ΜΕΡΟΣ XI ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΣΙΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΜΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ
Άδεια λειτουργίας μεσίτη πιστώσεων

29.-(1) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να ασκεί στη Δημοκρατία όλες ή μερικές από τις δραστηριότητες του μεσίτη πιστώσεων όπως αυτές ορίζονται στον όρο «μεσίτης πιστώσεων» ή να παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες στο πλαίσιο του παρόντος Νόμου εκτός εάν -

(α) Έχει λάβει άδεια για το σκοπό αυτό από την Κεντρική Τράπεζα, ή

(β) έχει λάβει άδεια από αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσής του, δυνάμει του Άρθρου 29 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι η άδεια λειτουργίας του μεσίτη πιστώσεων εξαρτάται από την πλήρωση επαγγελματικών απαιτήσεων, επιπροσθέτως των απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 9, ως ακολούθως:

(α) Ο μεσίτης πιστώσεων διαθέτει ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης που καλύπτει τις επικράτειες στις οποίες προσφέρει υπηρεσίες ή άλλη ανάλογη εγγύηση έναντι ευθύνης που προκύπτει από επαγγελματική αμέλεια:

Νοείται ότι, η ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης καλύπτει το προσωπικό του μεσίτη πιστώσεων:

Νοείται περαιτέρω ότι, στην περίπτωση συνδεδεμένου μεσίτη πιστώσεων, η εν λόγω ασφάλιση ή ανάλογη εγγύηση δύναται να παρέχεται από τον πιστωτή για λογαριασμό του οποίου ο μεσίτης πιστώσεων είναι εξουσιοδοτημένος να ενεργεί.

(β) Ο μεσίτης πιστώσεων που είναι φυσικό πρόσωπο, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μεσίτη πιστώσεων που αποτελεί νομικό πρόσωπο, το προσωπικό του μεσίτη πιστώσεων και τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν ισοδύναμα καθήκοντα σε μεσίτη πιστώσεων που αποτελεί νομικό πρόσωπο, αλλά δεν διαθέτει διοικητικό συμβούλιο, διαθέτουν τα ακόλουθα εχέγγυα εντιμότητας-

(i) Λευκό ποινικό μητρώο,

(ii) δεν έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση στο παρελθόν, εκτός σε περίπτωση που έχει αποκατασταθεί σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, και

(iii) πληρούν τα κριτήρια καταλληλόλητας που προβλέπονται από οδηγία που εκδίδει η Κεντρική Τράπεζα.

(γ) Φυσικό πρόσωπο που ενεργεί ως μεσίτης πιστώσεων, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μεσίτη πιστώσεων που έχει συσταθεί ως νομικό πρόσωπο, το προσωπικό του μεσίτη πιστώσεων και τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν ισοδύναμα καθήκοντα μεσίτη πιστώσεων που αποτελεί νομικό πρόσωπο, αλλά δεν διαθέτει διοικητικό συμβούλιο, διαθέτουν κατάλληλο επίπεδο γνώσεων και επάρκειας όσον αφορά τις συμβάσεις πίστωσης, το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με τις αρχές που παρατίθενται στο Παράρτημα III του παρόντος Νόμου.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει και δημοσιεύει τα ελάχιστα κριτήρια που το προσωπικό του μεσίτη πιστώσεων και του πιστωτή οφείλει να πληροί, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις επαγγελματικές του απαιτήσεις.

(4)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης διατηρεί μητρώο με όλους τους μεσίτες πιστώσεων στους οποίους έχει χορηγήσει άδεια δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα επικαιροποιεί τακτικά και αναρτά στην ιστοσελίδα της το μητρώο των μεσιτών πιστώσεων.

(γ) Το μητρώο μεσιτών πιστώσεων που διατηρεί η Κεντρική Τράπεζα περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες-

(i) Τα ονόματα των μελών της διοίκησης που έχουν την ευθύνη για τις δραστηριότητες μεσίτη πιστώσεων,

(ii) τα ονόματα του προσωπικού που πληρούν τις απαιτήσεις για κατάλληλο επίπεδο γνώσεων και ικανοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9, προκειμένου να εκτελούν καθήκοντα συναλλαγής με τους πελάτες σε επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες μεσίτη πιστώσεων,

(iii) τα κράτη μέλη στα οποία ο μεσίτης πιστώσεων ασκεί τις δραστηριότητές του υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και για τα οποία ο μεσίτης πιστώσεων έχει ενημερώσει την Κεντρική Τράπεζα ως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32,

(iv) κατά πόσο ο μεσίτης πιστώσεων είναι συνδεδεμένος με πιστωτή και σε περίπτωση συνδεδεμένων, τα στοιχεία των πιστωτών με τους οποίους ο μεσίτης πιστώσεων είναι συνδεδεμένος,

(v) σε περίπτωση που ο συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων λαμβάνει άδεια λειτουργίας μέσω πιστωτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30, τα στοιχεία του πιστωτή για λογαριασμό του οποίου ενεργεί ο συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων,

(vi) οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες που δύναται να καθορίσει η Κεντρική Τράπεζα σχετικά με το μεσίτη πιστώσεων και τις δραστηριότητες του, δυνάμει οδηγιών που εκδίδει για τον σκοπό αυτό.

(5)(α) Ο μεσίτης πιστώσεων που αποτελεί νομικό πρόσωπο εγγεγραμμένο ως εταιρεία δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, έχει τα κεντρικά του γραφεία στη Δημοκρατία.

(β) Ο μεσίτης πιστώσεων που δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο ή αποτελεί νομικό πρόσωπο που δεν είναι εγγεγραμμένο ως εταιρεία δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, και ασκεί τις κύριες επιχειρηματικές του δραστηριότητες στη Δημοκρατία, έχει τα κεντρικά του γραφεία στη Δημοκρατία.

(6) H Κεντρική Τράπεζα δημιουργεί ένα ενιαίο σημείο πληροφόρησης για τη διασφάλιση της ταχείας και εύκολης πρόσβασης του κοινού στις πληροφορίες του μητρώου που προβλέπεται στο εδάφιο (4), οι οποίες συγκεντρώνονται ηλεκτρονικά και επικαιροποιούνται συνεχώς. στο εν λόγω σημείο πληροφόρησης παρέχονται τα στοιχεία κάθε αρμόδιας αρχής κράτους μέλους.

(7) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 30, η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι ο μεσίτης πιστώσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) σε συνεχή βάση.

(8) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε πρόσωπα που ασκούν τις δραστηριότητες μεσίτη πιστώσεων που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του όρου «μεσίτη πιστώσεων» όπως ορίζεται στο άρθρο 2, σε περίπτωση που οι εν λόγω δραστηριότητες ασκούνται παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο επαγγελματικής δραστηριότητάς τους και νοουμένου ότι οι εν λόγω δραστηριότητες ρυθμίζονται με νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή επαγγελματικό κώδικα δεοντολογίας που δεν απαγορεύουν την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων:

Νοείται ότι, τα πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο δεν έχουν το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 31 και στο άρθρο 32.

(9) Το παρόν άρθρο δεν ισχύει-

(α) Για ΑΠΙ και για πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10A του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, και

(β) για άλλο χρηματοδοτικό ίδρυμα που λειτουργεί στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10Βδις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου.

Μεσίτης πιστώσεων συνδεδεμένος με έναν μόνο πιστωτή

30.-(1)(α) Συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων όπως αυτός ορίζεται στην παράγραφο (α) του ορισμού «συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων» του άρθρου 2, δύναται να λαμβάνει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα μέσω του πιστωτή για λογαριασμό του οποίου θα ενεργεί αποκλειστικά.

(β) Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο (α), ο πιστωτής φέρει πλήρη και άνευ όρων ευθύνη για κάθε πράξη ή παράλειψη του συνδεδεμένου μεσίτη πιστώσεων που ενεργεί για λογαριασμό του στους τομείς που διέπονται από τον παρόντα Νόμο.

(γ) Ο πιστωτής διασφαλίζει ότι ο συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων που ενεργεί εξ ονόματος του, πληροί τουλάχιστον τις επαγγελματικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 29.

(2) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 34, ο πιστωτής οφείλει να παρακολουθεί και να ελέγχει τις δραστηριότητες του συνδεδεμένων μεσίτη πιστώσεων που ενεργεί εξ ονόματος του, όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο (α) του ορισμού «συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων» του άρθρου 2, προκειμένου να διασφαλίζει ότι συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και κυρίως με τις απαιτήσεις γνώσεων και ικανότητας του συνδεδεμένου μεσίτη πιστώσεων, καθώς και του προσωπικού του.

Ελευθερία εγκατάστασης και ελευθερία παροχής υπηρεσιών του μεσίτη πιστώσεων

31.-(1)(α) Μεσίτης πιστώσεων που αδειοδοτείται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 29, δύναται να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες αδειοδοτείται, στην επικράτεια όλων των κρατών μελών, νοουμένου ότι ο μεσίτης πιστώσεων δεν παρέχει τις υπηρεσίες του σχετικά με συμβάσεις πίστωσης που προσφέρονται σε καταναλωτές από μη πιστωτικά ιδρύματα, σε κράτος μέλος στο οποίο δεν επιτρέπεται η λειτουργία τέτοιων μη πιστωτικών ιδρυμάτων.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας κράτους μέλους υποδοχής, αναγνωρίζει άδεια λειτουργίας που χορηγείται σε μεσίτη πιστώσεων από αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης άλλου από τη Δημοκρατία, βάσει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους προέλευσης που μεταφέρει τις διατάξεις της παραγράφου (1) του Άρθρου 29 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ, για την άσκηση των δραστηριοτήτων και την παροχή των υπηρεσιών που καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας, χωρίς να απαιτείται άλλη άδεια από την Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, με την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες που προτίθεται να ασκήσει ο μεσίτης πιστώσεων στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος υποδοχής, καλύπτονται από την εν λόγω άδεια.

(2) Οι εντεταλμένοι αντιπρόσωποι που διορίζονται σε κράτη μέλη τα οποία επωφελούνται από τη δυνατότητα που παρέχει το Άρθρο 31 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ, δεν επιτρέπεται να ασκούν μέρος ή το σύνολο των δραστηριοτήτων μεσίτη πιστώσεων ή να παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες στη Δημοκρατία.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, λαμβάνει πληροφορίες από κράτος μέλος προέλευσης δυνάμει της παραγράφου (3) του Άρθρου 32 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ, και καταχωρεί τις απαραίτητες πληροφορίες στο μητρώο της.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή της γνωστοποίησης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης δυνάμει της παραγράφου (3) του Άρθρου 32 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ, προετοιμάζεται για την εποπτεία του μεσίτη πιστώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34.

(5) Στo πλαίσιο της προετοιμασίας για την εποπτεία που αναφέρεται στο εδάφιο (4), η Κεντρική Τράπεζα υποδεικνύει στο μεσίτη πιστώσεων τους όρους σύμφωνα με τους οποίους θα διεξάγει στην Δημοκρατία τυχόν δραστηριότητες του, σε τομείς που δεν έχουν εναρμονιστεί στο ενωσιακό δίκαιο.

Εγκατάσταση και παροχή υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη

32.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (8) του άρθρου 22, μεσίτης πιστώσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 29 του παρόντος Νόμου, και ο οποίος προτίθεται να ασκήσει επιχειρηματική δραστηριότητα για πρώτη φορά σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή εγκατάστασης υποκαταστήματος, ενημερώνει γραπτώς την Κεντρική Τράπεζα ως κράτος μέλος προέλευσης.

(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα εντός ενός μηνός από την ημέρα που λαμβάνει την ενημέρωση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές των σχετικών κρατών μελών υποδοχής για-

(i) Την πρόθεση του μεσίτη πιστώσεων να ασκήσει επιχειρηματική δραστηριότητα στην επικράτεια του κράτους μέλους και ενημερώνει ταυτόχρονα τον ενδιαφερόμενο μεσίτη πιστώσεων για την γνωστοποίηση αυτή,

(ii) τους πιστωτές με τους οποίους είναι συνδεδεμένος ο μεσίτης πιστώσεων, και

(iii) κατά πόσον οι πιστωτές αναλαμβάνουν πλήρως και άνευ όρων την ευθύνη για τις δραστηριότητες του μεσίτη πιστώσεων ο οποίος λειτουργεί εξ’ ονόματος τους.

(β) Ο μεσίτης πιστώσεων δύναται να αρχίσει την επιχειρηματική του δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής, έναν μήνα μετά την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώθηκε από την Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α).

