ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ (ΕΕΔ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Υποβολή καταγγελιών στην Κεντρική Τράπεζα

98.-(1) Οι χρήστες υπηρεσιών πληρωμών και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων των ενώσεων καταναλωτών, επιτρέπεται να υποβάλλουν στην Κεντρική Τράπεζα, ως την αρμόδια αρχή, καταγγελίες, γραπτώς ή με ηλεκτρονικά μέσα, σχετικά με ισχυρισμούς για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 924/2009, από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

(2) Κατά περίπτωση και χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος προσφυγής σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή, ενημερώνει με την απάντησή της τον καταγγέλλοντα για τις προβλεπόμενες από το άρθρο 101 διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.

Αρμόδιες αρχές

99.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (1Α), η Κεντρική Τράπεζα ορίζεται ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας για τη διασφάλιση και την παρακολούθηση της αποτελεσματικής συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών.

(1Α) Η Υπηρεσία ορίζεται ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας για τη διασφάλιση και την παρακολούθηση της αποτελεσματικής συμμόρφωσης των δικαιούχων με τις διατάξεις των άρθρων 60 και 62.

(1Β) Η Κεντρική Τράπεζα και η Υπηρεσία, ως οι αρμόδιες αρχές, συνεργάζονται μεταξύ τους, ώστε να εκπληρώνουν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους

(2) Χωρίς επηρεασμό των άρθρων 6(7) και (8), 23, 24 και 25, για σκοπούς εκτέλεσης των καθηκόντων της δυνάμει του εδαφίου (1), η Κεντρική Τράπεζα διαθέτει τις ακόλουθες εξουσίες:

(α) Να απαιτεί την παροχή από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εντός προκαθορισμένης χρονικής προθεσμίας, κάθε πληροφορίας απαραίτητης για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης, διευκρινίζοντας κατά το δέον, τον σκοπό του αιτήματος∙

(β) να πραγματοποιεί επιτόπιους ελέγχους σε κάθε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών∙

(γ) να εκδίδει συστάσεις και κατευθυντήριες γραμμές και, εφόσον ενδείκνυται, δεσμευτικές διοικητικές διατάξεις σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών∙

(δ) να αναστέλλει ή να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας κάθε παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα και η Υπηρεσία ασκούν τις εξουσίες τους σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο-

(α)  απευθείας υπό τη δική τους εξουσία· ή

(β) υποβάλλοντας, όπου το κυπριακό δίκαιο το προνοεί, αίτηση στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την έκδοση της αναγκαίας απόφασης, περιλαμβανομένης, εφόσον ενδείκνυται, της άσκησης έφεσης στην περίπτωση ανεπιτυχούς έκβασης της αίτησης έκδοσης της αναγκαίας απόφασης.

(4) Σε περίπτωση παράβασης ή εικαζόμενης παράβασης των Μερών ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα είναι υπεύθυνη για τη διασφάλιση και την παρακολούθηση της αποτελεσματικής συμμόρφωσης με τον παρόντα Νόμο, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν ο εν λόγω πάροχος παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου που λειτουργεί σύμφωνα με το δικαίωμα εγκατάστασης.

(5) Το Υπουργείο Οικονομικών εκπληρώνει την υποχρέωση την οποία επιβάλλει το Άρθρο 100, παράγραφος 5 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος.

Εξουσίες Υπηρεσίας

99Α.-(1) Για σκοπούς εκτέλεσης των καθηκόντων της, δυνάμει του εδαφίου (1Α) του άρθρου 99, η Υπηρεσία δύναται να-

(α) απαιτεί, τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, την παροχή από δικαιούχο, εντός καθορισμένης χρονικής προθεσμίας, κάθε πληροφορίας απαραίτητης για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης αυτού, διευκρινίζοντας κατά το δέον, το σκοπό του αιτήματος.

(β) πραγματοποιεί, τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, επιτόπιους ελέγχους στο υποστατικό και χώρο εργασίας κάθε δικαιούχου, ώστε να εξετάζει, κατάσχει, λαμβάνει ή αποκτά αντίγραφα στοιχείων, δεδομένων ή εγγράφων, ανεξαρτήτως του μέσου αποθήκευσής τους.

(γ) διατάσσει το δικαιούχο, σε περίπτωση που κατά την κρίση της παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιεσδήποτε διατάξεις των άρθρων 60 ή/και 62, όπως τερματίσει αμέσως την παράβαση και αποφύγει την επανάληψή της στο μέλλον και, σε περίπτωση που ο δικαιούχος δεν συμμορφωθεί, η Υπηρεσία επιβάλλει ανάλογα με τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 99Β.

(δ) λαμβάνει κάθε μέτρο για την εξασφάλιση της συνεχούς συμμόρφωσης του δικαιούχου με τις διατάξεις των άρθρων 60 ή/και 62.

(2) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει, τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, όταν κληθεί από την Υπηρεσία δυνάμει του εδαφίου (1), να θέσει στη διάθεσή της πληροφορίες, έγγραφα ή στοιχεία, που κατέχει ή έχει υπό τον έλεγχό του σχετικά με δικαιούχο, καθώς και να προσέλθει στον τόπο διεξαγωγής των εργασιών της Υπηρεσίας, εάν το απαιτήσει.

