται με τα καθήκοντά του, ανεξαρτήτως των επιδόσεων των επιχειρηματικών τομέων που ελέγχειˑ

(στ) οι αποδοχές των ανωτάτων στελεχών στις λειτουργίες διαχείρισης κινδύνου και της κανονιστικής συμμόρφωσης εποπτεύονται άμεσα από την επιτροπή αποδοχών που αναφέρεται στο άρθρο 53 του παρόντος Νόμου ή, εφόσον δεν έχει συσταθεί η ανωτέρω επιτροπή, από το διοικητικό συμβούλιο, υπό την εποπτική του αρμοδιότηταˑ

(ζ) στην πολιτική αποδοχών, λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια καθορισμού μισθών στη Δημοκρατία, γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των κριτηρίων όσον αφορά τον καθορισμό-

(i) των σταθερών βασικών αποδοχών, που πρέπει να αντανακλούν κυρίως τη συναφή επαγγελματική εμπειρία και την ευθύνη της διαχείρισης όπως ορίζεται στην περιγραφή καθηκόντων του υπαλλήλου ως μέρος των όρων σύμβασηςˑ και

(ii) των μεταβλητών αποδοχών, που πρέπει να αντανακλούν επιδόσεις βιώσιμες και προσαρμοσμένες στον κίνδυνο, καθώς και επιδόσεις που υπερβαίνουν τις απαιτούμενες για την εκπλήρωση των καθηκόντων που περιλαμβάνονται στην περιγραφή καθηκόντων του υπαλλήλου ως μέρος των όρων σύμβασης.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), στις κατηγορίες υπαλλήλων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου της ΚΕΠΕΥ περιλαμβάνονται τουλάχιστον-

(α) όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχηˑ

(β) τα μέλη του προσωπικού με διευθυντικές ευθύνες επί των λειτουργιών ελέγχου ή των σημαντικών επιχειρηματικών μονάδων της ΚΕΠΕΥˑ

(γ) τα μέλη του προσωπικού που εδικαιούντο σημαντική αμοιβή κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Οι αποδοχές του μέλους του προσωπικού είναι ίσες ή υψηλότερες από πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000) και ίσες ή υψηλότερες από τις μέσες αποδοχές που παρέχονται στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη της ΚΕΠΕΥ τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο (α),

(ii) το μέλος του προσωπικού ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητα στο πλαίσιο σημαντικής επιχειρηματικής μονάδας και η δραστηριότητα αυτή ανήκει σε είδος που έχει σημαντικές επιπτώσεις στα χαρακτηριστικά κινδύνου της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας.

Μεταβλητά στοιχεία αποδοχών

52.-(1) Στην περίπτωση μεταβλητών στοιχείων αποδοχών, οι εξής αρχές ισχύουν επιπρόσθετα και βάσει των ιδίων προϋποθέσεων με εκείνες των παραγράφων (α) έως (ζ) και των υποπαραγράφων (i) και (ii) της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 51:

(α) Στην περίπτωση που οι αποδοχές συνδέονται με τις αποδόσεις, το συνολικό ποσό των αποδοχών βασίζεται σε ένα συνδυασμό εκτίμησης των αποδόσεων του ατόμου, της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων της ΚΕΠΕΥ, και, κατά την εκτίμηση των ατομικών αποδόσεων, λαμβάνονται υπόψη χρηματοοικονομικά και μη κριτήριαˑ

(β) η εκτίμηση των επιδόσεων εντάσσεται σε πολυετές πλαίσιο, ώστε η διαδικασία της εκτίμησης να βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και η καταβολή των τμημάτων της αμοιβής που συνδέεται με τις επιδόσεις να κατανέμεται σε μια περίοδο που λαμβάνει υπόψη τον υποκείμενο κύκλο της οικονομικής δραστηριότητας της ΚΕΠΕΥ και τους επιχειρηματικούς κινδύνουςˑ

(γ) το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών δεν περιορίζει τη δυνατότητα της ΚΕΠΕΥ να ενισχύει την κεφαλαιακή της βάσηˑ

(δ) οι εγγυημένες μεταβλητές αμοιβές δεν συνάδουν με την υγιή διαχείριση κινδύνου ή την αρχή της αμοιβής βάσει επιδόσεων και δεν περιλαμβάνονται στα μελλοντικά σχέδια αποδοχώνˑ

(ε) οι εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές αποτελούν εξαίρεση και παρέχονται μόνο όταν προσλαμβάνεται νέο προσωπικό, υπό τον όρο ότι η ΚΕΠΕΥ διαθέτει υγιή και ισχυρή κεφαλαιακή βάση, και περιορίζεται στο πρώτο έτος απασχόλησηςˑ

(στ) οι σταθερές και οι μεταβλητές συνιστώσες των συνολικών αποδοχών εξισορροπούνται κατάλληλα και το σταθερό στοιχείο αντιπροσωπεύει ένα επαρκώς υψηλό ποσοστό των συνολικών αποδοχών, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής κατά το σκέλος των μεταβλητών στοιχείων των αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να μην καταβληθεί μεταβλητό στοιχείο των αποδοχώνˑ

(ζ) η ΚΕΠΕΥ ορίζει τη δέουσα αναλογία μεταξύ πάγιων και μεταβλητών συνιστωσών του συνόλου των αποδοχών, όπου ισχύουν οι ακόλουθες αρχές:

(i) Η μεταβλητή συνιστώσα δεν υπερβαίνει το εκατόν τοις εκατόν (100%) της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε άτομοˑ

(ii) οι μέτοχοι ή οι ιδιοκτήτες ή τα μέλη της ΚΕΠΕΥ δύνανται να εγκρίνουν υψηλότερη μέγιστη αναλογία μεταξύ πάγιας και μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό ύψος της μεταβλητής συνιστώσας δεν υπερβαίνει το διακόσια τοις εκατόν (200%) της πάγιας συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε άτομοˑ

(iii) τυχόν έγκριση υψηλότερης αναλογίας σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) πραγματοποιείται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία:

(Α) Οι μέτοχοι ή οι ιδιοκτήτες ή τα μέλη της ΚΕΠΕΥ ενεργούν βάσει λεπτομερούς σύστασης της ΚΕΠΕΥ στην οποία αναφέρονται οι λόγοι και το πεδίο εφαρμογής της επιδιωκόμενης έγκρισης, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού του υπηρετούντος προσωπικού, των καθηκόντων του και του αναμενόμενου αντίκτυπου ως προς την απαίτηση διατήρησης υγιούς κεφαλαιακής βάσηςˑ

(Β) κατά παρέκκλιση των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, οι μέτοχοι ή οι ιδιοκτήτες ή τα μέλη της ΚΕΠΕΥ αποφασίζουν με πλειοψηφία τουλάχιστον εξήντα έξι τοις εκατόν (66%), νοουμένου ότι εκπροσωπείται τουλάχιστον το πενήντα τοις εκατόν (50%) των μετοχών ή ισοδύναμων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ή, σε αντίθετη περίπτωση, αποφασίζουν με πλειοψηφία εβδομήντα πέντε τοις εκατόν (75%) των εκπροσωπούμενων δικαιωμάτων ιδιοκτησίαςˑ

(Γ) η ΚΕΠΕΥ κοινοποιεί σε όλους τους μετόχους ή ιδιοκτήτες ή μέλη της, παρέχοντας εκ των προτέρων εύλογη περίοδο προειδοποίησης, ότι θα επιδιωχθεί έγκριση δυνάμει της υποπαραγράφου (ii) της παρούσας παραγράφουˑ

(Δ) η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή σχετικά με τη σύσταση προς τους μετόχους ή ιδιοκτήτες ή μέλη της, συμπεριλαμβανομένης της προτεινόμενης υψηλότερης μέγιστης αναλογίας και του σχετικού σκεπτικού, καθώς και είναι σε θέση να αποδείξει στην Επιτροπή ότι η προτεινόμενη υψηλότερη αναλογία δεν αντιβαίνει στις υποχρεώσεις της ΚΕΠΕΥ δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχοντας ιδίως υπόψη τις υποχρεώσεις της ΚΕΠΕΥ περί ιδίων κεφαλαίωνˑ

(Ε) η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή σχετικά με τις αποφάσεις των μετόχων ή των ιδιοκτητών ή των μελών της, συμπεριλαμβανομένης τυχόν έγκρισης υψηλότερης αναλογίας σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παρούσας παραγράφου, η δε Επιτροπή χρησιμοποιεί τις λαμβανόμενες πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των σχετικών πρακτικών των ΚΕΠΕΥˑ

(ΣΤ) η Επιτροπή διαβιβάζει τις εν λόγω πληροφορίες στην ΕΑΤˑ

(Ζ) τα μέλη του προσωπικού τα οποία αφορούν άμεσα τα υψηλότερα μέγιστα επίπεδα μεταβλητών αποδοχών που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) της παρούσας παραγράφου δεν επιτρέπεται, κατά περίπτωση, να ασκούν, άμεσα ή έμμεσα, τυχόν δικαιώματα ψήφου που μπορεί να έχουν ως μέτοχοι της ΚΕΠΕΥˑ

(iv) η ΚΕΠΕΥ δύναται να εφαρμόζει τον συντελεστή αναπροσαρμογής για ποσό είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) κατ’ ανώτατο όριο των συνολικών μεταβλητών αποδοχών εφόσον αυτό πληρώνεται σε μέσα που αναβάλλονται για περίοδο η οποία δεν είναι μικρότερη των πέντε (5) ετώνˑ

(η) οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν σε βάθος χρόνου και δεν ανταμείβουν την αποτυχία ή τη διάπραξη παραπτωμάτωνˑ

(θ) τα πακέτα αποδοχών που αφορούν αποζημίωση ή εξαγορά από συμβάσεις σε προηγούμενη απασχόληση πρέπει να ευθυγραμμίζονται με το μακροπρόθεσμο συμφέρον της ΚΕΠΕΥ, περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων περί επίσχεσης, αναστολής, επιδόσεων και ανάκτησηςˑ

(ι) η μέτρηση των επιδόσεων που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές ή των ομαδοποιημένων συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές περιλαμβάνει προσαρμογή προς κάθε είδους τρεχόντων και μελλοντικών κινδύνων και λαμβάνει υπόψη το κόστος κεφαλαίου και τη ρευστότητα που απαιτείταιˑ

(ια) η κατανομή των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές εντός της ΚΕΠΕΥ λαμβάνει επίσης υπόψη το πλήρες φάσμα των τρεχόντων και μελλοντικών κινδύνων·

(ιβ) σημαντικό μέρος, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον το πενήντα τοις εκατόν (50%) οιωνδήποτε μεταβλητών αποδοχών, πρέπει να αποτελείται από αναλογία των παρακάτω:

(i) Μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική δομή της ΚΕΠΕΥ, ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική δομή της ΚΕΠΕΥ, ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα·

(ii) όπου είναι δυνατό, άλλα μέσα, κατά την έννοια του Άρθρου 52 ή 63 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή άλλα μέσα πλήρως μετατρέψιμα σε μέσα του Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 ή που έχουν επανεκτιμηθεί, τα οποία σε κάθε περίπτωση αντανακλούν δεόντως την πιστοληπτική ικανότητα της ΚΕΠΕΥ σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης και είναι κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών·

(iii) τα μέσα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο υπόκεινται σε ενδεδειγμένη πολιτική διακράτησης με σκοπό την ευθυγράμμιση των κινήτρων με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της ΚΕΠΕΥ·

(iv) η Επιτροπή δύναται να θέτει περιορισμούς στο είδος και στο σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύει ορισμένα μέσα όπως αρμόζει·

(v) η παρούσα παράγραφος πρέπει να εφαρμόζεται τόσο στο μέρος του υπό αναβολή μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών σύμφωνα με την παράγραφο (ιγ) όσο και στο μέρος του μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών που δεν τελεί υπό αναβολή·

(ιγ) η καταβολή σημαντικού μέρους και σε κάθε περίπτωση σε ποσοστό ύψους τουλάχιστον σαράντα τοις εκατόν (40%) της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών αναβάλλεται για χρονική περίοδο η οποία δεν είναι μικρότερη από τέσσερα (4) έως πέντε (5) έτη και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους της και τις δραστηριότητες του εν λόγω μέλους του προσωπικού· για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη της ΚΕΠΕΥ που είναι σημαντικά ως προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της, η περίοδος αναβολής δεν είναι μικρότερη από πέντε (5) έτη· οι πληρωτέες αποδοχές που υπάγονται στις ρυθμίσεις περί αναβολής δεν καθίστανται καταβλητέες ταχύτερα απ' ό,τι προβλέπεται σε αναλογική βάση· σε περίπτωση μεταβλητής συνιστώσας αποδοχών ιδιαίτερα υψηλού ποσού, αναβάλλεται η καταβολή της τουλάχιστον κατά ποσοστό ύψους εξήντα τοις εκατόν (60%)· η χρονική διάρκεια της περιόδου αναβολής καθορίζεται σύμφωνα με τον επιχειρηματικό κύκλο, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους που ενέχει και τις δραστηριότητες των μελών του προσωπικού που αφορά·

(ιδ) (i) η μεταβλητή αμοιβή, περιλαμβανομένου του μέρους υπό αναβολή, καταβάλλεται ή κατοχυρώνεται μόνον εφόσον είναι βιώσιμη βάσει της οικονομικής κατάστασης της ΚΕΠΕΥ συνολικά και δικαιολογημένη βάσει των επιδόσεων της ΚΕΠΕΥ, της εν λόγω επιχειρησιακής μονάδας και του εν λόγω ατόμου·

(ii) με την επιφύλαξη των γενικών αρχών του κυπριακού εργατικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των διατάξεων περί συμβάσεων εργασίας, το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών συρρικνώνεται γενικά σημαντικά όταν η ΚΕΠΕΥ παρουσιάζει υποτονικές ή αρνητικές χρηματοοικονομικές επιδόσεις, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις τρέχουσες αμοιβές όσο και τις μειώσεις σε αμοιβές που είχαν προηγουμένως εισπραχθεί, συμπεριλαμβανομένων μέσω ρυθμίσεων malus ή ρυθμίσεων περί επιστροφής αμοιβών·

(iii) ποσοστό έως και εκατόν τοις εκατόν (100%) του συνόλου των μεταβλητών αποδοχών υπόκειται σε ρυθμίσεις malus ή ρυθμίσεις περί επιστροφής αμοιβών·

(iv) η ΚΕΠΕΥ θεσπίζει ειδικά κριτήρια για την εφαρμογή του malus ή της επιστροφής αμοιβών τα οποία καλύπτουν ειδικότερα καταστάσεις όπου το μέλος του προσωπικού-

(Α) συμμετείχε ή ήταν υπεύθυνο για συμπεριφορά η οποία προξένησε σημαντικές ζημίες στην ΚΕΠΕΥ,

(Β) δεν πληρούσε τα προσήκοντα πρότυπα ικανότητας και ευπρέπειας·

(ιε) η συνταξιοδοτική πολιτική είναι σύμφωνη με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της ΚΕΠΕΥ· εάν ο υπάλληλος αποχωρήσει από την ΚΕΠΕΥ πριν από τη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές διατηρούνται από την ΚΕΠΕΥ για διάστημα πέντε (5) ετών, με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην παράγραφο (ιβ)· στην περίπτωση υπαλλήλου που φθάνει στη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται στον υπάλληλο με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην παράγραφο (ιβ), με την επιφύλαξη πενταετούς περιόδου διακράτησης·

(ιστ) τα μέλη του προσωπικού δεν χρησιμοποιούν προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση συνδεδεμένη με αποδοχές ή ευθύνη, οι οποίες να καταστρατηγούν τους περιλαμβανόμενους στις ρυθμίσεις περί αποδοχών μηχανισμούς ευθυγράμμισης με τον κίνδυνο·

(ιζ) η μεταβλητή αμοιβή δεν καταβάλλεται μέσω μηχανισμών ή μεθόδων που διευκολύνουν τη μη συμμόρφωση με τον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(2) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (1), οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (ιβ) και (ιγ) και (ιε)(ii)(iii) του εν λόγω εδαφίου δεν ισχύουν για-

(α) ΚΕΠΕΥ που δεν αποτελεί μεγάλο ίδρυμα όπως ορίζεται Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 146) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της οποίας είναι κατά μέσον όρο και σε ατομική βάση σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ίση ή μικρότερη από πέντε δισεκατομμύρια ευρώ (€5.000.000.000) κατά τη διάρκεια της τετραετίας που προηγείται άμεσα του τρέχοντος οικονομικού έτους·

(β) μέλος του προσωπικού του οποίου οι ετήσιες μεταβλητές αποδοχές δεν υπερβαίνουν τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) και δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τρίτο των συνολικών ετήσιων αποδοχών του μέλους του προσωπικού.