Ανάκληση της άδειας λειτουργίας μεσίτη πιστώσεων

33.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του μεσίτη πιστώσεων δύναται να ανακαλεί άδεια λειτουργίας που χορήγησε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 σε μεσίτη πιστώσεων σε περίπτωση που ο εν λόγω μεσίτης πιστώσεων-

(α) Παραιτήθηκε ρητώς από την άδεια λειτουργίας ή δεν άσκησε τις δραστηριότητες μεσίτη πιστώσεων ούτε παρείχε συμβουλευτικές υπηρεσίες κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες, εκτός σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα έχει θέσει ως προϋπόθεση στην άδεια λειτουργίας του ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει αυτόματα,

(β) έλαβε την άδεια λειτουργίας βάσει ψευδών ή παραπλανητικών δηλώσεων ή άλλου παράτυπου μέσου,

(γ) δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις σύμφωνα με τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,

(δ) εμπίπτει σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας που προβλέπεται στην νομοθεσία της Δημοκρατίας, σε σχέση με θέματα εκτός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου,

(ε) έχει υποπέσει σε σοβαρές ή επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων που θεσπίζονται με τον παρόντα Νόμο και που διέπουν τη λειτουργία των μεσιτών πιστώσεων.

(2) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ενεργώντας ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας μεσίτη πιστώσεων, ενημερώνει το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών με οιοδήποτε μέσο κρίνει κατάλληλο τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής για την ανάκληση αυτή.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα διαγράφει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση από το μητρώο που διατηρεί το μεσίτη πιστώσεων του οποίου έχει ανακληθεί η άδεια λειτουργίας.

Εποπτεία του μεσίτη πιστώσεων

34.-(1)(α) Ο μεσίτης πιστώσεων υπόκειται σε εποπτεία των δραστηριοτήτων που ασκεί, από την Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα εποπτεύει το συνδεδεμένο μεσίτη πιστώσεων-

(i) Είτε άμεσα,

(ii) είτε στο πλαίσιο της εποπτείας του πιστωτή εξ’ ονόματος του οποίου ενεργεί, σε περίπτωση που ο πιστωτής είναι ΑΠΙ.

(γ) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος εδαφίου, σε περίπτωση κατά την οποία ο συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων που έχει αδειοδοτηθεί στη Δημοκρατία, παρέχει υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος, πέραν της Δημοκρατίας, τότε ο συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων υπόκειται σε άμεση εποπτεία από την Κεντρική Τράπεζα.

(2)(α) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μεσίτη πιστώσεων που ασκεί δραστηριότητες στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος, διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχει ο μεσίτης πιστώσεων στη Δημοκρατία συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 7 και στα άρθρα 8, 9, 10, 11, 13, 14, 15, 16, 17, 20, 22 και 42, καθώς και στα κατ’ εφαρμογή αυτών θεσπιζόμενα μέτρα.

(β) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, διαπιστώσει ότι μεσίτης πιστώσεων που διατηρεί υποκατάστημα εντός της Δημοκρατίας παραβαίνει τα μέτρα που έχουν θεσπισθεί στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7 και των διατάξεων των άρθρων 8, 9, 10, 11, 13, 14, 15, 16, 17, 20, 22 και 42, απαιτεί από τον συγκεκριμένο μεσίτη πιστώσεων να θέσει τέλος στην παράτυπη αυτή κατάσταση.

(γ) Σε περίπτωση που ο μεσίτης πιστώσεων δεν προβεί στις αιτούμενες ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο (β), η Κεντρική Τράπεζα προβαίνει σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για να διασφαλίσει ότι ο εν λόγω μεσίτης πιστώσεων θα θέσει τέλος στην παράτυπη κατάσταση και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης για τις ενέργειες αυτές.

(δ) Σε περίπτωση που, παρά τις ενέργειες στις οποίες προέβη η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ο μεσίτης πιστώσεων συνεχίζει να παραβαίνει τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) μέτρα που ισχύουν στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, αφού ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για να εμποδίσει ή να τιμωρήσει περαιτέρω παρατυπίες και εφόσον είναι απαραίτητο, να εμποδίσει τον μεσίτη πιστώσεων να προβεί σε νέες συναλλαγές εντός της Δημοκρατίας.

(ε) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (δ).

(3) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης διαφωνεί με ενέργειες στις οποίες προέβη η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δυνάμει της παραγράφου (2) του Άρθρου 34 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ, σε σχέση με παράτυπη συμπεριφορά στην οποία τυχόν να προέβη μεσίτης πιστώσεων ο οποίος ασκεί δραστηριότητες στο εν λόγω κράτος μέλος, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη βοήθειά της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα, σε σχέση με υποκατάστημα μεσίτη πιστώσεων στη Δημοκρατία, να εξετάζει τις ρυθμίσεις λειτουργίας του υποκαταστήματος και να ζητά οποιεσδήποτε τροποποιήσεις κρίνει απολύτως απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων του εδαφίου (2), και παρέχει τη δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης να επιβάλλουν την τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τις παραγράφους 2, 3 και 4 του Άρθρου 7 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ και των κατ’ εφαρμογή αυτού θεσπιζόμενων μέτρων σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρέχει το υποκατάστημα.