(3)  Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να παρακωλύει ή παρεμποδίζει με πράξη ή παράλειψή του την Υπηρεσία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(4) Η παροχή ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων ή εγγράφων και/ή η απόκρυψη ουσιώδους πληροφορίας από οποιαδήποτε γνωστοποίηση που υποβάλλεται στην Υπηρεσία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, αποτελεί, εκτός από παράβαση η οποία υπόκειται σε διοικητική κύρωση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 99Β, ποινικό αδίκημα και το πρόσωπο που διαπράττει αυτό, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Διοικητικές κυρώσεις επιβαλλόμενες από την Υπηρεσία

99Β.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία η Υπηρεσία διαπιστώνει ότι δικαιούχος ο οποίος βρίσκεται υπό την εποπτεία της, παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιεσδήποτε διατάξεις των άρθρων 60 ή/και 62, δύναται, αφού προηγουμένως ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στο δικαιούχο ή εκπρόσωπό του να ακουστεί, προφορικά και/ή γραπτά, να επιβάλει σε αυτόν, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης,  διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000), και, σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, δύναται επιπρόσθετα να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει τα εκατό ευρώ (€100) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής.

(2) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης πληρωμής διοικητικού προστίμου το οποίο επιβλήθηκε σε πρόσωπο δυνάμει του εδαφίου (1), η Υπηρεσία έχει εξουσία να λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον του με σκοπό την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού ως αστικού χρέους οφειλόμενου στη Δημοκρατία.

Επίλυση διαφορών

100.-(1) Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θεσπίζουν και εφαρμόζουν κατάλληλες και αποτελεσματικές διαδικασίες για τη διευθέτηση των καταγγελιών των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών, όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα Μέρη ΙΙΙ και IV, και η Κεντρική Τράπεζα παρακολουθεί τις επιδόσεις τους σχετικά, οι δε εν λόγω διαδικασίες εφαρμόζονται στη Δημοκρατία όπου ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών προσφέρει τις υπηρεσίες πληρωμών και είναι διαθέσιμες σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας ή σε άλλη γλώσσα, εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών.

(2)(α) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να απαντά, σε έγχαρτη μορφή ή, εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, σε άλλο σταθερό μέσο, στις καταγγελίες των χρηστών πληρωμών.

(β) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξετάζει όλα τα ζητήματα αναφορικά με τις καταγγελίες των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών που έχουν τεθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και δίδει απάντηση σε αυτούς, το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από τη λήψη της καταγγελίας.

(γ) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εάν η απάντηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δεν μπορεί να δοθεί μέσα σε δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες, για λόγους που εκφεύγουν του ελέγχου του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο τελευταίος υποχρεούται να αποστέλλει ενδιάμεση απάντηση, αναφέροντας σαφώς τους λόγους για την καθυστέρηση στην απάντηση της καταγγελίας και προσδιορίζοντας την προθεσμία εντός της οποίας θα λάβει την τελική απάντηση ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών και σε κάθε περίπτωση η προθεσμία για τη λήψη της τελικής απάντησης δεν υπερβαίνει τις τριάντα πέντε (35) εργάσιμες ημέρες.

(3) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τουλάχιστον για έναν φορέα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών που είναι αρμόδιος για την επίλυση των διαφορών σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα Μέρη ΙΙΙ και IV, προσδιορίζει τον τρόπο πρόσβασης σε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τον εν λόγω φορέα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, καθώς και τις προϋποθέσεις χρήσης αυτού.

(4) Οι κατά το εδάφιο (3) πληροφορίες αναφέρονται με σαφή, πλήρη και ευχερώς προσβάσιμο τρόπο στον διαδικτυακό τόπο του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, εφόσον υπάρχει, στο υποκατάστημα και στους γενικούς όρους και προϋποθέσεις της σύμβασης μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών.

Διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών

101.-(1) Για την εναλλακτική επίλυση των διαφορών οι οποίες ανακύπτουν μεταξύ των χρηστών και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και αφορούν δικαιώματα και/ή υποχρεώσεις που απορρέουν από τα Μέρη ΙΙΙ και/ή IV και/ή από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 924/2004, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στον περί της Εναλλακτικής Επίλυσης Καταναλωτικών Διαφορών Νόμο.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι οι διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών εφαρμόζονται επί των παροχών υπηρεσιών πληρωμών.

(3) Οι κατά το εδάφιο (1) φορείς εναλλακτικής επίλυσης διαφορών συνεργάζονται αποτελεσματικά με άλλους φορείς εναλλακτικής επίλυσης διαφορών άλλων κρατών μελών, που ορίζονται σύμφωνα με το Άρθρο 102 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, για την επίλυση των διασυνοριακών διαφορών που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα Μέρη ΙΙΙ και IV ή, κατά περίπτωση, τις διατάξεις που θεσπίζονται από άλλο κράτος μέλος για σκοπούς ενσωμάτωσης των Τίτλων ΙΙΙ και IV της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.

Δημοσιοποίηση των κυρώσεων

102.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να δημοσιοποιεί οποιαδήποτε διοικητική κύρωση επιβάλλει υπό την ιδιότητά της ως της αρμόδιας αρχής, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, εκτός εάν, κατά την κρίση της, η δημοσιοποίηση αυτή ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημιά στα εμπλεκόμενα μέρη.

(2) Σε περίπτωση που δημοσιοποιημένη κατά το εδάφιο (1) απόφαση για επιβολή διοικητικών κυρώσεων προσβάλλεται με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου, η Κεντρική Τράπεζα δημοσιεύει αμέσως τις πληροφορίες αυτές και κάθε μεταγενέστερη πληροφορία σχετική με τα αποτελέσματα της προσφυγής και δημοσιεύει και κάθε απόφαση δικαστηρίου, πρωτόδικα ή κατ’ έφεση, που ακυρώνει απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας η οποία προσβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, οι δε δημοσιεύσεις που προβλέπονται στο παρόν εδάφιο γίνονται κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο δημοσιεύεται η διοικητική κύρωση δυνάμει του εδαφίου (1).