(3) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), η Επιτροπή δύναται να μειώσει ή να αυξήσει το ανώτατο όριο που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2), υπό την προϋπόθεση ότι-

(α) η ΚΕΠΕΥ δεν αποτελεί μεγάλο ίδρυμα, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 146) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, όταν το ανώτατο όριο αυξάνεται -

(i) η ΚΕΠΕΥ πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 145) στοιχεία γ), δ) και ε) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και

(ii) το ανώτατο όριο δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε δισεκατομμύρια ευρώ (€15.000.000.000)·

(β) ενδείκνυται να τροποποιηθεί το ανώτατο όριο σύμφωνα με το παρόν εδάφιο, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της ΚΕΠΕΥ, της εσωτερικής οργάνωσής της ή, κατά περίπτωση, των χαρακτηριστικών του ομίλου στον οποίο ανήκει.

(4) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου (β), του εδαφίου (2), η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει ότι τα μέλη του προσωπικού που δικαιούνται ετήσιες μεταβλητές αποδοχές κάτω του ανώτατου ορίου και του μεριδίου που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) δεν υπόκεινται στην εξαίρεση της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) λόγω των ιδιαιτεροτήτων της κυπριακής αγοράς όσον αφορά στις πρακτικές αποδοχών ή λόγω της φύσης των αρμοδιοτήτων και της περιγραφής καθηκόντων των εν λόγω μελών του προσωπικού.

Επιτροπή αποδοχών

53.-(1) Η ΚΕΠΕΥ η οποία είναι σημαντική από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, του πεδίου εφαρμογής και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της θεσπίζει επιτροπή αποδοχών.

(2) Η επιτροπή αποδοχών συγκροτείται ούτως ώστε να εκφέρει αρμοδίως και ανεξαρτήτως γνώμη για τις πολιτικές και τις πρακτικές αποδοχών καθώς και για τα κίνητρα που δημιουργούνται για τη διαχείριση του κινδύνου, του κεφαλαίου και της ρευστότητας.

(3) Η κατά το εδάφιο (2) επιτροπή αποδοχών είναι υπεύθυνη για την προετοιμασία των αποφάσεων σχετικά με τις αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν επιπτώσεις στους κινδύνους και τη διαχείριση των κινδύνων της συγκεκριμένης ΚΕΠΕΥ και οι οποίες λαμβάνονται από το διοικητικό συμβούλιο.

(4) Ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής αποδοχών είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου που δεν ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα στη συγκεκριμένη ΚΕΠΕΥ.

(5) Σε περίπτωση που στο κυπριακό δίκαιο προβλέπεται εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό συμβούλιο, στην επιτροπή αποδοχών περιλαμβάνεται ένας ή περισσότεροι εκπρόσωποι των εργαζομένων.

(6) Κατά την προπαρασκευή παρόμοιων αποφάσεων, η επιτροπή αποδοχών λαμβάνει υπόψη τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων, των επενδυτών και άλλων εμπλεκομένων στην ΚΕΠΕΥ και το δημόσιο συμφέρον.

Τήρηση ιστοτόπου σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση και τις αποδοχές

54. Η ΚΕΠΕΥ που τηρεί διαδικτυακό τόπο, εξηγεί σε αυτόν τον τρόπο με τον οποίο συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις των άρθρων 9 και 10 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και των άρθρων 49 έως 53.

Διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης
Εποπτικός έλεγχος και αξιολόγηση

55.-(1) Λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που παρατίθενται στο άρθρο 56, η Επιτροπή εξετάζει τις ρυθμίσεις, στρατηγικές, διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζει η ΚΕΠΕΥ προκειμένου να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και αξιολογεί -

(α) κινδύνους τους οποίους η ΚΕΠΕΥ έχει αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβει· και

(β) κινδύνους που εντοπίζονται κατά την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της ΚΕΠΕΥ.

(2) Το πεδίο εφαρμογής της εξέτασης και της αξιολόγησης που προβλέπονται στο εδάφιο (1) καλύπτει όλες τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(3) Βάσει της εξέτασης και αξιολόγησης που προβλέπονται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή ρυθμίζει με οδηγία της κατά πόσο οι ρυθμίσεις, στρατηγικές, διαδικασίες και μηχανισμοί που εφαρμόζει η ΚΕΠΕΥ, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά και η ρευστότητά της εξασφαλίζουν την υγιή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων της.

(4) Η Επιτροπή καθορίζει τη συχνότητα και την ένταση της εξέτασης και αξιολόγησης που διεξάγεται δυνάμει του εδαφίου (1) έχοντας υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σπουδαιότητα, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της ΚΕΠΕΥ, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.

(5) Η εξέταση και αξιολόγηση που προβλέπεται στο εδάφιο (4), επικαιροποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση για τις ΚΕΠΕΥ που καλύπτονται από το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 57.

(6) Κατά τη διενέργεια της εξέτασης και αξιολόγησης που προβλέπονται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή εφαρμόζει την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με τα κριτήρια που δημοσιοποιούνται δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 95.

(7) Η Επιτροπή δύναται να προσαρμόσει τις μεθοδολογίες για την εφαρμογή της εξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στο εδάφιο (1), προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη ΚΕΠΕΥ με παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου, όπως παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα ή γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων.

(8) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (7) εξατομικευμένες μεθοδολογίες δύναται να περιλαμβάνουν δείκτες αναφοράς με γνώμονα τον κίνδυνο, καθώς και ποσοτικούς δείκτες και να επιτρέπουν τη δέουσα συνεκτίμηση των ειδικών κινδύνων στους οποίους δύναται να εκτίθεται κάθε ΚΕΠΕΥ, χωρίς να θίγουν τον ειδικό για κάθε ΚΕΠΕΥ χαρακτήρα των μέτρων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 61.

(9) Η Επιτροπή σε περίπτωση που χρησιμοποιεί εξατομικευμένες μεθοδολογίες σύμφωνα με το εδάφιο (7), ενημερώνει την ΕΑΤ.

(10) Σε περίπτωση που προκύπτει από την εξέταση ότι η ΚΕΠΕΥ ενδέχεται να ενέχει συστημικό κίνδυνο σύμφωνα με το Άρθρο 23 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Επιτροπή ενημερώνει αμελλητί την ΕΑΤ σχετικά με τα αποτελέσματα της εξέτασης.

(11) Σε περίπτωση που μια εξέταση, ιδίως η αξιολόγηση των ρυθμίσεων διακυβέρνησης, του επιχειρηματικού μοντέλου ή των δραστηριοτήτων της ΚΕΠΕΥ, παρέχει στην Επιτροπή βάσιμους λόγους να εικάζει ότι, σε σχέση με την εν λόγω ΚΕΠΕΥ, διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή υπάρχει αυξημένος τέτοιος κίνδυνος, η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως την ΜΟΚΑΣ.

(12) Σε περίπτωση δυνητικού αυξημένου κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η Επιτροπή και η ΜΟΚΑΣ έρχονται σε επαφή και κοινοποιούν αμέσως την κοινή τους εκτίμηση στην ΕΑΤ.

(13) Η Επιτροπή λαμβάνει καταλλήλως μέτρα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες.

Τεχνικά κριτήρια για τον εποπτικό έλεγχο και αξιολόγηση

56.-(1) Επιπρόσθετα στον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και τον λειτουργικό κίνδυνο, η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιείται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 55 καλύπτει τουλάχιστον τα εξής:

(α) Τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων σύμφωνα με το Άρθρο 177 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που πραγματοποιεί η ΚΕΠΕΥ που εφαρμόζει τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων·

(β) τον βαθμό έκθεσης της ΚΕΠΕΥ σε κίνδυνο συγκέντρωσης καθώς και τη διαχείριση των κινδύνων αυτών, περιλαμβανομένης της συμμόρφωσής της με τις απαιτήσεις του Τέταρτου μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του άρθρου 42·

(γ) την αρτιότητα, την καταλληλότητα και τον τρόπο εφαρμογής των πολιτικών και διαδικασιών της ΚΕΠΕΥ για τη διαχείριση του υπολειπόμενου κινδύνου που συνδέεται με τη χρήση αναγνωρισμένων τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου·

(δ) τον βαθμό στον οποίο είναι επαρκή τα ίδια κεφάλαια που διατηρεί η ΚΕΠΕΥ σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού που έχει τιτλοποιήσει, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής σημασίας της συναλλαγής και του επιτευχθέντος βαθμού μεταφοράς κινδύνου·

(ε) την έκθεση σε κίνδυνο ρευστότητας που αναλαμβάνει η ΚΕΠΕΥ και τη μέτρηση και διαχείριση αυτού, περιλαμβανομένων της ανάπτυξης αναλύσεων εναλλακτικών σεναρίων, της διαχείρισης παραγόντων που μειώνουν τον κίνδυνο, ειδικά το επίπεδο, τη σύνθεση και την ποιότητα των αποθεμάτων ρευστότητας, και αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης·

(στ) τις επιπτώσεις της διαφοροποίησης και τον τρόπο με τον οποίο οι επιπτώσεις αυτές παραμετροποιούνται στο σύστημα μέτρησης κινδύνων·

(ζ) τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που πραγματοποιεί η ΚΕΠΕΥ που χρησιμοποιεί εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κίνδυνο αγοράς βάσει του Τρίτου μέρους, Τίτλος IV, Κεφάλαιο 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(η) τη γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων της ΚΕΠΕΥ·

(θ) το επιχειρηματικό μοντέλο της ΚΕΠΕΥ.

(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1), η Επιτροπή διεξάγει σε τακτά διαστήματα συνολική αξιολόγηση της γενικής διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας από τις ΚΕΠΕΥ και προάγει την ανάπτυξη αξιόπιστων εσωτερικών μεθόδων.

(3) Η Επιτροπή, κατά τη διεξαγωγή των αξιολογήσεων, λαμβάνει υπόψη τον ρόλο που διαδραματίζουν οι ΚΕΠΕΥ στις χρηματοοικονομικές αγορές.

(4) Επιπροσθέτως των διατάξεων του εδαφίου (3), η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών της στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων εμπλεκόμενων κρατών μελών.

(5) Η Επιτροπή ελέγχει κατά πόσο μια ΚΕΠΕΥ έχει παράσχει έμμεση υποστήριξη σε μια τιτλοποίηση.

(6) Σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η ΚΕΠΕΥ έχει παράσχει πάνω από μία φορά έμμεση υποστήριξη, η Επιτροπή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα που αντικατοπτρίζουν την αυξημένη προσδοκία ότι η ΚΕΠΕΥ θα παράσχει μελλοντικά υποστήριξη στις τιτλοποιήσεις της με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιτύχει ουσιαστική μεταφορά κινδύνου.

(7) Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που διενεργείται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 55, η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσο οι αναπροσαρμογές της αξίας που έχουν πραγματοποιηθεί για θέσεις ή χαρτοφυλάκια στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, σύμφωνα με το Άρθρο 105 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, επιτρέπουν στην ΚΕΠΕΥ να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις της σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς.

(8)(α) Ο έλεγχος και η αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Επιτροπή περιλαμβάνουν την έκθεση της ΚΕΠΕΥ στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου.

(β) Η Επιτροπή ασκεί τις εποπτικές της εξουσίες τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(i) Εφόσον η οικονομική αξία των μετοχών ΚΕΠΕΥ, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 45, μειώνεται πέραν του δεκαπέντε τοις εκατόν (15%) του οικείου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιοδήποτε εκ των έξι εποπτικών σεναρίων διαταραχών που εφαρμόζονται στα επιτόκια,

(ii) εφόσον η ΚΕΠΕΥ αντιμετωπίσει μεγάλη μείωση στα καθαρά της έσοδα από τόκους, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 45, ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιαδήποτε εκ των δύο εποπτικών σεναρίων που εφαρμόζονται στα επιτόκια.

(γ) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου (β), η Επιτροπή δεν υποχρεούται να ασκεί εποπτικές εξουσίες όταν κρίνει, βάσει του ελέγχου και της αξιολόγησης που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο, ότι η διαχείριση στην οποία προβαίνει η ΚΕΠΕΥ έναντι του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών είναι επαρκής και ότι η ΚΕΠΕΥ δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένη στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου.

(9) Για σκοπούς του εδαφίου (8), «εποπτικές εξουσίες» σημαίνει εξουσίες στις οποίες αναφέρεται το εδάφιο (1) του άρθρου 61 ή την εξουσία καθορισμού παραδοχών για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων, πλην εκείνων που προσδιορίζονται από τον ΕΑΤ σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 5α του Άρθρου 98 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, που πρέπει να αποτυπώνονται από τις ΚΕΠΕΥ στον υπολογισμό τους όσον αφορά την οικονομική αξία των μετοχών σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 45 του παρόντος Νόμου.

