ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. O παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμος του 2014.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια –

«Αρχή Ανταγωνισμού» σημαίνει την αρχή ή τις αρχές των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την προστασία του ανταγωνισμού και οι οποίες έχουν καθοριστεί ως τέτοιες από τα κράτη μέλη βάσει του Άρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«δεσπόζουσα θέση» αναφορικά με επιχείρηση, περιλαμβάνει τη θέση οικονομικής δύναμης που απολαμβάνει η επιχείρηση, που την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και της επιτρέπει να ενεργεί σε αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές και τους πελάτες της και σε τελική ανάλυση ανεξάρτητα από τους καταναλωτές·

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«Δικαστήριο» σημαίνει αρμόδιο επαρχιακό δικαστήριο·

«έλεγχος» αναφορικά με επιχείρηση, έχει την έννοια που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 6·

«επηρεαζόμενες αγορές» σημαίνει τις αγορές που προσδιορίζονται στο Παράρτημα Ι·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, που ιδρύθηκε και λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται ·

«επιχείρηση» περιλαμβάνει σύμπλεγμα επιχειρήσεων ή τμήμα επιχείρησης·

«εταιρεία χαρτοφυλακίου» σημαίνει εταιρεία που έχει ως αποκλειστικό αντικείμενο την απόκτηση συμμετοχών σε άλλες επιχειρήσεις και τη διαχείριση και αξιοποίηση των συμμετοχών αυτών, χωρίς άμεση ή έμμεση ανάμιξη στη διαχείριση των επιχειρήσεων αυτών, αλλά υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων που έχει ως μέτοχος ή εταίρος·

«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος» σημαίνει τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, όπως καθορίζεται στο άρθρο 217 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«θυγατρική επιχείρηση» σημαίνει την επιχείρηση, της οποίας η εμπορική δραστηριότητα τελεί υπό τον έλεγχο άλλης επιχείρησης·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/2004» σημαίνει τον Κανονισμό (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων»), όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«κράτος-μέλος» σημαίνει κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνει τα κράτη που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο·

«Ο περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος» σημαίνει τους περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμους του 2008 και 2014, όπως αυτoί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·

«πρόσωπο» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο·

«συμμετέχουσες επιχειρήσεις» σημαίνει τις επιχειρήσεις που μετέχουν σε μια συγκέντρωση, δηλαδή σε μια συγχώνευση ή απόκτηση ελέγχου ή δημιουργία κοινής επιχείρησης κατά τα προβλεπόμενα του εδαφίου (1) του άρθρου 6· σε μια συγχώνευση, συμμετέχουσες επιχειρήσεις είναι όλες οι συγχωνευόμενες οντότητες· στην περίπτωση απόκτησης ελέγχου, συμμετέχουσες επιχειρήσεις είναι η αποκτώσα επιχείρηση και η επιχείρηση-στόχος· στην περίπτωση δημιουργίας κοινής επιχείρησης, ως συμμετέχουσες επιχειρήσεις θεωρούνται όλες οι εταιρείες, οι οποίες αποκτούν τον έλεγχο της κοινής επιχείρησης·

«σύμπλεγμα επιχειρήσεων» σημαίνει δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις, των οποίων οι εμπορικές δραστηριότητες τελούν υπό κοινό έλεγχο·

«τμήμα» αναφορικά με επιχείρηση, σημαίνει οποιοδήποτε τμήμα επιχείρησης, του οποίου η εμπορική δραστηριότητα δύναται να διεξάγεται ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα τμήματά της·

«Υπηρεσία» σημαίνει την Υπηρεσία της Επιτροπής, της οποίας η στελέχωση, η λειτουργία και οι αρμοδιότητες καθορίζονται από ή δυνάμει του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.