ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΜΕΤΡΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
Αύξηση κεφαλαίου ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.

8. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013, των περί Δημοσίων Προτάσεων Εξαγοράς Νόμων του 2007 και 2009 και, ανεξαρτήτως των όρων του καταστατικού ή των ειδικών κανονισμών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση που ρυθμίζουν την αύξηση κεφαλαίου και, εκτός εάν προνοείται διαφορετικά στο παρόν άρθρο, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται, μέσω της έκδοσης διατάγματος, να απαιτήσει από ίδρυμα και/ή θυγατρική εταιρεία αυτού, που υπόκειται σε εξυγίανση την αύξηση κεφαλαίου του μέσω-

(α) της έκδοσης νέων μετοχών στους υφιστάμενους μετόχους, εκτός εάν έχει ήδη επιτυχώς ενεργοποιηθεί το άρθρο 30Α των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2013 ή το άρθρο 12Γ των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013:

Νοείται ότι, οι υφιστάμενοι μέτοχοι ειδοποιούνται για το ποσό της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου που απαιτείται, σύμφωνα με τους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας και τους δίδεται χρόνος τριών (3) εργάσιμων ημερών, από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος της Αρχής Εξυγίανσης, για να υποβάλουν δεσμευτική προσφορά, η οποία είναι ίση με το ποσό της απαιτούμενης αύξησης κεφαλαίου, για την εγγραφή και την μετέπειτα αγορά των νέων μετοχών∙

(β) της έκδοσης των νέων μετοχών σε άλλα πρόσωπα χωρίς την προηγούμενη προσφορά τους στους υφιστάμενους μετόχους, σε περίπτωση που η Αρχή Εξυγίανσης αποφασίσει ότι-

(i) οι υφιστάμενοι μέτοχοι απέτυχαν να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παραγράφου (α)·

(ii) οι υφιστάμενοι μέτοχοι δεν είναι πλέον κατάλληλοι να κατέχουν σημαντικό μερίδιο του μετοχικού κεφαλαίου του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση· ή

(iii) απαιτείται η εσπευσμένη αύξηση κεφαλαίου για σκοπούς διατήρησης της χρηματοοικονομικής σταθερότητας ή για λόγους προαγωγής της δημόσιας ωφέλειας ή εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος.

(2) Οι υφιστάμενοι μέτοχοι του ιδρύματος και/ή θυγατρικής εταιρείας αυτού, που υπόκειται σε εξυγίανση δεν έχουν δικαίωμα προτίμησης για αγορά των νέων μετοχών, εκτός όπως προνοείται στο παρόν άρθρο.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις άλλης νομοθεσίας, η αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τους εν λόγω νόμους, λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να επιτρέπει την έκδοση μετοχών, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών, ανεξάρτητα από το εάν η νομοθεσία που ρυθμίζει την κεφαλαιαγορά επιτρέπει την έκδοση μετοχών εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος, εφαρμόζονται τα άρθρα 8 και 12Α των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1987 έως 2013.

Πώληση εργασιών

9. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης διατάγματος, την πώληση εργασιών ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα, τα οποία διαθέτουν την κατάλληλη άδεια διεξαγωγής τέτοιων εργασιών, προκειμένου να συνεχίσουν τις εργασίες αυτές, μη περιλαμβανομένης ενδιάμεσης τράπεζας, με εμπορικούς όρους, σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με κρατικές ενισχύσεις και τηρουμένης της διαδικασίας του εδαφίου (4), ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των μετόχων ή μελών του εν λόγω ιδρύματος:

Νοείται ότι, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να ασκεί έλεγχο στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, έτσι ώστε να μπορεί να διαχειριστεί και να διαθέσει τα περιουσιακά στοιχεία και την περιουσία του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.

(2) Για την πώληση εργασιών, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να απαιτεί, μία ή περισσότερες φορές, διαδοχικά ή παράλληλα, την σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα-

(α) μεταβίβαση τίτλων ιδιοκτησίας του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση·

(β) μεταβίβαση μερικών ή όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του εν λόγω ιδρύματος.

(3) (α) Η μεταβίβαση τίτλων ιδιοκτησίας του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση δύναται-

(i) να αναφέρεται σε μεταβίβαση συγκεκριμένων τίτλων ή τίτλων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά,

(ii) να καθορίζει πρόνοιες για, ή σε σχέση με, τη μεταβίβαση των εν λόγω τίτλων.

(β) Η μεταβίβαση τίτλων ιδιοκτησίας θεωρείται καθ’ όλα έγκυρη πράξη και ισχύει έναντι τρίτων, ανεξάρτητα από την ισχύ οποιουδήποτε περιορισμού που επιβάλλεται δυνάμει διατάξεων νόμου ή ορών σύμβασης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, περιλαμβανομένης της συμμόρφωσης με νομικές διαδικασίες που διαφορετικά θα εφαρμόζονταν δυνάμει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 17 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2013 ή του περί Εταιρειών Νόμου ή των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013 ή των περί Δημοσίων Προτάσεων Εξαγοράς Νόμων του 2007 έως 2009:

Νοείται ότι, στην περίπτωση τίτλων ιδιοκτησίας συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος, εφαρμόζονται τα άρθρα 8 και 12Α των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013.

(4) (α) Η Αρχή Εξυγίανσης καλεί όλα τα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα, τα οποία, κατά την κρίση της, και σύμφωνα με τις διαθέσιμες σε αυτήν πληροφορίες, είναι κατάλληλα για την κτήση τίτλων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων από πώληση εργασιών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, σε άτυπη και εμπιστευτική διαδικασία υποβολής προσφορών για την απόκτησή τους.

(β) Τα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα που καλούνται για υποβολή προσφορών, καθώς και οι διευθυντές, υπάλληλοι και συνεργάτες τους, τηρούν απόρρητο, ως προς τη διαδικασία υποβολής πληροφοριών και τυχόν πληροφορίες που έχουν αποκτήσει μέσω αυτής.

(γ) Πρόσωπο, που παραβαίνει τις διατάξεις της παραγράφου (β), υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (€300.000).

(5) Η Αρχή Εξυγίανσης καθορίζει το αντάλλαγμα της πώλησης στη βάση των προσφορών που έχουν ληφθεί, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία αποτίμησης των μεταβιβαζόμενων τίτλων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22.

(6) Σε περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζόμενων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων υπερβαίνει την αξία των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τη διαδικασία αποτίμησης που διενεργείται, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 22, το ποσό της διαφοράς καλύπτεται από το Ταμείο Εξυγίανσης, αφού πρώτα καταβάλει το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων, ποσό ίσο με την αξία των εγγυημένων καταθέσεων, αφαιρούμενης της αξίας των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων.

(7) Η Αρχή Εξυγίανσης προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες διαδικασίες για να τεθούν σε πώληση τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που η Αρχή Εξυγίανσης σκοπεύει να μεταφέρει.

(8) Η διαδικασία που προνοείται στο εδάφιο (7) πραγματοποιείται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) Είναι όσο το δυνατόν διαφανέστερη, έχοντας υπόψη τις περιστάσεις, και, ιδίως, την ανάγκη να διατηρηθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα·

(β) δεν ευνοεί κάποιους δυνητικούς αγοραστές, ούτε δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ τους·

(γ) δεν επηρεάζεται από συγκρούσεις συμφερόντων·

(δ) δεν προσφέρει τυχόν αθέμιτο πλεονέκτημα σε δυνητικό αγοραστή·

(ε) λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να πραγματοποιηθεί ταχέως η δράση εξυγίανσης·

(στ) στοχεύει στη μεγιστοποίηση, κατά το δυνατόν, της τιμής πώλησης των σχετικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων:

Νοείται ότι, τα κριτήρια που καθορίζονται στο παρόν εδάφιο, δεν εμποδίζουν την Αρχή Εξυγίανσης να προσκαλέσει συγκεκριμένους δυνητικούς αγοραστές.

(9) Η Αρχή Εξυγίανσης , με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να εφαρμόζει το μέτρο πώλησης εργασιών, χωρίς να συμμορφώνεται με τις διαδικασίες, που καθορίζονται στο εδάφιο (8), όταν διαπιστώνει ότι η συμμόρφωση με τις εν λόγω διαδικασίες ενδέχεται να υπονομεύσει έναν ή περισσότερους από τους στόχους εξυγίανσης, και, ιδίως, εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η Αρχή Εξυγίανσης θεωρεί ότι υπάρχει ουσιαστική απειλή για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, προερχόμενη ή επιδεινούμενη από την ενδεχόμενη εκκαθάριση του ιδρύματος υπό εξυγίανση· και

(β) η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές ενδέχεται να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα του μέτρου πώλησης δραστηριοτήτων ως προς την αντιμετώπιση της απειλής αυτής ή την επίτευξη του στόχου της εξυγίανσης, που καθορίζεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 3.

Μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε ενδιάμεση τράπεζα

10. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης , με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης διατάγματος, τη μεταβίβαση όλων ή ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, σε ενδιάμεση τράπεζα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των μετόχων ή μελών του εν λόγω ιδρύματος.

(2) Η ενδιάμεση τράπεζα συστήνεται ως εταιρεία, από την Αρχή Εξυγίανσης και λειτουργεί ως τράπεζα, δυνάμει άδειας, που χορηγείται σε αυτήν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, δυνάμει του εδαφίου (4), με σκοπό –

(α) τη συνέχιση των απαραίτητων, για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος, τραπεζικών εργασιών και υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση,

(β) τη διαφύλαξη της αξίας της μεταβιβαζόμενης περιουσίας, και

(γ) την ομαλή λειτουργία της προς μεγιστοποίηση της αξίας των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, μέχρι την πώληση όλων ή μέρους των εργασιών της ενδιάμεσης τράπεζας, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (8) ή την εκκαθάρισή της δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (12):

Νοείται ότι, η ενδιάμεση τράπεζα θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και συνεχίζει να ασκεί κάθε τέτοιο δικαίωμα, το οποίο ασκούσε το ίδρυμα υπό εξυγίανση, όσον αφορά τα προς αυτή μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων συμμετοχής και πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι μέτοχοι ή οι πιστωτές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη, των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται, δεν έχουν δικαιώματα, άμεσα ή έμμεσα, επί των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που έχουν μεταβιβαστεί στην ενδιάμεση τράπεζα.

(3) Η Αρχή Εξυγίανσης μεριμνά για τη λειτουργία της ενδιάμεσης τράπεζας, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των ακόλουθων -

(α) Το ύψος και τον τρόπο καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου:

Νοείται ότι, το μετοχικό κεφάλαιο της ενδιάμεσης τράπεζας, καταβάλλεται από το Ταμείο Εξυγίανσης και κατέχεται από το Σχέδιο.

(β) την ετοιμασία των ιδρυτικών εγγράφων,

(γ) το διορισμό διοικητικών συμβούλων και, το διορισμό διευθυντών και τον καθορισμό των ευθυνών και των απολαβών τους.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου χορηγεί άδεια σε ενδιάμεση τράπεζα:

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, κατά την κρίση της, θέτει ρητή προθεσμία στην ενδιάμεση τράπεζα, προς συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις αδειοδότησης της και τις απαιτήσεις, κατά τα οριζόμενα στους περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμους του 1997 έως 2013.

(5) Η αρμόδια εποπτική αρχή δεν ανακαλεί την άδεια εργασιών ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση πριν τη σύσταση της ενδιάμεσης τράπεζας. Η άδεια εργασιών ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση ανακαλείται, το αργότερο, όταν ολοκληρωθεί η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων στην ενδιάμεση τράπεζα. Η άδεια εργασιών ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση αναστέλλεται με την έναρξη των εργασιών της ενδιάμεσης τράπεζας. Η αναστολή αυτή παραμένει σε ισχύ μέχρι την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.

(6) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται , μέσω της έκδοσης Διατάγματος, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, οποτεδήποτε κρίνει σκόπιμο, να απαιτεί, μία ή περισσότερες φορές, διαδοχικά ή παράλληλα, τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, στην ενδιάμεση τράπεζα.

(7) Σε περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζόμενων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων υπερβαίνει την αξία των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με την αποτίμηση που διενεργείται, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 22, η Αρχή Εξυγίανσης καθορίζει τη διαφορά, η οποία καλύπτεται από το Ταμείο Εξυγίανσης, αφού πρώτα το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων καταβάλει ποσό, ίσο με την αξία των εγγυημένων καταθέσεων, αφαιρούμενης της αξίας των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων.

(8) Οι σύμβουλοι και διευθυντές της ενδιάμεσης τράπεζας διαχειρίζονται την τράπεζα αυτή ως επιχείρηση, με σκοπό την πώληση της ή την πώληση όλων ή μέρους των εργασιών της, σύμφωνα με τα κριτήρια που τίθενται στο εδάφιο (8) του άρθρου 9, σε ένα ή περισσότερους αγοραστές, εντός τριών (3) ετών από τη σύστασή της, όταν οι συνθήκες είναι, κατά την κρίση της Αρχής Εξυγίανσης, οι κατάλληλες.

(9) Η ενδιάμεση τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, εκπονεί επιχειρησιακό σχέδιο σε προθεσμία που θέτει η αρμόδια εποπτική αρχή, στο οποίο περιγράφει τη στρατηγική της για τη βιώσιμη λειτουργία, τη διασφάλιση και ενίσχυση της φερεγγυότητάς της και την εν γένει εκπλήρωση των σκοπών της, το οποίο εγκρίνεται από την Αρχή Εξυγίανσης, αφού λάβει υπόψη τη γνώμη της αρμόδιας εποπτικής αρχής.

(10) Η Αρχή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης Διατάγματος,οποτεδήποτε κρίνει σκόπιμο, μία ή περισσότερες φορές, διαδοχικά ή παράλληλα, τη μεταβίβαση, με εμπορικούς όρους,περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων από την ενδιάμεση τράπεζα, στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση.

(11) Σε περίπτωση που η Αρχή Εξυγίανσης κρίνει αναγκαία τη συνέχιση των εργασιών της ενδιάμεσης τράπεζας, πέραν των τριών (3) ετών για σκοπούς εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (8), δύναται να παραταθεί για επιπλέον δύο (2) χρονικές περιόδους ενός έτους έκαστη.

(12) Σε περίπτωση που η ενδιάμεση τράπεζα δεν πωληθεί εντός των περιόδων που προνοούνται στα εδάφια (8) ή (11), η ενδιάμεση τράπεζα τίθεται σε εκκαθάριση.

(13) Οποιοδήποτε πλεόνασμα από τυχόν εκκαθάριση ή πώληση της ενδιάμεσης τράπεζας, μετά την ικανοποίηση στο ακέραιο όλων των νόμιμων απαιτήσεων των πιστωτών της ενδιάμεσης τράπεζας, περιλαμβανομένων και των απαιτήσεων και τυχόν εξόδων της Αρχής Εξυγίανσης, καταβάλλεται στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση.

(14) Οι σύμβουλοι, διευθυντές και υπάλληλοι της ενδιάμεσης τράπεζας, δεν υπέχουν οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας, σε σχέση με αποζημιώσεις, αναφορικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα δόλου ή βαριάς αμέλειας.

Μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων

11. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης διατάγματος, τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων που συστήνεται από την Αρχή Εξυγίανσης, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των μετόχων ή μελών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, σε περίπτωση που –

(α) η κατάσταση της αγοράς σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία και δικαιώματα που μεταβιβάζονται είναι τέτοια που τυχόν ρευστοποίησή τους ως μέρος της εκκαθάρισης του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση δεν θα εξυπηρετούσε την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας ή το δημόσιο συμφέρον· και

(β) η μεταβίβασή τους έχει σκοπό τη μεγιστοποίηση της αξίας τους από μεταγενέστερη πώλησή τους σε ένα ή περισσότερους αγοραστές.

(2) Η Αρχή Εξυγίανσης μεριμνά για τη λειτουργία της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των ακόλουθων στοιχείων:

(α) Το ύψος και τον τρόπο καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου:

Νοείται ότι, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, καταβάλλεται από το Ταμείο Εξυγίανσης και κατέχεται από το Σχέδιο,

(β) την ετοιμασία των ιδρυτικών εγγράφων,

(γ) το διορισμό των διοικητικών συμβούλων και των διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων και τον καθορισμό των ευθυνών και των απολαβών τους.

(3) Η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων διενεργείται στην αξία που καθορίζεται, σύμφωνα με την αποτίμηση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22.

(4) Η Αρχή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης Διατάγματος, οποτεδήποτε κρίνει σκόπιμο, μία ή περισσότερες φορές, διαδοχικά ή παράλληλα, τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή από ενδιάμεση τράπεζα, σε περίπτωση που έχει ήδη εφαρμοστεί το μέτρο εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 7, στην εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

(5) Η Αρχή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης Διατάγματος, τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων μία ή περισσότερες φορές, διαδοχικά ή παράλληλα, από την εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή στην ενδιάμεση τράπεζα, σε περίπτωση που έχει ήδη εφαρμοστεί το μέτρο εξυγίανσης, που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 7, μόνο σε μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Η δυνατότητα να μπορούν να μεταβιβάζονται τα συγκεκριμένα δικαιώματα και περιουσιακά στοιχεία πίσω στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση δηλώνεται ρητώς στο διάταγμα, με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση σύμφωνα με το εδάφιο (1)∙

(β) τα συγκεκριμένα δικαιώματα και περιουσιακά στοιχεία δεν εμπίπτουν, ούτε πληρούν τις προϋποθέσεις για να εμπίπτουν, στις κατηγορίες δικαιωμάτων και περιουσιακών στοιχείων, που καθορίζονται στο διάταγμα, με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση σύμφωνα με το εδάφιο (1).