(10) Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Επιτροπή περιλαμβάνει την έκθεση ΚΕΠΕΥ στον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται από τους δείκτες υπερβολικής μόχλευσης, συμπεριλαμβανομένου του δείκτη μόχλευσης σύμφωνα με το Άρθρο 429 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(11) Για τον καθορισμό της επάρκειας του δείκτη μόχλευσης της ΚΕΠΕΥ και των ρυθμίσεων, στρατηγικών, διαδικασιών και μηχανισμών που εφαρμόζει η ΚΕΠΕΥ για τη διαχείριση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο της ΚΕΠΕΥ.

(12) Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Επιτροπή περιλαμβάνει τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης της ΚΕΠΕΥ, την εταιρική της κουλτούρα, τις εταιρικές της αξίες και την ικανότητα των μελών του διοικητικού συμβουλίου να εκτελούν τα καθήκοντά τους.

(13) Κατά την προβλεπόμενη στο εδάφιο (12) εξέταση και αξιολόγηση, η Επιτροπή έχει τουλάχιστον πρόσβαση στα θέματα προς συζήτηση και τα δικαιολογητικά έγγραφα των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου και των επιτροπών αυτού και τα αποτελέσματα της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης επιδόσεων του διοικητικού συμβουλίου.

Πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης

57.-(1) Η Επιτροπή εφαρμόζει πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο για τις ΚΕΠΕΥ.

(2) Το πρόγραμμα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) λαμβάνει υπόψη τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 55 και περιλαμβάνει τα εξής:

(α) Ένδειξη του τρόπου με τον οποίο η Επιτροπή σκοπεύει να ασκήσει τα καθήκοντά της και να κατανείμει τους πόρους της·

(β) προσδιορισμός των ΚΕΠΕΥ που πρόκειται να τεθούν υπό ενισχυμένη εποπτεία και τα μέτρα που λαμβάνονται για τέτοια εποπτεία όπως καθορίζεται στο εδάφιο (4)·

(γ) σχέδιο για επιτόπιους ελέγχους στα γραφεία ΚΕΠΕΥ, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων και θυγατρικών αυτής που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα άρθρα 13, 81 και 84.

(3) Τα προγράμματα εποπτικής εξέτασης περιλαμβάνουν τις ακόλουθες ΚΕΠΕΥ:

(α) ΚΕΠΕΥ για τις οποίες τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων των παραγράφων (α) και (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 56 και του άρθρου 58 ή το αποτέλεσμα της εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης βάσει του άρθρου 55 δεικνύουν την ύπαρξη σημαντικών κινδύνων για τη συνεχή χρηματοοικονομική τους αρτιότητα ή μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(β) οποιεσδήποτε άλλες ΚΕΠΕΥ για τις οποίες η Επιτροπή το θεωρεί αναγκαίο.

(4)Σε περίπτωση που κρίνεται σκόπιμο σύμφωνα με το άρθρο 55, εφόσον είναι απαραίτητο, λαμβάνονται, ειδικότερα, τα ακόλουθα μέτρα:

(α) Αύξηση του αριθμού ή της συχνότητας των επιτόπιων ελέγχων της ΚΕΠΕΥ·

(β) μόνιμη παρουσία της Επιτροπής στην ΚΕΠΕΥ·

(γ) υποβολή πρόσθετων ή συχνότερων αναφορών από την ΚΕΠΕΥ·

(δ) πρόσθετες ή συχνότερες εξετάσεις του λειτουργικού, στρατηγικού ή επιχειρηματικού σχεδίου της ΚΕΠΕΥ·

(ε) θεματικές εξετάσεις που παρακολουθούν συγκεκριμένους κινδύνους που ενδέχεται να εμφανιστούν.

(5) Η θέσπιση προγράμματος εποπτικής εξέτασης από την Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής να διενεργούν, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν τα υποκαταστήματα ΚΕΠΕΥ στο έδαφός τους σύμφωνα με τις εναρμονιστικές με την παράγραφο 3 του Άρθρου 52 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις των οικείων κρατών μελών.

(6) Σε περίπτωση που η Επιτροπή αποτελεί την αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να διεξάγει ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν τα υποκαταστήματα ΕΠΕΥ στη Δημοκρατία, παρά το γεγονός ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης έχει θεσπίσει πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης.

Εποπτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων

58. Η Επιτροπή διενεργεί τις ενδεδειγμένες, τουλάχιστον άπαξ ανά έτος, εποπτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων στις ΚΕΠΕΥ, για τη διευκόλυνση της διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 55.

Διαρκής εξέταση της άδειας χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων

59.-(1)(α) Η Επιτροπή αναθεωρεί τακτικά και τουλάχιστον κάθε τρία (3) έτη τη συμμόρφωση της ΚΕΠΕΥ προς τις απαιτήσεις αναφορικά με τις μεθόδους που απαιτούν τη χορήγηση άδειας από την Επιτροπή προτού χρησιμοποιήσει τέτοιες μεθόδους για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το Τρίτο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β) Η Επιτροπή δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε αλλαγές στην επιχειρηματική δραστηριότητα της ΚΕΠΕΥ και στην εφαρμογή αυτών των μεθόδων σε νέα προϊόντα.

(γ) Σε περίπτωση που εντοπίζονται σημαντικές ελλείψεις στην αποτύπωση κινδύνων με την εσωτερική μέθοδο, η ΚΕΠΕΥ διορθώνει ή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για τον μετριασμό των επιπτώσεών τους, και μέσω της επιβολής υψηλότερων πολλαπλασιαστικών συντελεστών, ή της επιβολής κεφαλαιακών προσαυξήσεων, ή λαμβάνει άλλα πρόσφορα και αποτελεσματικά μέτρα.

(2) Η Επιτροπή ειδικότερα εξετάζει και εκτιμά κατά πόσο η ΚΕΠΕΥ χρησιμοποιεί άρτια αναπτυγμένες και επικαιροποιημένες τεχνικές και πρακτικές για τις εν λόγω προσεγγίσεις.

(3) Σε περίπτωση που σε εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αγοράς, πληθώρα υπερβάσεων όπως αυτές που αναφέρονται στο Άρθρο 366 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δείχνουν ότι το υπόδειγμα δεν είναι ή δεν είναι πλέον αρκετά ακριβές, η Επιτροπή ανακαλεί την άδεια χρήσης του εσωτερικού μοντέλου ή επιβάλλει κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι το μοντέλο θα βελτιωθεί άμεσα.

(4)(α) Σε περίπτωση που ΚΕΠΕΥ έχει λάβει άδεια να εφαρμόσει προσέγγιση που απαιτεί την άδεια της Επιτροπής πριν από τη χρήση της εν λόγω προσέγγισης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το Τρίτο Τμήμα του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αλλά δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις για την εφαρμογή της προσέγγισης αυτής, η Επιτροπή ζητά από την ΚΕΠΕΥ είτε να της αποδείξει ότι η μη συμμόρφωσή της έχει ελάχιστη επίπτωση κατά περίπτωση σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή να καταθέσει σχέδιο για την έγκαιρη αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις και να ορίσει προθεσμία εφαρμογής της.

(β) Η Επιτροπή απαιτεί να γίνονται βελτιώσεις στο σχέδιο εάν αυτό δεν αναμένεται να φέρει πλήρη συμμόρφωση ή εάν η προθεσμία είναι ακατάλληλη.

(γ) Σε περίπτωση που η ΚΕΠΕΥ δεν αναμένεται να μπορέσει να επαναφέρει τη συμμόρφωση εντός κατάλληλης προθεσμίας και, κατά περίπτωση, δεν έχει αποδείξει ικανοποιητικά ότι οι επιπτώσεις από τη μη συμμόρφωση είναι ελάχιστες, η άδεια χρήσης της προσέγγισης ανακαλείται ή περιορίζεται στα συμμορφούμενα τμήματα ή στα τμήματα στα οποία η συμμόρφωση είναι εφικτή εντός κατάλληλης προθεσμίας.

(5) Η Επιτροπή, για την εξέταση των αδειών χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων τις οποίες παρέχει σε ΚΕΠΕΥ, λαμβάνει υπόψη την ανάλυση εσωτερικών προσεγγίσεων διαφόρων ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένης της ανάλυσης των συνεπειών στην υλοποίηση του ορισμού του κινδύνου αθέτησης και του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα ιδρύματα παρόμοιους κινδύνους ή χρηματοδοτικά ανοίγματα και τα συγκριτικά κριτήρια αυτής της ανάλυσης που εκπονεί η ΕΑΤ.

Εποπτικά μέτρα και εξουσίες
Εποπτικά μέτρα

60.-(1) Η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα σε πρώιμο στάδιο για να αντιμετωπίσει σχετικά προβλήματα στις ακόλουθες καταστάσεις:

(α) όταν η ΚΕΠΕΥ δεν τηρεί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(β) όταν η Επιτροπή έχει πεισθεί ότι η ΚΕΠΕΥ ενδέχεται να παραβεί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εντός των επόμενων δώδεκα (12) μηνών.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), στις εξουσίες της Επιτροπής περιλαμβάνονται οι εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 61.

Εποπτικές εξουσίες

61.-(1) Για τους σκοπούς του άρθρου 55, των εδαφίων (7), (8) και (9) του άρθρου 56, των παραγράφων (α) έως (γ) του εδαφίου (4) του άρθρου 59 και του άρθρου 60 του παρόντος Νόμου και της εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Επιτροπή έχει τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες:

(α) Να απαιτεί από τις ΚΕΠΕΥ να διαθέτουν πρόσθετα ίδια κεφάλαια πέραν των απαιτήσεων που ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 62 του παρόντος Νόμου·

(β) να απαιτεί την ενίσχυση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 35·

(γ) να απαιτεί από τις ΚΕΠΕΥ να υποβάλουν σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις εποπτικές απαιτήσεις δυνάμει του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και να ορίζει προθεσμία για την εφαρμογή του, συμπεριλαμβανομένων και βελτιώσεων του σχεδίου αυτού όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία·

(δ) να απαιτεί από τις ΚΕΠΕΥ να εφαρμόζουν ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού από την άποψη των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων·

(ε) να θέτει περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, τις εργασίες ή το δίκτυο των ΚΕΠΕΥ ή να ζητεί την αφαίρεση δραστηριοτήτων που ενέχουν υπερβολικούς κινδύνους για την αρτιότητα της ΚΕΠΕΥ·

(στ) να απαιτεί τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ΚΕΠΕΥ, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που ανατίθενται σε τρίτους·

(ζ) να απαιτεί από τις ΚΕΠΕΥ τον περιορισμό των μεταβλητών αποδοχών ως ποσοστού των καθαρών εσόδων, όταν δεν συνάδουν με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης·

(η) να απαιτεί από τις ΚΕΠΕΥ να χρησιμοποιούν τα καθαρά κέρδη για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων·

(θ) να περιορίζει ή να απαγορεύει τη διανομή κερδών ή την καταβολή τόκων από την ΚΕΠΕΥ σε μετόχους, μέλη ή κατόχους μέσων της πρόσθετης κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης της ΚΕΠΕΥ·

(ι) να επιβάλλει απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών σχετικά με τα ίδια κεφάλαια, τη ρευστότητα και τη μόχλευση·

(ια) να επιβάλλει συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού·

(ιβ) να απαιτεί πρόσθετες πληροφορίες.

(2)(α) Για τους σκοπούς της παραγράφου (ι) του εδαφίου (1), η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών στις ΚΕΠΕΥ μόνο όταν η σχετική απαίτηση είναι κατάλληλη και αναλογική ως προς τον σκοπό για τον οποίο απαιτούνται οι πληροφορίες και οι ζητούμενες πληροφορίες δεν είναι αλληλεπικαλυπτόμενες.

(β) Για τους σκοπούς των άρθρων 55 έως 60, κάθε πρόσθετη πληροφορία που μπορεί να απαιτείται από τις ΚΕΠΕΥ θεωρείται ως επαναληπτική, εφόσον οι ίδιες ή οι κατ' ουσίαν ίδιες πληροφορίες έχουν ήδη αναφερθεί με άλλο τρόπο στην Επιτροπή ή μπορούν να παράγονται από την Επιτροπή.

(γ) Η Επιτροπή δεν απαιτεί την αναφορά πρόσθετων πληροφοριών από ΚΕΠΕΥ, εφόσον τις έχει ήδη λάβει υπό διαφορετική μορφή ή επίπεδο ανάλυσης και αυτή η διαφορετική μορφή ή το επίπεδο ανάλυσης δεν αποτρέπουν την Επιτροπή από την παραγωγή πληροφοριών ίδιας ποιότητας και αξιοπιστίας με εκείνες που παρά-γονται με βάση τις πρόσθετες πληροφορίες που θα αναφέρονταν διαφορετικά.

Πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων

62.-(1) Η Επιτροπή επιβάλλει την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 εάν, βάσει των ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 55 και 59, διαπιστώσει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις για μια επιμέρους ΚΕΠΕΥ:

(α) Η ΚΕΠΕΥ είναι εκτεθειμένη σε κινδύνους ή στοιχεία κινδύνων που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς, όπως ορίζει το εδάφιο (2), από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο, και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402ˑ

(β) η ΚΕΠΕΥ δεν πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 34 και 35 ή στο Άρθρο 393 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και πιθανώς άλλα μέτρα εποπτείας δεν θα επαρκούσαν, ώστε να είναι δυνατό να τηρηθούν οι απαιτήσεις αυτές εντός κατάλληλου χρονοδιαγράμματος·

(γ) οι προσαρμογές που αναφέρονται στο εδάφιο (7) του άρθρου 56 θεωρούνται ανεπαρκείς, ώστε να επιτρέψουν στη ΚΕΠΕΥ να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις της σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς·

(δ) η αξιολόγηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με τις παραγράφους (α) έως (γ) του εδαφίου (4) του άρθρου 59 αποκαλύπτει ότι η μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για την εφαρμογή της επιτρεπόμενης προσέγγισης ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπαρκείς απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων·

(ε) η ΚΕΠΕΥ αδυνατεί επανειλημμένως να καθορίζει ή να τηρεί επαρκές επίπεδο πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της καθοδήγησης που ανακοινώνεται σύμφωνα με τα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 63·

(στ) άλλες καταστάσεις που αφορούν μεμονωμένες ΚΕΠΕΥ, οι οποίες θεωρεί η Επιτροπή ότι προκαλούν σημαντικούς εποπτικούς προβληματισμούς.

(2) Η Επιτροπή επιβάλλει την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 μόνο για την κάλυψη των κινδύνων που αντιμετωπίζουν μεμονωμένες ΚΕΠΕΥ λόγω των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων όσων αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις ορισμένων οικονομικών εξελίξεων και εξελίξεων της αγοράς στα χαρακτηριστικά κινδύνου επιμέρους ΚΕΠΕΥ.

(3) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνου θεωρούνται ότι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 μόνο όταν τα ποσά, τα είδη και η κατανομή των κεφαλαίων που κρίνονται επαρκή από την Επιτροπή, λαμβανομένης υπόψη της εποπτικής επανεξέτασης της εκτίμησης που διενεργείται από την ΚΕΠΕΥ σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 34, είναι υψηλότερα από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(4) Για τους σκοπούς του εδαφίου (3), η Επιτροπή αξιολογεί, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά κινδύνου κάθε επιμέρους ΚΕΠΕΥ, τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται η ΚΕΠΕΥ, μεταξύ άλλων-

(α) τους κινδύνους που αφορούν την εκάστοτε ΚΕΠΕΥ ή τα στοιχεία των κινδύνων αυτών που εξαιρούνται ρητά ή δεν καλύπτονται ρητά από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402·

(β) τους κινδύνους που αφορούν την εκάστοτε ΚΕΠΕΥ ή τα στοιχεία των κινδύνων αυτών που ενδέχεται να υποτιμώνται παρά τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(5) Στον βαθμό που οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων υπόκεινται σε μεταβατικές ρυθμίσεις ή διατάξεις αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν θεωρούνται κίνδυνοι ή στοιχεία τέτοιων κινδύνων που ενδέχεται να υποτιμώνται παρά τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(6) Για τους σκοπούς του εδαφίου (3), τα κεφάλαια που θεωρούνται επαρκή καλύπτουν όλους τους κινδύνους ή τα στοιχεία κινδύνων που προσδιορίζονται ως σημαντικοί σύμφωνα με την αξιολόγηση που ορίζεται στο εδάφιο (4), οι οποίοι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(7) Κίνδυνος επιτοκίου που προκύπτει από θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών δύναται να θεωρηθεί σημαντικός τουλάχιστον στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα εδάφια (8) και (9) του άρθρου 56, εκτός εάν η Επιτροπή, κατά την εκτέλεση του ελέγχου και της αξιολόγησης, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διαχείριση από την ΚΕΠΕΥ του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών είναι επαρκής και ότι η ΚΕΠΕΥ δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένη στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

(8) Σε περίπτωση που απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτονται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Επιτροπή προσδιορίζει το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται, βάσει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με τα εδάφια (3) έως (7) και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο Τρίτο και Τέταρτο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(9) Σε περίπτωση που απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Επιτροπή προσδιορίζει το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται, βάσει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με τα εδάφια (3) έως (7) του παρόντος άρθρου και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο Τρίτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(10) Η ΚΕΠΕΥ συμμορφώνεται προς την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων την οποία επιβάλλει η Επιτροπή βάσει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης με ίδια κεφάλαια που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων καλύπτονται με κεφάλαια της κατηγορίας 1·

(β) τουλάχιστον τα τρία τέταρτα του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 που αναφέρεται στην παράγραφο (α) αποτελούνται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1:

Νοείται ότι, η ΚΕΠΕΥ συμμορφώνεται προς την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων την οποία επιβάλλει η Επιτροπή δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 για την αντιμετώπιση κινδύνων υπερβολικής μόχλευσης με κεφάλαια της κατηγορίας 1:

(11) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (10), η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από την ΚΕΠΕΥ να πληροί την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων με υψηλότερο ποσοστό κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ή κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπου χρειάζεται και λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών της ΚΕΠΕΥ.

(12) Ίδια κεφάλαια, που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και επιβάλλεται από την Επιτροπή για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:

(α) Των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(β) της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας·

(γ) της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 63, όταν η καθοδήγηση αφορά κινδύνους εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης.

(13) Ίδια κεφάλαια, που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 του παρόντος Νόμου και επιβάλλεται από την Επιτροπή για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:

(α) Της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που προβλέπεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(β) της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που προβλέπεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(γ) της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 63, όταν η καθοδήγηση αυτή αφορά κινδύνους υπερβολικής μόχλευσης.

(14) Η Επιτροπή αιτιολογεί δεόντως και γραπτώς προς κάθε όργανο την απόφαση της επιβολής πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61, τουλάχιστον παρέχοντας σαφή εικόνα για την πλήρη εκτίμηση των στοιχείων που αναφέρονται στα εδάφια (1) έως (13).

(15) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (14) αιτιολόγηση περιλαμβάνει, στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1), ειδική έκθεση των λόγων για τους οποίους η επιβολή καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια δεν θεωρείται πλέον επαρκής.

Καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια

63.-(1) Σύμφωνα με τις στρατηγικές και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 34, η ΚΕΠΕΥ καθορίζει το εσωτερικό της κεφάλαιο σε κατάλληλο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που επαρκεί ώστε να καλύπτονται όλοι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται η ΚΕΠΕΥ και να διασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια της ΚΕΠΕΥ μπορούν να απορροφήσουν δυνητικές ζημιές που απορρέουν από σενάρια ακραίων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων όσων προσδιορίζονται σύμφωνα με τις εποπτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 58.

(2) Η Επιτροπή επανεξετάζει τακτικά το επίπεδο του εσωτερικού κεφαλαίου που καθορίζεται από κάθε ΚΕΠΕΥ, σύμφωνα με το εδάφιο (1) στο πλαίσιο των ελέγχων και των αξιολογήσεων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 55 και 59, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 58.

(3) Σύμφωνα με την επανεξέταση του εδαφίου (2), η Επιτροπή καθορίζει για κάθε ΚΕΠΕΥ το συνολικό επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που κρίνει κατάλληλο.

(4) Η Επιτροπή ανακοινώνει στις ΚΕΠΕΥ την καθοδήγησή της ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια.

(5) Τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια τα οποία αφορά η καθοδήγηση είναι τα ίδια κεφάλαια που υπερβαίνουν το σχετικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται σύμφωνα με το Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και τον ορισμό του όρου «συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας» του εδαφίου (1) του άρθρου 2 του περί Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου ή σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά περίπτωση, τα οποία είναι αναγκαία για την επίτευξη του συνολικού επιπέδου των ιδίων κεφαλαίων που θεωρείται κατάλληλο από την Επιτροπή σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3).

(6) Η Επιτροπή παρέχει καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με τα εδάφια (4) και (5) ειδικά για κάθε ΚΕΠΕΥ, η οποία καθοδήγηση δύναται να καλύπτει κινδύνους οι οποίοι αντιμετωπίζονται από την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 μόνο στον βαθμό που καλύπτει πτυχές των κινδύνων αυτών, δεν καλύπτονται ήδη βάσει της εν λόγω απαίτησης.

(7) Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σύμφωνα με τα εδάφια (4) και (5) για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:

(α) Των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(β) της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 62 και επιβάλλεται από την Επιτροπή για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.

(8) Ίδια κεφάλαια, που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται βάσει του εδαφίου (4) για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, δεν χρησιμοποιούνται με σκοπό την κάλυψη της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που ορίζεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της απαίτησης του άρθρου 62 που επιβάλλεται από την Επιτροπή για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(9) Η μη κάλυψη της καθοδήγησης που αναφέρεται στα εδάφια (4) και (5), όταν η ΚΕΠΕΥ πληροί τις σχετικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του Τρίτου, Τέταρτου και Έβδομου Μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του Κεφαλαίου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, τη σχετική πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και, κατά περίπτωση, τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν συνεπάγεται την εφαρμογή των περιορισμών των άρθρων 90 και 92.

Συνεργασία με την αρχή εξυγίανσης

64. Η Επιτροπή γνωστοποιεί στη σχετική αρχή εξυγίανσης την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται σε ΚΕΠΕΥ βάσει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και κάθε καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σε ΚΕΠΕΥ σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 63.

Συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας

65.-(1) Για τον σκοπό του καθορισμού του κατάλληλου επιπέδου των απαιτήσεων ρευστότητας με βάση τον έλεγχο και την αξιολόγηση που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 55 έως 59, η Επιτροπή εκτιμά κατά πόσον είναι αναγκαία οποιαδήποτε επιβολή συγκεκριμένης απαίτησης ρευστότητας, για την αποτύπωση των κινδύνων ρευστότητας στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί η ΚΕΠΕΥ, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

(α) Το συγκεκριμένο επιχειρηματικό μοντέλο της ΚΕΠΕΥ·

(β) τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς της ΚΕΠΕΥ που αναφέρονται στα άρθρα 9 και 10 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, στα άρθρα 35 έως 54 και ειδικότερα στο άρθρο 47·

(γ) το αποτέλεσμα του ελέγχου και της αξιολόγησης που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 55.

(2) Ειδικότερα, με την επιφύλαξη του άρθρου 29, η Επιτροπή εξετάζει την ανάγκη εφαρμογής διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων, που περιλαμβάνουν προληπτικά τέλη, το ύψος των οποίων σε γενικές γραμμές σχετίζεται με τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής θέσης ρευστότητας ΚΕΠΕΥ και τυχόν απαιτήσεων ρευστότητας και σταθερής χρηματοδότησης που θεσπίζονται με οδηγία της Επιτροπής ή με νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συγκεκριμένες απαιτήσεις δημοσίευσης

66.-(1) Η Επιτροπή δύναται να απαιτήσει από ΚΕΠΕΥ-

(α) να δημοσιοποιεί τα στοιχεία που αναφέρονται στο Όγδοο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 περισσότερο από μία φορά το χρόνο και να θέσει προθεσμία δημοσίευσης·

(β) να χρησιμοποιεί συγκεκριμένα μέσα και τοποθεσίες για τις δημοσιεύσεις εκτός των δηλώσεων οικονομικής κατάστασης.

(2) Η Επιτροπή έχει εξουσία να απαιτεί από τη μητρική επιχείρηση να δημοσιοποιεί σε ετήσια βάση, είτε ως πλήρες κείμενο ή με αναφορές σε αντίστοιχα στοιχεία, περιγραφή της νομικής δομής και διακυβέρνησης και της οργανωτικής δομής του ομίλου ΚΕΠΕΥ, σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 35 και τα εδάφια (2) έως (5) του άρθρου 69.

Συνέπεια των εποπτικών εξετάσεων, αξιολογήσεων και εποπτικών μέτρων

67. Η Επιτροπή ενημερώνει την ΕΑΤ για-

(α) τη λειτουργία της διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 55·

(β) τη μεθοδολογία που ακολουθεί για τη λήψη αποφάσεων σύμφωνα με τα άρθρα 56, 58, 59, 60, 61 και 65 σχετικά με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο (α).

Επίπεδο εφαρμογής
Εσωτερική διαδικασία εκτίμησης της κεφαλαιακής επάρκειας

68.-(1) Κάθε ΚΕΠΕΥ που δεν είναι ούτε θυγατρική στη Δημοκρατία, ούτε μητρική επιχείρηση και κάθε ΚΕΠΕΥ που δεν περιλαμβάνεται στην ενοποίηση σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τηρεί τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 34 σε ατομική βάση.

(2) Σε περίπτωση που η Επιτροπή ακυρώσει την ισχύ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση, όπως προβλέπονται στο Άρθρο 15 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι απαιτήσεις του άρθρου 34 ισχύουν σε ατομική βάση.

(3) ΚΕΠΕΥ που συστάθηκε στη Δημοκρατία και είναι μητρική επιχείρηση στη Δημοκρατία, στο μέτρο και με τον τρόπο που ορίζεται στο Πρώτο Μέρος, Τίτλος ΙΙ, Κεφάλαιο 2, Τμήματα 2 και 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τηρεί τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 34 σε ενοποιημένη βάση.

(4) Θυγατρικές ΚΕΠΕΥ εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του άρθρου 34 σε υποενοποιημένη βάση εφόσον οι εν λόγω ΚΕΠΕΥ ή η μητρική επιχείρηση αυτών, όταν είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, έχουν ως θυγατρική τους σε τρίτη χώρα ή κατέχουν συμμετοχή σε ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2(1) της Οδηγίας ΟΔ144-2007-16 του 2015.

Ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί των ΚΕΠΕΥ

69.-(1) Η Επιτροπή απαιτεί από τις ΚΕΠΕΥ να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 35 έως 54 σε ατομική βάση, εκτός εάν η Επιτροπή κάνει χρήση της παρέκκλισης του Άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(2) Η Επιτροπή απαιτεί από τις μητρικές επιχειρήσεις και τις θυγατρικές που υπόκεινται στον παρόντα Νόμο να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 35 έως 54 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση και διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί των άρθρων 35 έως 54 είναι συνεπείς και με καλή ενσωμάτωση και ότι μπορούν να παραχθούν οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία αφορούν στον σκοπό της εποπτείας.

(3) Η Επιτροπή απαιτεί από τις μητρικές επιχειρήσεις και τις θυγατρικές που υπόκεινται στον παρόντα Νόμο να εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς, που αναφέρονται στο εδάφιο (2), στις θυγατρικές τους που δεν υπόκεινται στον παρόντα Νόμο ή σε εναρμονιστική με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετική διάταξη της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων όσων εδρεύουν σε υπεράκτια (offshore) οικονομικά κέντρα.

(4) Οι ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) είναι συνεπείς και με καλή ενσωμάτωση και οι θυγατρικές, οι οποίες αναφέρονται τελευταίες στο εδάφιο (3) πρέπει επίσης να είναι σε θέση να παράγουν οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία αφορούν στον σκοπό της εποπτείας.

(5) Οι θυγατρικές επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται στον παρόντα Νόμο ή σε άλλη εναρμονιστική με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετική διάταξη της Δημοκρατίας, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αφορούν ειδικά τον τομέα τους σε ατομική βάση.

(6) Δεν εφαρμόζονται οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από τα άρθρα 35 έως 54 σχετικά με τις θυγατρικές επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται οι ίδιες στον παρόντα Νόμο ή σε άλλη εναρμονιστική με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετική διάταξη της Δημοκρατίας, εάν το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ δύναται να αποδείξει στην Επιτροπή ότι είναι παράνομη, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η θυγατρική, η εφαρμογή των άρθρων 35 έως 54.

(7) Οι απαιτήσεις αποδοχών που ορίζονται στα άρθρα 51, 52 και 53 δεν εφαρμόζονται σε ενοποιημένη βάση στις ακόλουθες οντότητες:

(α) Θυγατρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Ένωση, όταν υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις αποδοχών σύμφωνα με νομικές πράξεις της Ένωσης άλλες από την Οδηγία 2013/36/ΕΕˑ

(β) θυγατρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, εφόσον θα υπέκειντο σε ειδικές απαιτήσεις αποδοχών σύμφωνα με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης άλλες από την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση.

(8) Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στο εδάφιο (7) και για την αποφυγή της καταστρατήγησης των κανόνων που ορίζονται στα άρθρα 51, 52 και 53, η ΚΕΠΕΥ εφαρμόζει τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 51, 52 και 53 στα μέλη του προσωπικού των θυγατρικών που δεν υπόκεινται στον παρόντα Νόμο ή σε άλλη εναρμονιστική με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετική διάταξη της Δημοκρατίας σε ατομική βάση, εφόσον-

(α) η θυγατρική είναι είτε εταιρεία διαχείρισης είτε επιχείρηση που παρέχει τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που απαριθμούνται στο Παράρτημα I, Τμήμα Α, σημεία 2), 3), 4), 6) και 7) της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ· και

(β) τα μέλη του προσωπικού έχουν λάβει εντολή να εκτελούν επαγγελματικές δραστηριότητες που έχουν άμεσο ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου ή τις δραστηριότητες των ΚΕΠΕΥ εντός του ομίλου.

(9) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των εδαφίων (7) και (8), η Επιτροπή δύναται να εφαρμόζει τα άρθρα 51, 52 και 53 σε ενοποιημένη βάση σε ευρύτερο φάσμα θυγατρικών επιχειρήσεων και στο προσωπικό τους.

Εξέταση και αξιολόγηση και εποπτικά μέτρα

70.-(1) Η Επιτροπή εφαρμόζει τη διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης των άρθρων 55 έως 59 και τα εποπτικά μέτρα των άρθρων 60 έως 67 σύμφωνα με τον βαθμό εφαρμογής των απαιτήσεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που ορίζονται στο Πρώτο Μέρος, Τίτλος II του εν λόγω Κανονισμού.

(2) [Διαγράφηκε].

Εποπτεία σε ενοποιημένη βάση-Αρχές για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση
Καθορισμός της αρχής εποπτείας του ομίλου

71.-(1)(α) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση είναι μητρική ΕΠΕΥ εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και καμία από τις θυγατρικές της δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή.

(β) Σε περίπτωση που  η μητρική επιχείρηση είναι μητρική ΕΠΕΥ εγκατεστημένη στην Ένωση και καμία από τις θυγατρικές της δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή  για την εν λόγω ΕΠΕΥ εγκατεστημένη στην Ένωση σε ατομική βάση.

(2) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση ΕΠΕΥ είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή και σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση ΕΠΕΥ είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή  χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή που εποπτεύει την ΕΠΕΥ σε ατομική βάση.

(3) Σε περίπτωση που  δύο ή περισσότερες ΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση έχουν την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, ή την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή για την ΕΠΕΥ με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα.

(4) Σε περίπτωση που απαιτείται ενοποίηση σύμφωνα με το Άρθρο 18, παράγραφος 3 ή 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα και όταν αυτή αποτελεί την αρμόδια αρχή για τη ΚΕΠΕΥ με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (3), όταν η Επιτροπή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερες από μία ΕΠΕΥ εντός ομίλου, αποτελεί την αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν είναι η αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση μία ή περισσότερες ΕΠΕΥ εντός του ομίλου, με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού συνολικά.

(6)(α) Σε ειδικές περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται, σε κοινή συμφωνία με τις άλλες αρμόδιες αρχές, να μην εφαρμόζει τα κριτήρια που αναφέρονται στα εδάφια (1), (3) και (4) και να αναθέτει σε διαφορετική αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, όταν η εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων δεν θα ήταν εν προκειμένω σκόπιμη, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες ΕΠΕΥ και τη σχετική σημασία των δραστηριοτήτων τους στα οικεία κράτη μέλη ή την ανάγκη διασφάλισης της συνέχειας της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση από την ίδια αρμόδια αρχή.

(β) Η Επιτροπή, στις περιπτώσεις αυτές, προτού λάβει τέτοια απόφαση, παρέχει στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, στη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, στη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή στην ΕΠΕΥ με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, κατά περίπτωση, το δικαίωμα ακρόασης.

(γ) Η Επιτροπή κοινοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις συμφωνίες που υπάγονται  στις διατάξεις του παρόντος εδαφίου.

Συντονισμός εποπτικών δραστηριοτήτων από την Επιτροπή ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας

72.-(1) Επιπροσθέτως των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο και από τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Επιτροπή, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εκτελεί τα ακόλουθα καθήκοντα:

(α) Συντονισμό της συγκέντρωσης και διάδοσης των χρήσιμων ή ουσιωδών πληροφοριών κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων καθώς και σε επείγουσες καταστάσεις·

(β) προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 71 έως 89, σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές·

(γ) προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και, εφόσον απαιτείται, με τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, κατά την προετοιμασία και κατά τη διάρκεια έκτακτων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών εξελίξεων σε ΕΠΕΥ ή σε χρηματοοικονομικές αγορές χρησιμοποιώντας, όπου είναι δυνατόν, υπάρχοντες διαύλους επικοινωνίας για τη διευκόλυνση της διαχείρισης κρίσεων.

(2) Σε περίπτωση που η Επιτροπή, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) ή εάν οι αρμόδιες αρχές δεν συνεργάζονται με την Επιτροπή (ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας) στον βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της δυνάμει του Άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(3) Η Επιτροπή δύναται να ζητήσει τη συμβολή της ΕΑΤ σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με το συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων δυνάμει, του παρόντος άρθρου ιδία πρωτοβουλία, σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(4) Ο προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) περιλαμβάνει ειδικά μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 77 και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 77, τη διεξαγωγή κοινών εκτιμήσεων, την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης και την ενημέρωση του κοινού.

Κοινές αποφάσεις για απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ειδικά για κάθε KΕΠΕΥ

73.-(1) Η Επιτροπή, είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή υπεύθυνη για την εποπτεία ΚΕΠΕΥ που είναι θυγατρική ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, πράττει ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξει με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα ακόλουθα:

(α) Την εφαρμογή των άρθρων 34 και 55, για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων όσον αφορά στην οικονομική κατάστασή του και στα χαρακτηριστικά κινδύνου και συνεπώς στο απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 σε κάθε οντότητα στο πλαίσιο του ομίλου ιδρυμάτων και σε ενοποιημένη βάση·

(β) τα μέτρα για την αντιμετώπιση ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 47 και όσων αφορούν στην ανάγκη των ειδικών για κάθε ίδρυμα απαιτήσεων ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 65·

(γ) οποιαδήποτε καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 63.

(2) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) λαμβάνονται-

(α) για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 62, προς τις άλλες συναφείς αρμόδιες αρχές·

(β) για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας προς τις άλλες αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την εκτίμηση των χαρακτηριστικών του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 65·

(γ) για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 63.

(3) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1), λαμβάνουν επίσης δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις συναφείς αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 34, 55, 62 και 63.

(4) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδάφιου (1) παρουσιάζονται σε έγγραφα που περιέχουν πλήρη αιτιολόγηση που θα δοθεί στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ από την Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(5) Σε περίπτωση διαφωνίας, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, συμβουλεύεται την ΕΑΤ κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε άλλης ενδιαφερόμενης αρμόδιας αρχής.

(6) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δύναται επίσης να συμβουλευτεί την ΕΑΤ με δική της πρωτοβουλία.

(7) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 34, 47, 55 και της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και των άρθρων 63 και 65 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου για τις θυγατρικές που έχει πραγματοποιηθεί από τις συναφείς αρμόδιες αρχές.

(8) Σε περίπτωση που, κατά τη λήξη των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.

(9) Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στο εδάφιο (2) θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(10) Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.

(11) Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 34, 47, 55 και της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και των άρθρων 63 και 65 λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, έπειτα από τη δέουσα εξέταση των απόψεων και των επιφυλάξεων που διατυπώθηκαν από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(12) Σε περίπτωση που στο τέλος οποιασδήποτε από τις περιόδους που αναφέρονται στο εδάφιο (2) οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Επιτροπή αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει τυχόν απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ.

(13) Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στο εδάφιο (2) θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(14) Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.

(15) Οι αποφάσεις παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη την εκτίμηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στο εδάφιο (2) και το οποίο υποβάλλεται από την Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ.

(16) Σε περίπτωση που έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις της και εξηγεί τυχόν ουσιώδη απόκλιση από αυτές.

(17) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (7) έως (16), αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από την Επιτροπή.

(18) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (7) έως (16) επικαιροποιούνται σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ υποβάλλει γραπτό και πλήρως αιτιολογημένο αίτημα προς την Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προκειμένου να επικαιροποιήσει την απόφαση για την εφαρμογή της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και των άρθρων 63 και 65.

(19) Στις εξαιρετικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (18), η επικαιροποίηση μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της Επιτροπής, ως αρχής ενοποιημένης εποπτείας, και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.

Απαιτούμενες πληροφορίες σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

74.-(1) Σε περίπτωση που προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπερι-λαμβανομένων των καταστάσεων που περιγράφονται στο Άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή κατάσταση με αρνητικές εξελίξεις στις αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας, η Επιτροπή, ως η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα με τα άρθρα 14 έως 24 του παρόντος Νόμου και, κατά περίπτωση, με τα άρθρα 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατόν την ΕΑΤ και τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 19 και στο άρθρο 21 του παρόντος Νόμου και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους.

(2) Στο μέτρο του δυνατού, η Επιτροπή χρησιμοποιεί τους υπάρχοντες διαύλους επικοινωνίας.

(3) Η Επιτροπή ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όταν χρειάζεται πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη αρμόδια αρχή, επικοινωνεί με αυτήν, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή υποβολή πληροφοριών στις διάφορες αρχές που εμπλέκονται στην εποπτεία.

Ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας

75.-(1) Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία, η Επιτροπή, όταν είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, καθώς και οι άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, θεσπίζουν γραπτές ρυθμίσεις σε θέματα συντονισμού και συνεργασίας.

(2) Βάσει των ρυθμίσεων που προβλέπονται στο εδάφιο (1) δύναται να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και τη συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές.

(3) Η Επιτροπή ως υπεύθυνη για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης η οποία είναι ΕΠΕΥ μπορεί, με διμερή συμφωνία και σύμφωνα με το Άρθρο 28 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, να εκχωρήσει την εποπτική της αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν την εν λόγω μητρική επιχείρηση, με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης, στα οικεία κράτη μέλη των αρμοδίων αυτών αρχών, νομοθεσίας διά των οποίων υιοθετήθηκαν οι διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(4) Η Επιτροπή ενημερώνει τη ΕΑΤ για την ύπαρξη και το περιεχόμενο των συμφωνιών που προβλέπονται στο εδάφιο (3).

(5) Όταν η Επιτροπή αποτελεί την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αλλά δεν αποτελεί την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με τις εναρμονιστικές με το Άρθρο 21α της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878 νομοθετικές διατάξεις κράτους μέλους, οι ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας, που αναφέρονται στο εδάφιο (1) συνάπτονται επίσης με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση.

Σώματα εποπτών

76.-(1) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, συστήνει σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που μνημονεύονται στα άρθρα 72 και 73 και στο εδάφιο (1) του άρθρου 74 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας του εδαφίου (4) και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξασφαλίζει, κατά περίπτωση, κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές εποπτικές αρχές τρίτων χωρών.

(2) Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο για την Επιτροπή (ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας) και τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών:

(α) Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και με την ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·

(β) συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων, κατά περίπτωση·

(γ) καθορισμός προγραμμάτων εποπτικής εξέτασης του άρθρου 57 που βασίζονται σε εκτίμηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 55·

(δ) αύξηση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με κατάργηση της μη απαραίτητης επικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις αιτήσεις πληροφοριών που μνημονεύονται στο άρθρο 74 και στο εδάφιο (4) του άρθρου 77·

(ε) συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε όλες τις οντότητες ενός ομίλου, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών·

(στ) εφαρμογή της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 72, λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτό.

(3) Για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των καθηκόντων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 72, στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 74 και στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 75, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, συγκροτεί επίσης σώματα εποπτών μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις όπου όλες οι διασυνοριακές θυγατρικές μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές εποπτείας των τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του Κεφαλαίου 1, Τμήμα ΙΙ της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, κατά περίπτωση, των άρθρων 14 έως 24 του παρόντος Νόμου και, κατά περίπτωση, των Άρθρων 76 και 81 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(4)(α) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή που συμμετέχει στα σώματα εποπτών, συνεργάζεται στενά με τις άλλες αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα εποπτών και με την ΕΑΤ.

(β) Οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, δυνάμει των άρθρων 14 έως 24 του παρόντος Νόμου και, κατά περίπτωση, των άρθρων 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου, δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των άλλων  αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών.

(γ) Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Επιτροπή δυνάμει του παρόντος Νόμου, των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών δυνάμει των διατάξεων της κείμενης στα κράτη μέλη των εν λόγω αρμόδιων αρχών νομοθεσίας, διά των οποίων υιοθετούνται διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(5) Η σύσταση και λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 75 και που καθορίζονται έπειτα από διαβούλευση της Επιτροπής, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

(6) Επιτρέπεται να συμμετέχουν στα σώματα εποπτών οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην  ΕΕ, οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΣΚ κατά περίπτωση, καθώς και οι εποπτικές αρχές τρίτης χώρας, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά τα άρθρα 14 έως 24 του παρόντος Νόμου και, όπου συντρέχει περίπτωση, κατά τα άρθρα 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου.

(7) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 79, δύναται να συμμετέχει στο σχετικό σώμα εποπτών.

(8)(α) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μια δραστηριότητα του σώματος.

(β) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση των συνεδριάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α), τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση, όπως επίσης και σχετικά με τις ενέργειες που λαμβάνουν χώρα σε αυτές τις συνεδριάσεις ή με τα μέτρα που λαμβάνονται.

(9) Στην απόφαση της Επιτροπής, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί για τις αρχές αυτές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 6 του και οι υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι υποπαράγραφοι (i) έως (iv) της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 12.

(10) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει των άρθρων 14 έως 24 του παρόντος Νόμου και, όπου συντρέχει περίπτωση, των άρθρων 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου, ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.

(11) Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ αρμόδιων αρχών σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρχές μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Υποχρεώσεις συνεργασίας

77.-(1)(α) Η Επιτροπή συνεργάζεται στενά με τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές και διαβιβάζει σε αυτές, ιδία πρωτοβουλία, όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις και κατόπιν αιτήσεων όλες τις πληροφορίες που είναι σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές, δυνάμει των διατάξεων της κείμενης, στα κράτη μέλη αυτών των αρμοδίων αρχών, νομοθεσίας δια των οποίων υιοθετήθηκαν οι διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β) Η Επιτροπή, δύναται να λαμβάνει από τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές, με την πρωτοβουλία αυτών, όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις και κατόπιν αιτήσεων της, όλες τις πληροφορίες που είναι σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(γ) Η Επιτροπή συνεργάζεται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(δ) Η Επιτροπή παρέχει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο που έχει βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(ε) Οι πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) θεωρούνται ουσιώδεις εάν δύναται να επηρεάσουν ουσιαστικά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής υγείας μιας ΕΠΕΥ ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος μέλος.

(στ) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας μητρικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ, παρέχει κάθε σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων.

(ζ) Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοοικονομικό σύστημα των κρατών μελών αυτών.

(2) Οι ουσιώδεις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα ακόλουθα:

(α) Τον προσδιορισμό της νομικής δομής, της δομής διακυβέρνησης περιλαμβανομένης της οργανωτικής δομής, που καλύπτουν όλες τις ρυθμιζόμενες και μη ρυθμιζόμενες οντότητες, τα μη ρυθμιζόμενα θυγατρικά και σημαντικά υποκαταστήματα που ανήκουν στον όμιλο, τις μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 35 και τα εδάφια (2) έως (5) του άρθρου 69 και τις αρμόδιες αρχές των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ομίλου·

(β) διαδικασίες συλλογής πληροφοριών από τα ιδρύματα ενός ομίλου και τον έλεγχο αυτών των πληροφοριών·

(γ) αρνητικές εξελίξεις σε ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα ενός ομίλου που δύνανται να επηρεάσουν σοβαρά τα ιδρύματα·

(δ) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις των οικείων κρατών μελών ή/και με τον παρόντα Νόμο, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής κεφαλαιακής απαίτησης βάσει του άρθρου 61 και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του Άρθρου 312, παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(3) Η Επιτροπή δύναται να παραπέμπει στην ΕΑΤ οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) μια αρμόδια αρχή δεν έχει διαβιβάσει απαραίτητες πληροφορίες·

(β) ένα αίτημα συνεργασίας, ιδιαίτερα για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν απαντήθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(4) Η Επιτροπή, όταν είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, επικοινωνεί όποτε είναι δυνατόν με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν έχει ανάγκη πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των μεθόδων που περιλαμβάνονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(5) Η Επιτροπή, προτού λάβει απόφαση, διαβουλεύεται με τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές όσον αφορά στα ακόλουθα θέματα, όταν η εν λόγω απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών:

(α) Μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διαχειριστική διάρθρωση των ΕΠΕΥ ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμόδιων αρχών· και

(β) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές, περιλαμβανομένης της επιβολής συγκεκριμένης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων δυνάμει των εναρμονιστικών με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικών διατάξεων των οικείων κρατών μελών και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά στη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του Άρθρου 312, παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(6) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β), η Επιτροπή ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής ζητεί πάντοτε η γνώμη της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.

(7) Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει να μην διαβουλευθεί με άλλες αρμόδιες αρχές σε επείγουσες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις που μια τέτοια διαβούλευση δυνατό να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της απόφασής της.

(8) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (7), η Επιτροπή ενημερώνει, αμελλητί, τις άλλες αρμόδιες αρχές αφού λάβει την απόφασή της.

(9) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού οδηγίες και ως εποπτική αρχή των ΕΠΕΥ δυνάμει του άρθρου 59 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, και η ΜΟΚΑΣ, ως η μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών της Δημοκρατίας, ως προς τη συμμόρφωση με τον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες, συνεργάζονται στενά με αντίστοιχες αρχές άλλου κράτους μέλους στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και διαβιβάζουν μεταξύ τους τις απαραίτητες πληροφορίες για τα αντίστοιχα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών δεν επηρεάζουν διεξαγόμενη έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία, σύμφωνα με το κυπριακό ποινικό ή διοικητικό δίκαιο ή το ποινικό ή διοικητικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται οι αρμόδιες αρχές.

Έλεγχος πληροφοριών σχετικά με οντότητες σε άλλα κράτη μέλη

78.-(1)(α) Σε περίπτωση που, στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Επιτροπή επιθυμεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να ελέγξει πληροφορίες σχετικά με μια ΕΠΕΥ, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, χρηματοδοτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 87 ή θυγατρική που αναφέρεται στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 81, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια του ελέγχου αυτού.

(β) Οι αρχές οι οποίες λαμβάνουν την αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α), στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, δίνουν συνέχεια είτε διενεργώντας οι ίδιες τον έλεγχο αυτόν, είτε επιτρέποντας στην Επιτροπή να διενεργήσει εκείνη τον έλεγχο, είτε επιτρέποντας τη διενέργειά του από ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα.

(γ) Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν πραγματοποιεί η ίδια τον έλεγχο, μπορεί, εάν το επιθυμεί, να συμμετέχει στον έλεγχο.

Χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές εταιρείες συμμετοχών
Έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών

79.-(1) Οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στη Δημοκρατία, οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στη Δημοκρατία, οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ και οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ζητούν έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, ενώ οι άλλες χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ζητούν έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, όταν απαιτείται συμμόρφωσή τους με τον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε υποενοποιημένη βάση.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο παρέχουν στην Επιτροπή, όταν αυτή αποτελεί την αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή την αρχή κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες, τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου του οποίου η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αποτελεί μέρος, με σαφή αναφορά στις οικείες θυγατρικές και, κατά περίπτωση, στις μητρικές επιχειρήσεις, καθώς και τον τόπο και το είδος της δραστηριότητας που ασκείται από καθεμία από τις οντότητες του ομίλου·

(β) πληροφορίες σχετικά με τον διορισμό τουλάχιστον δύο (2) προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του άρθρου 83 περί της επάρκειας των διευθυντικών στελεχών·

(γ) πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς τα κριτήρια των παραγράφων (γ) έως (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου περί των μετόχων και των μελών, εφόσον η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει πιστωτικό ίδρυμα ως θυγατρική της·

(δ) την εσωτερική οργάνωση και την κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου·

(ε) κάθε άλλη πληροφορία που μπορεί να είναι αναγκαία για τη διενέργεια των εκτιμήσεων που αναφέρονται στα εδάφια (4), (5) και (6).

(3) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών συμπίπτει χρονικώς με την εκτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 17 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, η αρμόδια αρχή, για τους σκοπούς του εν λόγω άρθρου, συντονίζεται καταλλήλως με την Επιτροπή, όταν αυτή λειτουργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή αυτή αποτελεί την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και, στην περίπτωση αυτή, η περίοδος εκτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 17 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου αναστέλλεται επί χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες, έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που προβλέπει το παρόν άρθρο.

(4) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εγκατάστασης, δύναται να χορηγήσει έγκριση σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή σε μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο μόνο εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Οι εσωτερικές ρυθμίσεις και η κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου επαρκούν για τον σκοπό της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που επιβάλλουν ο παρών Νόμος και οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες και ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση και είναι, ιδίως, κατάλληλες για-

(i) τον συντονισμό όλων των θυγατρικών της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, μεταξύ άλλων, εφόσον απαιτείται, μέσω της κατάλληλης κατανομής καθηκόντων μεταξύ των θυγατρικών ιδρυμάτων·

(ii) την πρόληψη ή τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στο εσωτερικό του ομίλου· και

(iii) την επιβολή πολιτικών οι οποίες αφορούν ολόκληρο τον όμιλο και καθορίζονται από τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σε ολόκληρο τον όμιλο·

(β) η οργανωτική διάρθρωση του ομίλου, μέρος του οποίου αποτελεί η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, δεν εμποδίζει ούτε παρακωλύει κατ' άλλον τρόπο την αποτελεσματική εποπτεία των θυγατρικών ιδρυμάτων ή των μητρικών ιδρυμάτων όσον αφορά τις ατομικές, τις ενοποιημένες και, κατά περίπτωση, τις υποενοποιημένες υποχρεώσεις στις οποίες υπόκεινταιˑ για την αξιολόγηση του εν λόγω κριτηρίου, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη ιδίως-

(i) τη θέση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε πολυεπίπεδο όμιλο·

(ii) τη μετοχική δομή· και

(iii) τον ρόλο της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εντός του ομίλου·

(γ) αν πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους (γ) έως (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 83.

(5) Δεν απαιτείται έγκριση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών βάσει του παρόντος άρθρου, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Κύρια δραστηριότητα της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών είναι η απόκτηση συμμετοχών σε θυγατρικές ή, στην περίπτωση μικτής χρηματο-οικονομικής εταιρείας συμμετοχών, κύρια δραστηριότητά της έναντι ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων είναι η απόκτηση συμμετοχών σε θυγατρικέςˑ

(β) η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν έχει οριστεί ως φορέας εξυγίανσης σε οποιονδήποτε από τους ομίλους εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης που καθορίζεται από τη σχετική αρχή εξυγίανσης δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου ή δυνάμει εναρμονιστικών με την Οδηγία 2014/59/ΕΕ νομοθετικών διατάξεωνˑ

(γ) ένα θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα έχει οριστεί υπεύθυνο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του ομίλου με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και του παρέχονται όλα τα αναγκαία μέσα και η νόμιμη εξουσία να εκπληρώνει αποτελεσματικά τις εν λόγω υποχρεώσειςˑ

(δ) η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει στη λήψη διαχειριστικών, επιχειρησιακών ή οικονομικών αποφάσεων που επηρεάζουν τον όμιλο ή τις θυγατρικές του οι οποίες είναι ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματαˑ

(ε) δεν υπάρχει κώλυμα για την αποτελεσματική εποπτεία του ομίλου σε ενοποιημένη βάση.

(6) Χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών απαλλασσόμενες από τις απαιτήσεις έγκρισης σύμφωνα με το εδάφιο (5) δεν αποκλείονται από την περίμετρο της ενοποίησης όπως καθορίζεται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες, στην Οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(7) Η Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, παρακολουθεί τη συμμόρφωση προς τους όρους του εδαφίου (4) ή, κατά περίπτωση, των εδαφίων (5) και (6) εξακολουθητικά· οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών παρέχουν στην Επιτροπή, όταν αυτή αποτελεί την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, τις πληροφορίες που ζητεί για να παρακολουθεί εξακολουθητικά την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου και τη συμμόρφωση προς τους όρους του εδαφίου (4) ή, κατά περίπτωση, των εδαφίων (5) και (6)· η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, κοινοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

(8) Σε περίπτωση που η Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται ή έχουν παύσει να πληρούνται οι όροι του εδαφίου (4), η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ενδεδειγμένα μέτρα εποπτείας για τη διασφάλιση ή την αποκατάσταση, ανάλογα με την περίπτωση, της συνέχειας και της ακεραιότητας της ενοποιημένης εποπτείας και της εξασφάλισης της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση, ενώ στην περίπτωση μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, τα μέτρα εποπτείας λαμβάνουν, ιδίως, υπόψη τις επιπτώσεις στον χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων.

(9)Τα μέτρα εποπτείας που αναφέρονται στο εδάφιο (8) δύναται να περιλαμβάνουν-

(α) αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή μερίδια των θυγατρικών ιδρυμάτων που κατέχει η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχώνˑ

(β) έκδοση προσωρινών μέτρων ή κυρώσεων κατά της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή των μελών του διοικητικού οργάνου και των διευθυντικών στελεχών, με την επιφύλαξη των άρθρων 28 έως 33 και 98ˑ

(γ) παροχή εντολών ή οδηγιών στη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή στη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών να μεταβιβάσει στους μετόχους της τις συμμετοχές σε θυγατρικά της ιδρύματαˑ

(δ) καθορισμό σε προσωρινή βάση άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή ιδρύματος εντός του ομίλου, ως υπευθύνων για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε ενοποιημένη βάσηˑ

(ε) περιορισμό ή απαγόρευση της διανομής κερδών ή της καταβολής τόκων στους μετόχουςˑ

(στ) απαίτηση από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να προβούν σε εκποίηση ή περιορισμό των συμμετοχών σε ιδρύματα ή άλλες οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέαˑ

(ζ) απαίτηση από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να υποβάλουν σχέδιο για την αποκατάσταση, χωρίς καθυστέρηση, της συμμόρφωσης.

(10) Σε περίπτωση που η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, διαπιστώσει ότι οι όροι των εδαφίων (5) και (6) δεν πληρούνται, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ζητεί έγκριση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(11) Για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την έγκριση και την απαλλαγή από την υποχρέωση έγκρισης κατά τα εδάφια (4), (5) και (6), αντίστοιχα, και τα μέτρα εποπτείας κατά τα εδάφια (8), (9) και (10), στην περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτεία είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η Επιτροπή συμμορφώνεται με το Άρθρο 21α, παράγραφος 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

(12) Στην περίπτωση μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, εφόσον η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, είναι διαφορετική από τον συντονιστή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 12 των Οδηγιών ΟΔ 144-2007-16 του 2015 και ΟΔ 144-2007-16(Α) του 2015 ή σύμφωνα με τις εναρμονιστικές με το Άρθρο 10 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ νομοθετικές διατάξεις άλλου κράτους μέλους, απαιτείται η συγκατάθεση του συντονιστή, για τους σκοπούς των αποφάσεων ή των κοινών αποφάσεων που αναφέρονται στα εδάφια (4), (5), (6), (9) και (10) του παρόντος άρθρου κατά περίπτωση. εφόσον απαιτείται η συγκατάθεση του συντονιστή, οι διαφωνίες παραπέμπονται στη σχετική Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή, δηλαδή την ΕΑΤ ή την ΕΑΑΕΣ· οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν εδάφιο δεν θίγει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται είτε στις Οδηγίες ΟΔ 144-2007-16 του 2015 και ΟΔ 144-2007-16(Α) του 2015 είτε στην Οδηγία 2002/87/ΕΚ είτε στον περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο ή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ.

(13) Σε περίπτωση που η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο απορριφθεί, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφαση και το σκεπτικό της εντός τετραμήνου από την παραλαβή της αίτησης ή, εφόσον η αίτηση είναι ελλιπής, εντός τετραμήνου από την παραλαβή του συνόλου των πληροφοριών που απαιτούνται για την απόφαση· σε κάθε περίπτωση, εκδίδεται απόφαση χορήγησης ή άρνησης έγκρισης εντός έξι (6) μηνών από την παραλαβή της αίτησης η άρνηση δύναται να συνοδεύεται, εφόσον απαιτείται, από οποιοδήποτε εκ των μέτρων του εδαφίου (9).

Ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση

80.-(1) Δύο (2) ή περισσότερες ΕΠΕΥ εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίες αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας, έχουν μία μόνο ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση η οποία είναι εγκατεστημένη στην Ένωση:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται σε περίπτωση που οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες ΕΠΕΥ είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία.

(2) Η Επιτροπή δύναται να επιτρέπει στις ΚΕΠΕΥ που προβλέπονται στο εδάφιο (1) να έχουν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις εάν διαπιστώσει ότι η εγκατάσταση μίας μόνο ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης-

(α) θα ήταν ασυμβίβαστη με την υποχρεωτική απαίτηση για διαχωρισμό των δραστηριοτήτων που επιβάλλουν οι κανόνες ή οι εποπτικές αρχές της τρίτης χώρας στην οποία έχει την έδρα της η τελική μητρική επιχείρηση του ομίλου τρίτης χώραςˑ ή

(β) θα καθιστούσε λιγότερο αποτελεσματική τη δυνατότητα εξυγίανσης από ό,τι στην περίπτωση που υπήρχαν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με αξιολόγηση που έχει διενεργήσει η αρμόδια αρχή εξυγίανσης της ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης.

(3) Η ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση είναι-

(α) πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή σύμφωνα με τις εναρμονιστικές με το Άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις άλλου κράτους μέλουςˑ ή

(β) χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία έχει λάβει έγκριση είτε δυνάμει του άρθρου 79 του παρόντος Νόμου είτε δυνάμει εναρμονιστικής με το Άρθρο 29α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ νομοθετικής διάταξης άλλου κράτους μέλους.

(4) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (3), εάν κανένα από τα ιδρύματα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) άρθρου δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα ή εάν η δεύτερη ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση πρέπει να συσταθεί σε σχέση με επενδυτικές δραστηριότητες, προκειμένου να συμμορφωθεί με υποχρεωτική απαίτηση, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (2), η ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση ή η δεύτερη ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση επιτρέπεται να είναι ΚΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και η οποία υπόκειται στον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο και στον περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμο ή ΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με εναρμονιστικές με το Άρθρο 5, παράγραφος 1 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις άλλου κράτους μέλους και υπόκειται στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2014/59/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις άλλου κράτους μέλους.

(5) Τα εδάφια (1), (2), (3) και (4) δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση είναι χαμηλότερη από σαράντα δισεκατομμύρια ευρώ (€40.000.000.000).

(6) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-

(α) η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού στην Ένωση του ομίλου τρίτης χώρας είναι το άθροισμα των ακόλουθων:

(i) της συνολικής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού κάθε ιδρύματος του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση, όπως αυτό προκύπτει από τον ενοποιημένο ισολογισμό του ή όπως προκύπτει από τους χωριστούς ισολογισμούς τους, όταν ο ισολογισμός του ιδρύματος δεν είναι ενοποιημένος· και

(ii) της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού κάθε υποκαταστήματος του ομίλου τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

(β) ο όρος «ίδρυμα» περιλαμβάνει και τις ΕΠΕΥ.

(7) Η Επιτροπή γνωστοποιεί στην ΕΑΤ τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε όμιλο τρίτης χώρας που λειτουργεί στη δικαιοδοσία της:

(α) Επωνυμίες και συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού των εποπτευόμενων ιδρυμάτων που ανήκουν σε όμιλο τρίτης χώραςˑ

(β) επωνυμίες και συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχούν στα υποκαταστήματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και τα είδη δραστηριοτήτων που έχουν λάβει άδεια να εκτελούνˑ

(γ) επωνυμία και είδος όπως αναφέρεται στα εδάφια (3) και (4) οποιασδήποτε ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης που έχει συσταθεί στη Δημοκρατία και επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει.

(8) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι κάθε KEΠΕΥ που υπάγεται στη δικαιοδοσία της και ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρησηˑ

(β) είναι ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρησηˑ

(γ) είναι το μόνο ίδρυμα του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωσηˑ ή

(δ) ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού στην Ένωση κάτω από σαράντα δισεκατομμύρια ευρώ (€40.000.000.000).

(9) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (1), οι όμιλοι τρίτης χώρας που λειτουργούν μέσω περισσότερων του ενός ιδρυμάτων στην Ένωση και με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού στην Ένωση ίση ή μεγαλύτερη από σαράντα δισεκατομμύρια ευρώ (€40.000.000.000) κατά την 27η Ιουνίου 2019 έχουν ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση ή, αν εφαρμόζεται το εδάφιο (2), δύο (2) ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις έως την 30ή Δεκεμβρίου 2023.

Ένταξη εταιρειών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία

81.-(1) Με την επιφύλαξη του άρθρου 79, η Επιτροπή θεσπίζει μέτρα που ενδεχομένως να απαιτούνται για την υπαγωγή των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία.

(2) Σε περίπτωση που θυγατρική που αποτελεί ΚΕΠΕΥ δεν περιλαμβάνεται στην ενοποιημένη εποπτεία κατ’ εφαρμογή μιας εκ των περιπτώσεων του Άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Επιτροπή δύναται να ζητήσει από τη μητρική της επιχείρηση πληροφορίες που θα διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας της εν λόγω θυγατρικής.

(3) Η Επιτροπή, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ενδέχεται να ζητά από τις θυγατρικές μιας ΚΕΠΕΥ, μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που δεν υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία, τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 84.

(4) Στην περίπτωση του εδαφίου (3) εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 84 διαδικασίες διαβίβασης και ελέγχου των πληροφοριών.

Εποπτεία μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών

82.-(1) Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις με αυτές του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και των Οδηγιών ΟΔ 144-2007-16 του 2015 και ΟΔ 144-2007-16(Α) του 2015 και του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου, ειδικότερα όσον αφορά στην εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η Επιτροπή ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δύναται, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την επίβλεψη θυγατρικών, να εφαρμόσει στο επίπεδο της εν λόγω μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών μόνο τις Οδηγίες ΟΔ 144-2007-16 του 2015 και ΟΔ 144-2007-16(Α) του 2015 και τον περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο.

(2) Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις με αυτές του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και των Οδηγιών ΟΔ 144-2007-16 του 2015 και ΟΔ 144-2007-16(Α) του 2015 και του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δύναται, κατόπιν συμφωνίας με τον επόπτη του ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα, να εφαρμόσει στην εν λόγω μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μόνον τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών όσον αφορά τον πλέον σημαντικό χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 των Οδηγιών ΟΔ 144-2007-16 του 2015 και ΟΔ 144-2007-16(Α) του 2015.

(3) Η Επιτροπή, ως η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ενημερώνει την ΕΑΤ και την ΕΑΑΕΣ σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των εδαφίων (1) και (2).

Επάρκεια διευθυντικών στελεχών

83. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών απαιτείται να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και την αναγκαία γνώση, ικανότητες και πείρα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 9 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, για την άσκηση των καθηκόντων τους, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού ρόλου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοκονομικής εταιρείας συμμετοχών.

Αιτήματα για πληροφορίες και επιθεωρήσεις

84.-(1) Εν αναμονή μελλοντικού συντονισμού των μεθόδων ενοποίησης, προβλέπεται ότι, σε περίπτωση που η μητρική ενός ή πλειόνων ΚΕΠΕΥ είναι μικτή εταιρεία συμμετοχών, η Επιτροπή για τη χορήγηση αδείας απαιτεί από τη μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της, είτε απευθείας είτε μέσω των θυγατρικών που αποτελούν ΚΕΠΕΥ, την ανακοίνωση κάθε χρήσιμης πληροφορίας για την άσκηση της εποπτείας των εν λόγω θυγατρικών.

(2)(α) Η Επιτροπή δύναται να προβαίνει η ίδια ή να αναθέτει σε εξωτερικούς ελεγκτές την επιτόπια επιθεώρηση για τον έλεγχο των πληροφοριών που απέστειλαν οι μικτές εταιρείες συμμετοχών και οι θυγατρικές τους.

(β) Σε περίπτωση που η μικτή εταιρεία συμμετοχών ή μία εκ των θυγατρικών της είναι ασφαλιστική επιχείρηση, η Επιτροπή δύναται να εφαρμόσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 87.

(γ) Σε περίπτωση που μια μικτή εταιρεία συμμετοχών ή μία εκ των θυγατρικών της βρίσκεται σε κράτος μέλος άλλο από αυτό της θυγατρικής ΚΕΠΕΥ, ο επιτόπιος έλεγχος των πληροφοριών γίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 78.

Εποπτεία

85.-(1) Με την επιφύλαξη του Τέταρτου Μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε περίπτωση που μια μητρική επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων ΚΕΠΕΥ είναι μικτή εταιρεία συμμετοχών, η Επιτροπή ασκεί γενική εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ της ΚΕΠΕΥ και της μικτής εταιρείας συμμετοχών και των θυγατρικών της.

(2)(α) Οι ΚΕΠΕΥ διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανόμενων των ορθών διαδικασιών δημοσίευσης στοιχείων και λογιστικής, ώστε να μπορούν να εντοπίζουν, υπολογίζουν, παρακολουθούν και ελέγχουν κατάλληλα τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με τη μητρική τους μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της.

(β) Οι ΚΕΠΕΥ γνωστοποιούν οποιαδήποτε σημαντική συναλλαγή πραγματοποιείται με τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α), με την εξαίρεση της συναλλαγής που προβλέπεται στο Άρθρο 394 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(3) Οι διαδικασίες και οι σημαντικές συναλλαγές του εδαφίου (2) ελέγχονται από την Επιτροπή.

Ανταλλαγή πληροφοριών

86.-(1) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε νομικό εμπόδιο που να μην επιτρέπει στις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη εποπτεία, τις μικτές εταιρείες συμμετοχών και τις θυγατρικές τους ή τις προβλεπόμενες στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 81 θυγατρικές, να ανταλλάσσουν πληροφορίες χρήσιμες για την άσκηση της εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 70 και τα άρθρα 71 έως 78 και 81 έως 89.

(2)(α) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση και οποιεσδήποτε θυγατρικές της που είναι ΕΠΕΥ είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη, η Επιτροπή επικοινωνεί με τις αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους προκειμένου να ανταλλάξουν όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες που μπορούν να επιτρέψουν ή να διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

(β) Σε περίπτωση που μητρική επιχείρηση είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, αλλά η Επιτροπή δεν είναι η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή σύμφωνα με το άρθρο 71, δύναται, εφόσον της ζητηθεί από την αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, να ζητήσει από τη μητρική πληροφορίες που αφορούν την άσκηση της ενοποιημένης εποπτείας και να τις διαβιβάσει σε αυτή την αρμόδια αρχή.

(3)(α) Η ανταλλαγή των στοιχείων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) μεταξύ της Επιτροπής και των άλλων αρμοδίων αρχών, επιτρέπεται, υπό τον όρο ότι στην περίπτωση χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών, η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριών δεν συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να ασκεί σε εξατομικευμένη βάση την εποπτεία αυτών των ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων.

(β) Επιτρέπεται η ανταλλαγή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 72 μεταξύ της Επιτροπής και των άλλων αρμοδίων αρχών, υπό τον όρο ότι η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριακών στοιχείων δεν συνεπάγεται ότι η Επιτροπή ασκεί εποπτεία στη μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα ή στις θυγατρικές που αναφέρονται στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 81.

Συνεργασία

87.-(1) Σε περίπτωση που ΚΕΠΕΥ, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή εταιρεία συμμετοχών ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες ή άλλου είδους επιχειρήσεις που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες υποκείμενες σε καθεστώς παροχής άδειας, η Επιτροπή και οι αρχές που έχουν δημόσια εξουσία εποπτείας των ασφαλιστικών εταιρειών ή των εν λόγω άλλων επιχειρήσεων που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες συνεργάζονται στενά.

(2) Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, οι αρχές που αναφέρονται στο εδάφιο (1) ανταλλάσσουν μεταξύ τους κάθε πληροφορία που δύναται να διευκολύνει την εκπλήρωση της αποστολής τους και να εξασφαλίσει τον έλεγχο της δραστηριότητας και της οικονομικής κατάστασης του συνόλου των επιχειρήσεων που ευρίσκονται υπό την εποπτεία τους.

(3) Σε περίπτωση που, σύμφωνα με το άρθρο 71, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενός ομίλου με μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, είναι διαφορετική από τον συντονιστή, που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 12 των Οδηγιών ΟΔ 144-2007-16 του 2015 και ΟΔ 144-2007-16(Α) του 2015, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, και ο συντονιστής συνεργάζονται με σκοπό την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση και προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εν λόγω συνεργασία, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας και ο συντονιστής συνάπτουν γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας.

(4) Οι πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και ιδιαίτερα η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των άλλων αρμόδιων αρχών που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες αναφέρονται στο άρθρο 15 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου απαιτήσεις.

(5) Η Επιτροπή, σε περίπτωση που είναι υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία, καταρτίζει καταλόγους των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών που αναφέρονται στο Άρθρο 11 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τους οποίους κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών, την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Κυρώσεις

88. Η Επιτροπή, με βάση τα άρθρα 27 έως 33 και 98, διασφαλίζει ότι διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα που στοχεύουν στην παύση διαπιστωμένων παραβάσεων ή των αιτίων αυτών των παραβάσεων μπορούν να επιβληθούν σε χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές εταιρείες συμμετοχών ή στα υπεύθυνα διευθυντικά στελέχη τους που έχουν παραβεί νόμους, κανονισμούς ή διατάξεις των άρθρων 71 έως 89.

Εκτίμηση της ισοδυναμίας τρίτων χωρών στην ενοποιημένη εποπτεία

89.-(1)(α) Σε περίπτωση που ΚΕΠΕΥ, η μητρική επιχείρηση της οποίας είναι ΕΠΕΥ ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η έδρα της οποίας βρίσκεται σε τρίτη χώρα και δεν υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 71, η Επιτροπή εκτιμά κατά πόσον η ΚΕΠΕΥ υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία από εποπτική αρχή τρίτης χώρας η οποία είναι ισοδύναμη με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τις απαιτήσεις που ορίζονται στο Πρώτο Μέρος, Τίτλος II, Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β) Η εκτίμηση πραγματοποιείται από την Επιτροπή, ως υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία, εάν ίσχυαν τα εδάφια (2) έως (4), κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ρυθμιζόμενες οντότητες με άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή με δική της πρωτοβουλία.

(γ) Η Επιτροπή συμβουλεύεται τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

(δ) Όταν η Επιτροπή διεξάγει την εκτίμηση του εδαφίου (1), λαμβάνει υπόψη της οποιαδήποτε σχετική καθοδήγηση και για τον σκοπό αυτό, συμβουλεύεται την ΕΑΤ προτού λάβει απόφαση.

(2)(α) Ελλείψει ισοδύναμης εποπτείας, η Επιτροπή εφαρμόζει αναλογικά τον παρόντα Νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ΚΕΠΕΥ ή εφαρμόζει άλλες κατάλληλες εποπτικές τεχνικές που επιτυγχάνουν τους στόχους της εποπτείας των ΕΠΕΥ σε ενοποιημένη βάση.

(β) Οι εποπτικές τεχνικές που αναφέρονται στην παράγραφο (α) συμφωνούνται από την Επιτροπή η οποία είναι υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία, έπειτα από διαβούλευση με τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

(3) Η Επιτροπή δύναται ιδίως να ζητά τη δημιουργία χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που να έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να εφαρμόζει τις διατάξεις για την ενοποιημένη εποπτεία στην ενοποιημένη θέση της εν λόγω χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή στην ενοποιημένη θέση των ΕΠΕΥ της εν λόγω μεικτής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών.

(4) Οι εποπτικές τεχνικές είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να επιτυγχάνουν τους στόχους της ενοποιημένης εποπτείας, όπως καθορίζονται στα άρθρα 71 έως 89, και κοινοποιούνται από την Επιτροπή στις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Κεφαλαιακά αποθέματα ασφάλειας-Μέτρα διατήρησης κεφαλαίου
Περιορισμοί διανομής κερδών

90.-(1) Η ΚΕΠΕΥ, που πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, δεν προβαίνει σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στον βαθμό που μια τέτοια διανομή θα μείωνε το κεφάλαιο κοινών μετοχών του κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μην ικανοποιείται πλέον η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.

(2) ΚΕΠΕΥ που δεν ικανοποιεί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, υπολογίζει το μέγιστο διανεμητέο ποσό (εφεξής, στο παρόν άρθρο, «το ΜΔΠ») σύμφωνα με τo εδάφιο (5) και το κοινοποιεί στην Επιτροπή.

(3) Σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (2), η ΚΕΠΕΥ δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες πριν υπολογίσει το ΜΔΠ:

(α) Σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1ˑ

(β) σε δημιουργία υποχρέωσης καταβολής μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, ούτε σε καταβολή μεταβλητών αποδοχών, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε όσο η ΚΕΠΕΥ δεν πληρούσε την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείαςˑ ή

(γ) σε πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 1.

(4) Στην περίπτωση που ΚΕΠΕΥ δεν ικανοποιεί ή δεν υπερβαίνει τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, δεν διανέμει περισσότερο από το ΜΔΠ που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με το εδάφιο (5) μέσω οποιασδήποτε ενέργειας από αυτές που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (3).

(5) Η ΚΕΠΕΥ υπολογίζει το ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίσθηκε βάσει του εδαφίου (6) με τον συντελεστή που ορίζεται βάσει του εδαφίου (7)· το ΜΔΠ μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό που προέρχεται από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (3).

(6) Το ποσό που πολλαπλασιάζεται σύμφωνα με το εδάφιο (5) περιλαμβάνει-

(α) οποιαδήποτε ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το Άρθρο 26, παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή που προκύπτει από τις ενέργειες που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) ή (γ) του εδαφίου (3)ˑ

πλέον-

(β) οποιαδήποτε κέρδη τέλους χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το Άρθρο 26 παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή που προκύπτει από τις ενέργειες που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) ή (γ) του εδαφίου (3)ˑ

μείον-

(γ) τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος, εάν τα είδη που προσδιορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) δεν διανέμονταν.

(7) Ο συντελεστής καθορίζεται ως εξής:

(α) Όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί η ΚΕΠΕΥ, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οποιεσδήποτε εκ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι μηδέν (0)ˑ

(β) όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί η ΚΕΠΕΥ, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούται οποιαδήποτε εκ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι είκοσι ποσοστιαίες μονάδες (0,2)ˑ

(γ) όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί η ΚΕΠΕΥ, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούται οποιαδήποτε εκ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 του παρόντος Νόμου και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του τρίτου τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι σαράντα ποσοστιαίες μονάδες (0,4)ˑ

(δ) όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί η ΚΕΠΕΥ, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούται οποιαδήποτε εκ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι εξήντα ποσοστιαίες μονάδες (0,6).

(8) Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:

Κατώτατο όριο τεταρτημορίου =

Συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας x (Qn – 1)
4

Aνώτατο όριο τεταρτημορίου =

Συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας x Qn
4

όπου Qn = ο τακτικός αριθμός του σχετικού τεταρτημορίου.

(9) Οι περιορισμοί που επιβάλλει το παρόν άρθρο ισχύουν μόνο για πληρωμές που προκαλούν μείωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή μείωση των κερδών και όπου η παύση πληρωμών ή η μη πληρωμή δεν αποτελεί γεγονός αθέτησης ή προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασιών πτώχευσης βάσει του καθεστώτος που ισχύει για την ΚΕΠΕΥ.

(10) Σε περίπτωση που μια ΚΕΠΕΥ δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και σκοπεύει να προβεί σε διανομή οποιωνδήποτε διανεμητέων κερδών της ή σε ενέργεια που περιγράφεται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (3), ειδοποιεί την Επιτροπή και να υποβάλει τα εξής στοιχεία:

(α) Το ποσό του κεφαλαίου που τηρεί η ΚΕΠΕΥ, χωρισμένο ως εξής-

(i) Κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1ˑ

(ii) πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1ˑ

(iii) κεφάλαιο της κατηγορίας 2·

(β) το ποσό των προσωρινών κερδών του και των κερδών του στο τέλος της χρήσηςˑ

(γ) το ΜΔΠ που υπολογίσθηκε σύμφωνα με το εδάφιο (5)ˑ

(δ) το ποσό των διανεμητέων κερδών που σκοπεύει να μοιράσει στα εξής:

(i) Πληρωμή μερισμάτωνˑ

(ii) εξαγορές ιδίων μετοχώνˑ

(iii) πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1ˑ

(iv) καταβολή κυμαινόμενης αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, με τη δημιουργία νέας υποχρέωσης καταβολής ή βάσει υποχρέωσης καταβολής που δημιουργήθηκε ενώ η ΚΕΠΕΥ δεν πληρούσε τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας.

(11) Η ΚΕΠΕΥ εφαρμόζει ρυθμίσεις, ώστε το ποσό των διανεμητέων κερδών και το ΜΔΠ να υπολογίζονται με ακρίβεια και να μπορούν να αποδείξουν αυτήν την ακρίβεια στην αρμόδια αρχή εάν τους ζητηθεί.

(12) Για τους σκοπούς των εδαφίων (1) μέχρι (3), η διανομή κερδών όσον αφορά στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

(α) Καταβολή μερισμάτων σε μετρητάˑ

(β) διανομή πλήρως ή μερικώς πληρωθέντων μετοχών που διανέμονται δωρεάν ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στο Άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο α) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013ˑ

(γ) εξαργύρωση ή αγορά από ένα ίδρυμα ιδίων μετοχών του ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στο Άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο α) του εν λόγω Κανονισμούˑ

(δ) ανάκτηση ποσών που καταβλήθηκαν για κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο Άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο α) του εν λόγω Κανονισμούˑ

(ε) διανομή στοιχείων που αναφέρονται στο Άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχεία β) έως ε) του εν λόγω Κανονισμού.

Μη τήρηση της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας

91.-(1) Μια ΚΕΠΕΥ θεωρείται ότι δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τους σκοπούς του άρθρου 90, εφόσον δεν διαθέτει ίδια κεφάλαια στην ποσότητα και την ποιότητα που απαιτούνται για να επιτευχθεί ταυτόχρονα η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και καθεμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

(α) Του Άρθρου 92, παράγραφος 1, στοιχείο α) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης βάσει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61ˑ

(β) του Άρθρου 92, παράγραφος 1, στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης βάσει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61ˑ

(γ) του Άρθρου 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης βάσει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61.

Περιορισμός στις διανομές σε περίπτωση μη τήρησης της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης

92.-(1) ΚΕΠΕΥ που πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης κατά το Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν προβαίνει σε διανομή που αφορά το κεφάλαιο της κατηγορίας 1, στον βαθμό που μια τέτοια διανομή θα μείωνε το οικείο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μην ικανοποιείται πλέον η απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης.

(2)(α) ΚΕΠΕΥ που δεν ικανοποιεί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, υπολογίζει το μέγιστο διανεμητέο ποσό που αφορά τον δείκτη μόχλευσης (εφεξής, στο παρόν άρθρο, «το Μ-ΜΔΠ») σύμφωνα με το εδάφιο (4) και το κοινοποιεί στην Επιτροπή.

(β) Σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου (α), η ΚΕΠΕΥ δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες, προτού υπολογίσει το Μ-ΜΔΠ:

(i) Σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1· ή

(ii) στη δημιουργία υποχρέωσης καταβολής μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, ούτε στην καταβολή μεταβλητών αποδοχών, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε κατά τον χρόνο όπου η ΚΕΠΕΥ δεν πληρούσε την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης· ή

(iii) σε πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 1.

(3) Στην περίπτωση που μια ΚΕΠΕΥ δεν ικανοποιεί ή δεν υπερβαίνει την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, δεν επιτρέπεται να διανέμει περισσότερο από το Μ-ΜΔΠ που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με το εδάφιο (4) μέσω οποιασδήποτε ενέργειας που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2).

(4) Οι ΚΕΠΕΥ υπολογίζουν το Μ-ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίστηκε βάσει του εδαφίου (5) με τον συντελεστή που προσδιορίζεται βάσει του εδαφίου (6)· το Μ-ΜΔΠ μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό που προέρχεται από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2).

(5) Το ποσό που πολλαπλασιάζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) περιλαμβάνει-

(α) τυχόν ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το Άρθρο 26, παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή αφορά τις ενέργειες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου,

πλέον-

(β) τυχόν τα κέρδη τέλους χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το Άρθρο 26, παράγραφος 2, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή αφορά τις ενέργειες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου,

μείον -

(γ) τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος εάν τα είδη που προσδιορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου δεν διανέμονταν.

(6)(α) Ο συντελεστής που αναφέρεται στο εδάφιο (4) καθορίζεται ως εξής:

(i) Όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί η ΚΕΠΕΥ, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 429, παράγραφος 4 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι μηδέν (0)·

(ii) όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί η ΚΕΠΕΥ, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 429, παράγραφος 4 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι είκοσι ποσοστιαίες μονάδες (0,2)·

(iii) όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί, η ΚΕΠΕΥ το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 429, παράγραφος 4 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του τρίτου τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι σαράντα ποσοστιαίες μονάδες (0,4)·

(iv) όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί η ΚΕΠΕΥ, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 του παρόντος Νόμου, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 429, παράγραφος 4 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι εξήντα ποσοστιαίες μονάδες (0,6).

(β) Το κατώτατο και το ανώτατο όριο κάθε τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης υπολογίζονται ως εξής:

Κατώτατο όριο τεταρτημορίου =

Απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη
μόχλευσης x (Qn - 1)
4

Ανώτατο όριο τεταρτημορίου =

Απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη
μόχλευσης x Qn
4

όπου Qn είναι ο αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου.

(7) Οι περιορισμοί που επιβάλλει το παρόν άρθρο εφαρμόζονται μόνο στις πληρωμές που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ή τη μείωση των κερδών και όπου η αναστολή πληρωμών ή η μη πληρωμή δεν αποτελεί γεγονός αθέτησης ή προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασιών δυνάμει του πλαισίου αφερεγγυότητας που ισχύει για την ΚΕΠΕΥ.

(8) Σε περίπτωση που μια ΚΕΠΕΥ δεν πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης και προτίθεται να προβεί σε διανομή οποιωνδήποτε διανεμητέων κερδών του ή σε ενέργεια που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), ειδοποιεί την Επιτροπή και υποβάλλει τα στοιχεία που παρατίθενται στο εδάφιο (10) του άρθρου 90, με εξαίρεση την υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (10) του άρθρου 90, και το Μ-ΜΔΠ που υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4).

(9) Οι ΚΕΠΕΥ εφαρμόζουν ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζουν ότι το ποσό των διανεμητέων κερδών και το Μ-ΜΔΠ υπολογίζονται με ακρίβεια και είναι σε θέση να αποδεικνύουν αυτήν την ακρίβεια στην Επιτροπή, εάν τους ζητείται.

(10) Για τους σκοπούς των εδαφίων (1) και (2), η διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 περιλαμβάνει οποιοδήποτε από τα στοιχεία που παρατίθενται στο εδάφιο (12) του άρθρου 90.

Μη τήρηση της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης

93. Μια ΚΕΠΕΥ θεωρείται ότι δεν πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης για τους σκοπούς του άρθρου 92, όταν δεν διαθέτει κεφάλαιο της κατηγορίας 1 στο ποσό που απαιτείται, ώστε να πληροί ταυτοχρόνως την απαίτηση που προβλέπεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την απαίτηση του Άρθρου 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του εν λόγω Κανονισμού και την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 κατά την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου

94.-(1) Σε περίπτωση που μια ΚΕΠΕΥ δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή, κατά περίπτωση, την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, καταρτίζει σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το υποβάλλει στην Επιτροπή εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από τότε που διαπίστωσε ότι δεν πληροί την ανωτέρω απαίτηση, εκτός εάν η Επιτροπή εγκρίνει μεγαλύτερη προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δέκα (10) ημέρες.

(2) Η Επιτροπή δύναται να δώσει τέτοιες άδειες μόνο βάσει της συγκεκριμένης περίπτωσης μιας ΚΕΠΕΥ και λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της ΚΕΠΕΥ.

(3) Το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:

(α) Εκτιμήσεις των εσόδων και των εξόδων και πιθανή ταμειακή κατάστασηˑ

(β) μέτρα για την αύξηση των δεικτών κεφαλαίων της ΚΕΠΕΥˑ

(γ) σχέδιο και χρονοδιάγραμμα για την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων με στόχο την πλήρη συμμόρφωση με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείαςˑ

(δ) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία την οποία η αρμόδια αρχή κρίνει απαραίτητη για να προβεί στην εκτίμηση βάσει του εδαφίου (4).

(4) Η Επιτροπή εκτιμά το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το εγκρίνει μόνο εάν κρίνει πως το σχέδιο, εάν εφαρμοσθεί, έχει ευλόγως αυξημένες πιθανότητες να επιτύχει τη διατήρηση ή αύξηση επαρκών κεφαλαίων ώστε η ΚΕΠΕΥ να πληροί τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας εντός χρονικής περιόδου που η Επιτροπή θεωρεί κατάλληλη.

(5) Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν εγκρίνει το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου σύμφωνα με το εδάφιο (4), επιβάλλει ένα ή αμφότερα από τα ακόλουθα:

(α) Απαιτεί από την ΚΕΠΕΥ να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά της σε συγκεκριμένα επίπεδα εντός συγκεκριμένης προθεσμίαςˑ

(β) ασκεί την εξουσία της δυνάμει του άρθρου 60 για την επιβολή αυστηρότερων περιορισμών στη διανομή από αυτούς που απαιτούνται βάσει του άρθρου 90.