(5)(α) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ενεργώντας ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, έχει σαφείς και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι μεσίτης πιστώσεων που ασκεί δραστηριότητες στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ, ή ότι μεσίτης πιστώσεων που ασκεί δραστηριότητες μέσω υποκαταστήματος στη Δημοκρατία παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ εκτός όσων ορίζονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, προκειμένου αυτή να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες.

(β) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης δεν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια εντός ενός μηνός από την ημερομηνία που την ενημερώνει η Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) ή σε περίπτωση που παρά τις ενέργειες στις οποίες προέβη η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, ο μεσίτης πιστώσεων εξακολουθεί να ενεργεί με τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των καταναλωτών στη Δημοκρατία ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, η Κεντρική Τράπεζα, ενεργώντας ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής-

(i) Αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου να προστατεύσει τους καταναλωτές και να διασφαλίσει η εύρυθμη λειτουργία των αγορών, περιλαμβανομένης της απαγόρευσης του μεσίτη πιστώσεων που παρανομεί να προβεί σε περαιτέρω συναλλαγές στη Δημοκρατία, και ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΤ για τις ενέργειες αυτές,

(ii) δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη βοήθειά της, δυνάμει του Άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(6) Στις περιπτώσεις μεσίτη πιστώσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους και ασκεί δραστηριότητες στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δύνανται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και αφού ενημερώσουν την Κεντρική Τράπεζα ως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνουν σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα αυτού.

(7) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης υποκαταστήματος, δύναται κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής του υποκαταστήματος, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο εν λόγω υποκατάστημα.

(8) Η κατανομή των καθηκόντων μεταξύ της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των αρμόδιων αρχών των άλλων κρατών μελών δυνάμει προνοιών που θεσπίζονται για σκοπούς εφαρμογής του Άρθρου 34 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ, δεν θίγει τις αρμοδιότητες της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε τομείς που δεν καλύπτονται από τον παρόντα Νόμο και την Οδηγία 2014/17/ΕΕ.

Άδεια λειτουργίας και εποπτεία μη πιστωτικού ιδρύματος

34Α.-(1) Οποιοδήποτε μη πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο προτίθεται να παρέχει σύμβαση πίστωσης που διέπεται από τον παρόντα Νόμο, οφείλει να υποβάλει στην Κεντρική Τράπεζα σχετική αίτηση για άδεια λειτουργίας, για την άσκηση της δραστηριότητας της παροχής πίστωσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα σε περίπτωση που δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι η εταιρεία η οποία συστάθηκε στη Δημοκρατία και αιτείται άδειας λειτουργίας ως μη πιστωτικό ίδρυμα, η οποία στο παρόν Μέρος θα αναφέρεται ως «αιτήτρια εταιρεία» πληροί όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες, δεν χορηγεί την αιτούμενη άδεια λειτουργίας.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα εκδίδει οδηγία αναφορικά με τη διαδικασία αδειοδότησης, τη διαδικασία απόκτησης ειδικής συμμετοχής, τη διαδικασία αναστολής και τη διαδικασία ανάκλησης άδειας λειτουργίας, καθώς και εποπτείας του μη πιστωτικού ιδρύματος που αναφέρεται στο εδάφιο (1).

(4) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας, εφόσον ικανοποιηθεί ότι αιτήτρια εταιρεία πληροί σωρευτικά τα ακόλουθα-

(α) Είναι σε θέση να συμμορφωθεί πλήρως προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τις εκδιδόμενες δυνάμει αυτού οδηγίες∙

(β) οι μέτοχοι αυτής, οι οποίοι κατέχουν ειδική συμμετοχή, χαίρουν καλής φήμης και ικανοποιούν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας και καταλληλότητας, όπως αυτά καθορίζονται σε οδηγία που εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα∙

(γ) τα μέλη του διοικητικού οργάνου αυτής έχουν καλή φήμη, επαρκή γνώση, ικανότητες και εμπειρία για να ασκούν τις αρμοδιότητές τους και πληρούν τα κριτήρια της ικανότητας και καταλληλότητας, όπως αυτά καθορίζονται σε οδηγία που εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα∙

(δ) διαθέτει οργανωτική δομή που της επιτρέπει να παρέχει υπηρεσίες σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙

(ε) δεν έχει στενούς δεσμούς με οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα που κατά την άποψη της Κεντρικής Τράπεζας δύνανται να αποτρέψουν την αποτελεσματική διεξαγωγή της εποπτείας∙ και

(στ) έχει αρχικό κεφάλαιο ύψους πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (€500.000).

(5) Η αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας πρέπει να συνοδεύεται από τα ακόλουθα έγγραφα:

(α) Το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό της αιτήτριας εταιρείας∙

(β) την ταυτότητα των άμεσων ή/και έμμεσων μετόχων οι οποίοι κατέχουν ειδική συμμετοχή και το ποσό της συμμετοχής αυτής ή σε περίπτωση που δεν κατέχονται ειδικές συμμετοχές, την ταυτότητα μέχρι των είκοσι (20) μεγαλύτερων μετόχων με συμμετοχή πέντε τοις εκατόν (5%) ή περισσότερη εκάστου∙

(γ) την ταυτότητα των μελών του διοικητικού οργάνου∙

(δ) την οργανωτική δομή της αιτήτριας εταιρείας∙

(ε) το πρόγραμμα λειτουργιών της αιτήτριας εταιρείας για τα πρώτα τρία (3) χρόνια λειτουργίας της∙

(στ) οποιαδήποτε πρόσθετη πληροφορία ή/και αρχεία ή/και έγγραφα, τα οποία η Κεντρική Τράπεζα θεωρεί σημαντικά για την αξιολόγηση της αίτησης και τα οποία καθορίζονται σε οδηγία που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3).

(6) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα δεν ικανοποιηθεί ότι η αιτήτρια εταιρεία πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται σε οδηγία που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) ή/και τα κριτήρια που καθορίζονται στο εδάφιο (4) ή/και δεν έχει υποβάλει τα έγγραφα και τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (5), αρνείται τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας λειτουργίας της, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και ενημερώνει προς τούτο την αιτήτρια εταιρεία με αιτιολογημένη απόφασή της.

(7) Τα μέλη του διοικητικού οργάνου του μη πιστωτικού ιδρύματος καθώς και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη αυτού και το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για τη χορήγηση πιστώσεων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, οφείλουν να πληρούν εχέγγυα ήθους και εντιμότητας και να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ, ικανότητες και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

(8) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απορρίψει την αίτηση για χορήγηση άδειας, σε περίπτωση που δεν έχει πεισθεί-

(i) Για την εντιμότητα και τις γνώσεις των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν την αιτήτρια εταιρεία ή του προσωπικού της που παρέχει συμβάσεις πιστώσεων, και

(ii) ότι η συμμετοχή των προσώπων αυτών στη διοίκησή της αιτήτριας εταιρείας δεν αποτελεί απειλή για την ορθή και συνετή διαχείριση της.

(9) Η απόφαση για χορήγηση ή άρνηση χορήγησης της απαιτούμενης, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου άδειας λειτουργίας, γνωστοποιείται στην αιτήτρια εταιρεία εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρως συμπληρωμένης αίτησης χορήγησης άδειας λειτουργίας.

(10) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να χορηγεί άδεια λειτουργίας σε μη πιστωτικό ίδρυμα με ή χωρίς όρους, να τροποποιεί ή ανακαλεί, είτε μόνιμα είτε προσωρινά οποιουσδήποτε όρους έχουν επιβληθεί σε χορηγηθείσα άδεια λειτουργίας ή να επιβάλει οποιουσδήποτε νέους όρους σε αυτή, ως η ίδια ήθελε κρίνει σκόπιμο.

(11) Η Κεντρική Τράπεζα διατηρεί μητρώο και δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της κατάλογο με όλα τα μη πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει χορηγήσει άδεια λειτουργίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(12) Η Κεντρική Τράπεζα ασκεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντά της, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και παρακολουθεί και εποπτεύει τις δραστηριότητες των μη πιστωτικών ιδρυμάτων, προς διασφάλιση της συμμόρφωσης τους με τις απαιτήσεις του εν λόγω Νόμου.

(13)(α) Η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των μη πιστωτικών ιδρυμάτων με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, καθώς και για την εξέταση πιθανών παραβάσεων του παρόντος Νόμου.

(β) Τα μη πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν στην Κεντρική Τράπεζα όλες τις αναγκαίες πληροφορίες τις οποίες η ίδια ζητεί για την αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.