(6) Οποιοδήποτε πλεόνασμα από την πώληση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων από την εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε ένα ή περισσότερους αγοραστές, μετά την ικανοποίηση στο ακέραιο όλων των νόμιμων απαιτήσεων των πιστωτών της εν λόγω εταιρείας, περιλαμβανομένων και των απαιτήσεων και τυχόν εξόδων της Αρχής Εξυγίανσης, επανέρχεται στην περιουσία του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση ή στην ενδιάμεση τράπεζα, σε περίπτωση που έχει ήδη εφαρμοστεί το μέτρο εξυγίανσης, που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 7.

(7) Ο διαχειριστής περιουσιακών στοιχείων, αξιωματούχος, εργοδοτούμενος ή αντιπρόσωπος της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης, ή άλλης νομικής διαδικασίας, σε σχέση με αποζημιώσεις, αναφορικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα δόλου ή βαριάς αμέλειας.

Διάσωση με ίδια μέσα

12. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να απαιτεί, όποτε η ίδια κρίνει αναγκαίο, εφόσον εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, μέσω της έκδοσης διατάγματος, την αναδιάρθρωση των χρεών και υποχρεώσεων, υφιστάμενων ή μελλοντικών, οποιουδήποτε τύπου, του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης, τροποποίησης, διευθέτησης ή αντικατάστασης του αρχικού κεφαλαίου ή του υπολειπόμενου ποσού, ή την ολική ή μερική μετατροπή χρεωστικών τίτλων ή υποχρεώσεων σε μετοχικό κεφάλαιο:

Νοείται ότι οι εγγυημένες καταθέσεις εξαιρούνται του παρόντος μέτρου εξυγίανσης.

(2) Η Αρχή Εξυγίανσης, κατά τη λήψη της απόφασης άσκησης των εξουσιών της δυνάμει του εδαφίου (1), διασφαλίζει την εφαρμογή των γενικών αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 3.

(3) H Αρχή Εξυγίανσης, κατά την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, έχει, πέραν των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 5, τις ακόλουθες εξουσίες:

(α) Να απομειώνει ή να μετατρέπει τα χρέη και υποχρεώσεις του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση σε μετοχές ή άλλους τίτλους ιδιοκτησίας του ιδρύματος,

(β) να μειώνει, συμπεριλαμβανομένου του μηδενισμού, την αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο των χρεών και υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση,

(γ) να ακυρώνει τίτλους που εκδίδονται από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση,

(δ) να απαιτεί τη μετατροπή των χρεωστικών τίτλων ή άλλων αξιών που περιέχουν συμβατική ρήτρα μετατροπής, ανεξαρτήτως των προνοιών βάσει των οποίων οι συμβατικές ρήτρες ενεργοποιούνται,

(ε) να απαιτεί από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση να εκδώσει νέες μετοχές ή άλλους τίτλους, συμπεριλαμβανομένων προνομιούχων μετοχών και μετατρέψιμων χρεωστικών τίτλων, τα οποία θα διατεθούν στα θιγόμενα από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, μέρη,

(ζ) να τροποποιεί ή να μεταβάλλει τη διάρκεια των χρεωστικών τίτλων που εκδίδονται από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή να τροποποιεί το ύψος των πληρωτέων τόκων βάσει των εν λόγω τίτλων, καθώς επίσης την αναστολή της πληρωμής τους για ένα προσωρινό χρονικό διάστημα.

(4) Η Αρχή Εξυγίανσης, κατά την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, δεν υπόκειται σε καμία απαίτηση ή υποχρέωση, οι οποίες διαφορετικά θα εφαρμόζονταν δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013, των περί Δημοσίων Προτάσεων Εξαγοράς Νόμων του 2007 και 2009, των όρων του καταστατικού ή ειδικών κανονισμών ή άλλων νόμων ή συμβατικών υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.

(5) Το διάταγμα της Αρχής Εξυγίανσης για εφαρμογή μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, είναι αμέσως δεσμευτικό για το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση και τα θιγόμενα από το εν λόγω διάταγμα μέρη, και εκτελέσιμο στο χρόνο που καθορίζει η Αρχή Εξυγίανσης.

(6) Όταν η Αρχή Εξυγίανσης μηδενίζει την αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο ενός χρέους ή μιας υποχρέωσης, το εν λόγω χρέος ή η υποχρέωση και οι όποιοι μη δεδουλευμένοι, μέχρι τη στιγμή που εφαρμόζεται το μέτρο, τόκοι, ή άλλες συσσωρευμένες οφειλές που προκύπτουν από αυτά, θεωρούνται ότι έχουν εξοφληθεί για κάθε σκοπό, και δεν είναι αποδείξιμα σε τυχόν μεταγενέστερες διαδικασίες που αφορούν το ίδρυμα, που υπόκειται σε εξυγίανση ή κάθε διάδοχο ίδρυμα, σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη εκκαθάριση, δυνάμει οποιουδήποτε νόμου.

(7) Όταν η Αρχή Εξυγίανσης μειώνει εν μέρει, αλλά όχι εξ ολοκλήρου, την αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο ενός χρέους ή μιας υποχρέωσης-

(α) το χρέος ή η υποχρέωση εξοφλείται κατ’ αναλογία του ποσού της μείωσης και το ποσό της μείωσης δεν είναι αποδείξιμο σε τυχόν μεταγενέστερες διαδικασίες που αφορούν το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή κάθε διάδοχο ίδρυμα, σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη εκκαθάριση, δυνάμει οποιουδήποτε νόμου,

(β) το σχετικό μέσο ή η συμφωνία που δημιούργησε το αρχικό χρέος ή η υποχρέωση εξακολουθεί να ισχύει ως προς την εναπομένουσα αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο του χρέους ή της υποχρέωσης, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης τροποποίησης του ύψους των πληρωτέων τόκων, προκειμένου να αντικατοπτρίζεται η μείωση της αξίας και οποιασδήποτε περαιτέρω τροποποίησης των όρων, την οποία δύναται να καθορίσει η Αρχή Εξυγίανσης.

(8) Όταν εφαρμόζεται μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα, η Αρχή Εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής, τηρώντας πιστά την ακόλουθη σειρά:

(α) Απομειώνει πρώτα το μετοχικό κεφάλαιο και δικαιώματα απόκτησης μετοχών κατ’ αναλογία προς τις ζημίες και μέχρι τη μέγιστη του αξία, εάν οι ζημίες υπερβαίνουν τη συνολική αξία του εν λόγω στοιχείου, οπόταν και ακυρώνεται,

(β) σε περίπτωση όπου η απομείωση δυνάμει της παραγράφου (α) δεν επαρκεί για την κάλυψη των ζημιών, η Αρχή Εξυγίανσης απομειώνει την αξία των αξιογράφων μετατρέψιμων σε μετοχές και των δικαιωμάτων απόκτησης αξιογράφων μετατρέψιμων σε μετοχές,

(γ) η Αρχή Εξυγίανσης απομειώνει τους χρεωστικούς τίτλους και τα δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών τίτλων,

(δ) εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση των στοιχείων των παραγράφων (α), (β) και (γ) είναι μικρότερη από το συνολικό ποσό των ζημιών, η Αρχή Εξυγίανσης, δύναται να επέμβει στις άλλες υποχρεώσεις του εν λόγω ιδρύματος.

(9) Σε περίπτωση ολικής απομείωσης της αξίας τίτλων, ο μηδενισμός είναι μόνιμος.

(10) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να εφαρμόσει τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής σε υπολειμματική αξία τίτλων, οι οποίοι έχουν υποστεί μείωση, αλλά δεν έχουν μηδενιστεί.

(11) Η Αρχή Εξυγίανσης και ο Υπουργός Οικονομικών δεν έχουν καμία υποχρέωση έναντι των θιγόμενων μερών, των οποίων οι αξίες των χρεών και υποχρεώσεών τους απομειώθηκαν ή μετατράπηκαν ένεκα της εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, εκτός των ήδη δεδουλευμένων που υφίστανται πριν από την εφαρμογή του μέτρου.

(12) Η αποτίμηση για σκοπούς υπολογισμού του συνολικού ποσού, κατά το οποίο πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν χρέη και υποχρεώσεις, διενεργείται σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο Μέρος V.

(13) Κατά τη μετατροπή των χρεωστικών τίτλων σε μετοχές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, η Αρχή Εξυγίανσης εφαρμόζει διαφορετικούς συντελεστές μετατροπής, σύμφωνα με την κατηγορία των χρεωστικών τίτλων υπό μετατροπή:

Νοείται ότι, ο συντελεστής μετατροπής που εφαρμόζεται στους χρεωστικούς τίτλους υψηλής εξασφάλισης είναι υψηλότερος από το συντελεστή μετατροπής που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης.

(14) Σε περίπτωση εφαρμογής από την Αρχή Εξυγίανσης του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, τα θιγόμενα μέρη λαμβάνουν, κατά την εξόφληση των απαιτήσεών τους, τουλάχιστον όσα θα είχαν λάβει εάν το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο ή τους περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμους του 1985 έως 2013, ανάλογα με την περίπτωση, αμέσως πριν από την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου.

(15) Τα θιγόμενα μέρη δεν δύνανται να ξεκινήσουν οποιαδήποτε διαδικασία απαιτώντας την πληρωμή των χρεών και υποχρεώσεων που επηρεάστηκαν από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, στη βάση μη εκπλήρωσης των όρων και προϋποθέσεων του μέσου, βάσει του οποίου έχουν εκδοθεί ή συνομολογηθεί, αν οι πιο πάνω όροι και προϋποθέσεις έχουν επηρεαστεί από την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου.

(16) Τα θιγόμενα μέρη δεν δύνανται να απαιτήσουν, είτε από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, είτε από τη Δημοκρατία, οποιαδήποτε χρηματική αποζημίωση για ζημιές που δυνατόν να έχουν υποστεί ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα.

(17) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και σε περίπτωση μεταβίβασης xρεών και υποχρεώσεων που έχουν μεταβιβαστεί από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση σε ενδιάμεση τράπεζα.

Μεταβίβαση τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων

13. (1) Το διάταγμα που εκδίδεται από την Αρχή Εξυγίανσης για σκοπούς μεταβίβασης τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 9, 10 και 11 δύναται –

(α) να περιλαμβάνει τη μεταβίβαση –

(i) όλων των τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων,

(ii) όλων των τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, εξαιρουμένων συγκεκριμένων τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων,

(iii) συγκεκριμένων τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, ή

(iv) τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων με καθορισμένα χαρακτηριστικά,

(β) να διαλαμβάνει πρόνοιες για, ή σε σχέση με, τη μεταβίβαση των εν λόγω τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.

(2) Η μεταβίβαση τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, δυνάμει του εδαφίου (1), θεωρείται καθ’ όλα έγκυρη πράξη και ισχύει έναντι τρίτων, ανεξάρτητα από την ισχύ οποιουδήποτε περιορισμού που επιβάλλεται δυνάμει διατάξεων νόμου ή ορών σύμβασης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, –

(α) Οποιασδήποτε αναγγελίας, έγκρισης ή συναίνεσης προσώπων που είναι υποκείμενα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή συμβατικών σχέσεων που μεταβιβάζονται,

(β) της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 301 του περί Εταιρειών Νόμου ή των διατάξεων των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013 σε σχέση με τους τίτλους, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται:

Νοείται ότι, για τη μεταβίβαση τίτλων ιδιοκτησίας συνεργατικών εταιρειών, εφαρμόζονται τα άρθρα 8 και 12Α των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013,

(γ) κάθε άλλου περιορισμού που επηρεάζει το αντικείμενο εκχώρησης ή μεταβίβασης, γενικά ή από τρίτο πρόσωπο.

(3) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), στο διάταγμα που εκδίδει η Αρχή Εξυγίανσης δυνάμει των άρθρων 9, 10, και 11, δύνανται να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, πρόνοιες αναφορικά με-

(α) το χρόνο υλοποίησης της διαδικασίας μεταβίβασης,

(β) την άσκηση των δικαιωμάτων των κατόχων τίτλων, συμπεριλαμβανομένων των ακολούθων:

(i) Της ισχύος της μεταβίβασης τίτλων ελεύθερης από κάθε υποχρέωση ή άλλη επιβάρυνση,

(ii) της ακύρωσης δικαιωμάτων απόκτησης τίτλων,

(iii) της διακοπής της διαπραγμάτευσης των τίτλων,

(iv) της μη ενεργοποίησης συμβατικής ρήτρας που ενεργοποιείται, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή αφερεγγυότητας ή επέλευσης άλλου γεγονότος, που δύναται να χαρακτηρίζεται ως πιστωτικό γεγονός ή ισοδύναμο αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης ρήτρας συμψηφισμού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9 των περί Συμφωνιών Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμων του 2004 και 2011, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 24,

(γ) την αντιμετώπιση του αποκτώντος προσώπου ως να είναι το ίδιο πρόσωπο με το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, σε σχέση με τίτλους, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται,

(δ) την αντιμετώπιση συμφωνιών που έχουν συναφθεί με ή σε σχέση με το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, ως να έχουν συναφθεί με ή η σχέση με το αποκτών πρόσωπο,

(ε) τη συνέχιση διαδικασίας που σχετίζεται με τίτλους, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται, συμπεριλαμβανομένων νομικών διαδικασιών, από ή σε σχέση, με το αποκτών πρόσωπο,

(στ) τη μεταβίβαση συμβάσεων εργασίας υπαλλήλων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, στο αποκτών πρόσωπο,

(ζ) την τροποποίηση διατάξεων πράξης ή εγγράφου του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση,

(η) την παροχή υποστήριξης ή πληροφοριών από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση,

(θ) την παροχή υποστήριξης ή πληροφοριών από το αποκτών πρόσωπο.

(4) Η μεταβίβαση τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων δυνάμει του εδαφίου (2) –

(α) διασφαλίζει τη μεταβίβαση τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που διέπονται από συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής εξασφάλισης ή υπόκεινται σε συμψηφισμό δυνάμει σύμβασης ή διατάξεων νόμου στο σύνολό τους,

(β) διασφαλίζει τη μεταβίβαση τίτλων, περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν υποχρέωση έναντι ασφαλισμένου πιστωτή, μόνον εφόσον μεταβιβάζεται η εν λόγω υποχρέωση και η αξίωση της εξασφάλισης,

(γ) δεν επηρεάζει το δικαίωμα υπαλλήλου να τερματίσει την εργοδότησή του στο αποκτών πρόσωπο,

(δ) δεν επηρεάζει την άσκηση δικαιωμάτων των αντισυμβαλλομένων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση σε μια συμφωνία, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος τερματισμού της συμφωνίας ή του συμψηφισμού της απαίτησής τους, κατά του αποκτώντος προσώπου, με υποχρέωσή τους που μεταβιβάστηκε στο εν λόγω πρόσωπο, εφόσον οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματός τους συνέτρεξαν πριν από το χρόνο μεταβίβασης, σε σχέση με το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή μετά από το χρόνο μεταβίβασης, σε σχέση με το αποκτών πρόσωπο.

(5) Στην περίπτωση όπου τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις διέπονται από νόμους άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας-

(α) εάν οι νόμοι αυτοί επιτρέπουν τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, τότε το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση και το αποκτών πρόσωπο, προβαίνουν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για να γίνει η εν λόγω μεταβίβαση, και

(β) εάν οι νόμοι αυτοί δεν επιτρέπουν τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, το αποκτών πρόσωπο είναι υπεύθυνο για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση για τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

(6) Για σκοπούς μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 9, 10 και 11, χρέη ή υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης (δευτεροβάθμιο κεφάλαιο) και μετοχικό κεφάλαιο εξαιρούνται, και παραμένουν στην ιδιοκτησία του ιδρύματος που τίθεται σε εκκαθάριση.

Τερματισμός μέτρων εξυγίανσης

13Α.(1) Με την ολοκλήρωση της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης σε πιστωτικό ή άλλο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, η Αρχή Εξυγίανσης δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ότι τα μέτρα εξυγίανσης στο εν λόγω πιστωτικό ή άλλο ίδρυμα έχουν ολοκληρωθεί, την ημερομηνία ολοκλήρωσής τους και ότι το εν λόγω ίδρυμα, από την ημερομηνία ολοκλήρωσής των μέτρων εξυγίανσης, δεν υπόκειται στις εξουσίες της Αρχής Εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο.

(2) Ο τερματισμός των μέτρων εξυγίανσης σε πιστωτικό ή άλλο ίδρυμα, κοινοποιείται, την ίδια ημέρα, στη Διαχειριστική Επιτροπή του Σχεδίου, στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), και στην αρμόδια εποπτική αρχή.