ΜΕΡΟΣ III ΟΡΟΙ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΩΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΕΣΙΤΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ
Υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας κατά την παροχή πίστωσης σε καταναλωτές

7.-(1)(α) Ο πιστωτής και ο μεσίτης πιστώσεων ενεργούν έντιμα, δίκαια, με διαφάνεια και επαγγελματισμό και λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών στην περίπτωση που-

(i) Σχεδιάζουν πιστωτικά προϊόντα. ή

(ii) χορηγούν, μεσολαβούν ή παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες σχετικά με πίστωση και, όπου εφαρμόζεται, συμπληρωματικές υπηρεσίες σε καταναλωτές. ή

(iii) εκτελούν σύμβαση πίστωσης.

(β) Οι δραστηριότητες της χορήγησης, μεσολάβησης ή παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών και όπου εφαρμόζεται, συμπληρωματικών υπηρεσιών, σε σχέση με πιστωτικές διευκολύνσεις, βασίζονται σε-

(i) Πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του καταναλωτή,

(ii) οποιαδήποτε ειδική απαίτηση έχει γνωστοποιήσει ο καταναλωτής, και

(iii) εύλογες παραδοχές σχετικά με την κατάσταση του καταναλωτή κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης.

(γ) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β), η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, βασίζεται επιπλέον σε πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 22.

(2) Ο τρόπος με τον οποίο ο πιστωτής αμείβει το προσωπικό του και τους μεσίτες πιστώσεων, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο ο μεσίτης πιστώσεων αμείβει το προσωπικό του, δεν εμποδίζει τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του εδαφίου (1).

(3) Σε περίπτωση που ο πιστωτής θεσπίζει και εφαρμόζει πολιτικές αμοιβών για το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας, ο πιστωτής συμμορφώνεται με τις ακόλουθες αρχές κατά τρόπο και στο βαθμό που αρμόζει στο μέγεθός του, στην εσωτερική του οργάνωση, καθώς και στη φύση, στο εύρος και στην πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του:

(α) Η πολιτική αμοιβών συνάδει και προωθεί την αξιόπιστη και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων εκ μέρους του πιστωτή,

(β) η πολιτική αμοιβών συνάδει με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του πιστωτή και ενσωματώνει μέτρα για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων, προβλέποντας ιδίως ότι η αμοιβή δεν συναρτάται με τον αριθμό ή το ποσοστό των αιτήσεων που γίνονται δεκτές.

(4) Σε περίπτωση που ο πιστωτής ή ο μεσίτης πιστώσεων παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες, η διάρθρωση των αμοιβών του εμπλεκόμενου προσωπικού δεν επηρεάζει αρνητικά την ικανότητά του να ενεργεί προς το συμφέρον του καταναλωτή και κυρίως δεν συναρτάται με τους στόχους πωλήσεων:

Νοείται ότι, απαγορεύεται η εκ μέρους του πιστωτή καταβολή οποιασδήποτε προμήθειας στο μεσίτη πιστώσεων.

(5) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να θεσπίζει κανόνες, οι οποίοι αποσκοπούν στην εξειδίκευση των διατάξεων του άρθρου αυτού, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας απαγόρευσης συγκεκριμένου τύπου διάρθρωσης αμοιβών ή μορφών οικονομικού ανταλλάγματος.

(6) Απαγορεύεται η καταβολή πληρωμών από καταναλωτή προς πιστωτή ή μεσίτη πιστώσεων πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης.

(7)(α)Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (6), ο πιστωτής ή ο μεσίτης πιστώσεων δύναται να απαιτήσει από τον καταναλωτή την καταβολή πληρωμής πριν από τη σύναψη σύμβασης πίστωσης για την κάλυψη μόνο των πραγματικών του εξόδων έναντι τρίτων.

(β) Στην περίπτωση κατά την οποία ο πιστωτής ή ο μεσίτης πιστώσεων απαιτεί από τον καταναλωτή την καταβολή πληρωμής δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) και πριν τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτής ή μεσίτης πιστώσεων –

(i) Ενημερώνει τον καταναλωτή, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, για το ποσό της χρέωσης,

(ii) επεξηγεί για τη φύση των εξόδων που καλύπτει, και

(iii) λαμβάνει τη γραπτή συγκατάθεση του καταναλωτή για την εν λόγω χρέωση.

(8) Σε περίπτωση που παρέχεται σε πιστωτή εξασφάλιση υπό τη μορφή υποθήκευσης ακίνητης ιδιοκτησίας, ο πιστωτής λαμβάνει την ενυπόγραφη γραπτή συγκατάθεση του/της συζύγου του πάροχου τέτοιας εξασφάλισης για την παροχή τέτοιας εξασφάλισης.

Υποχρέωση παροχής πληροφοριών χωρίς χρέωση στον καταναλωτή

8. Η πληροφόρηση που παρέχεται στον καταναλωτή για σκοπούς συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, παρέχεται χωρίς οποιαδήποτε χρέωση ή άλλη επιβάρυνση.

