ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ποινικά αδικήματα και εξουσίες

20. Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου και/ ή των άρθρων 1 έως 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 492/2011 είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

Δικαστική προστασία και βάρος απόδειξης

21.-(1) Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 492/2011 δικαιούται να διεκδικεί τα δικαιώματα του ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου, ακόμα και αν η σχέση στο πλαίσιο της οποίας εικάζεται ότι έγινε παράβαση έχει λήξει, και να χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο μέσο για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης και της πάσης φύσης ζημιάς που υπέστη λόγω αυτής.

(2) Σε κάθε αστικής φύσης δικαστική διαδικασία αν ο διάδικος που ισχυρίζεται ότι θίγεται από την παράβαση διατάξεων του παρόντος Νόμου, στοιχειοθετεί πραγματικά περιστατικά από τα οποία πιθανολογείται η παράβαση, το Δικαστήριο υποχρεώνει τον αντίδικό του να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Αρμόδιο Δικαστήριο

22. Επιφυλασσομένης της δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου, αρμοδιότητα για την εκδίκαση των εργατικών διαφορών και λοιπών διαφορών ιδιωτικού δικαίου που αναφύονται εξ αφορμής της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 492/2011, έχει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

Εξουσία έκδοσης Κανονισμών

23. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς ή/και Διατάγματα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.