Απαιτήσεις γνώσεων και ικανότητας του προσωπικού

9.-(1)(α) Ο πιστωτής και ο μεσίτης πιστώσεων διασφαλίζουν ότι το προσωπικό τους διαθέτει κατάλληλο επίπεδο γνώσης και ικανότητας και επικαιροποιούν τακτικά κατά περίπτωση-

(i) Το σχεδιασμό, την προσφορά και τη χορήγηση συμβάσεων πίστωσης,

(ii) την άσκηση δραστηριοτήτων που παρατίθενται στον ορισμό του όρου «μεσίτης πιστώσεων», σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2, και

(iii) την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών.

(β) Σε περίπτωση που η σύναψη σύμβασης πίστωσης περιλαμβάνει συναφή συμπληρωματική υπηρεσία, οι πιστωτές και οι μεσίτες πιστώσεων διασφαλίζουν ότι το προσωπικό τους διαθέτει τις κατάλληλες γνώσεις και ικανότητα σχετικά με την εν λόγω συμπληρωματική υπηρεσία.

(2) Εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο 3, ο πιστωτής και ο μεσίτης πιστώσεων διασφαλίζουν ότι το προσωπικό τους κατέχει τις ελάχιστες απαιτήσεις γνώσεων και ικανότητας, σύμφωνα με τις αρχές που παρατίθενται στο Παράρτημα III.

(3)(α) Σε περίπτωση που ο πιστωτής ή μεσίτης πιστώσεων που αδειοδοτήθηκε σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία παρέχει τις υπηρεσίες του στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος, συμμορφώνεται με τις ελάχιστες απαιτήσεις γνώσεων και ικανότητας που θεσπίζονται δυνάμει του Παραρτήματος ΙΙΙ του παρόντος Νόμου όσον αφορά το προσωπικό του υποκαταστήματος αυτού.

(β) Σε περίπτωση που πιστωτής ή μεσίτης πιστώσεων που αδειοδοτήθηκε σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, παρέχει τις υπηρεσίες του στη Δημοκρατία, σύμφωνα με την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, όσον αφορά το προσωπικό του στη Δημοκρατία, εφαρμόζει τις ελάχιστες απαιτήσεις γνώσεων και ικανότητας προσωπικού που θεσπίζει το κράτος μέλος προέλευσης, εκτός από τις διατάξεις δυνάμει των οποίων μεταφέρονται οι διατάξεις των στοιχείων β), γ) ε) και στ), της παραγράφου 1 του Παραρτήματος III της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ, όπου εφαρμόζει τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα στοιχεία (β), (γ), (ε) και (στ), της παραγράφου 1 του Παραρτήματος III του παρόντος Νόμου.

(γ) Σε περίπτωση που πιστωτής ή μεσίτης πιστώσεων που αδειοδοτήθηκε στη Δημοκρατία παρέχει τις υπηρεσίες του στο έδαφος ενός ή περισσότερων άλλων κρατών μελών-

(i) Εφαρμόζει μέσω υποκαταστήματος τις ελάχιστες απαιτήσεις γνώσεων και ικανότητας που θεσπίζει το κράτος μέλος υποδοχής όσον αφορά το προσωπικό του υποκαταστήματος,

(ii) εφαρμόζει για το προσωπικό του στο άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, τις ελάχιστες απαιτήσεις γνώσεων και ικανότητας που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, εκτός από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα στοιχεία β), γ) ε) και στ), της παραγράφου 1 του Παραρτήματος III όπου εφαρμόζει τις αντίστοιχες ελάχιστες απαιτήσεις που θεσπίζει το κράτος μέλος υποδοχής.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα εποπτεύει τη συμμόρφωση των πιστωτών και των μεσιτών πίστωσης προς τις απαιτήσεις του εδαφίου (1) και έχει την εξουσία να απαιτεί από αυτούς να της παρέχουν οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία θεωρεί απαραίτητα για την άσκηση της εποπτείας.

(5)(α) Για σκοπούς αποτελεσματικής εποπτείας του πιστωτή και του μεσίτη πιστώσεων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο έδαφος άλλων κρατών μελών, σύμφωνα με την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η Κεντρική Τράπεζα, συνεργάζεται στενά με τις άλλες αρμόδιες αρχές κρατών μελών σε σχέση με την εφαρμογή των ελάχιστων απαιτήσεων γνώσεων και ικανότητας προσωπικού που θεσπίζονται από το κράτος μέλος υποδοχής.

(β) Για σκοπούς αποτελεσματικής εποπτείας του πιστωτή και του μεσίτη πιστώσεων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στη Δημοκρατία, σύμφωνα με την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών προέλευσης για την αποτελεσματική εποπτεία και εφαρμογή των ελάχιστων απαιτήσεων γνώσεων και ικανότητας που θεσπίζονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(γ) Για σκοπούς των παραγράφων (α) και (β), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να μεταβιβάζει καθήκοντα και αρμοδιότητες στις αρμόδιες αρχές κρατών μελών και δύναται να αναλάβει καθήκοντα και αρμοδιότητες που της μεταβιβάζουν οι αρμόδιες αρχές κρατών μελών, δυνάμει της παραγράφου (5) του Άρθρου 9 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ.