ΜΕΡΟΣ ΙV ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ
Ανεξαρτησία μελών της Επιτροπής

14. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, τα μέλη της Επιτροπής δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν οδηγίες από το Υπουργικό Συμβούλιο, από την Κυβέρνηση ή οποιοδήποτε άλλο κρατικό ή ημικρατικό φορέα, όργανο ή οργανισμό, ούτε υπόκεινται σε επιρροές οποιασδήποτε φύσης.

Συγκρότηση και εξουσίες της Επιτροπής

15. -(1) Η Επιτροπή απαρτίζεται από πέντε μέλη, περιλαμβανομένου του Προέδρου.

(2) Πρόεδρος ως εκ της θέσης του είναι ο εκάστοτε Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας.

(3) Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του, τον Πρόεδρο αναπληρώνει στέλεχος της Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο υποδεικνύει ο Διοικητής.

(4) Τα τέσσερα άλλα μέλη της Επιτροπής διορίζονται με απόφαση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και είναι -

(α) δύο υπάλληλοι της Κεντρικής Τράπεζας, και

(β) δύο υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του Υπουργού Οικονομικών.

(5) Ο Διοικητής διορίζει τέσσερα άλλα μέλη τα οποία αναπληρούν τα μέλη που αναφέρονται στο εδάφιο (4). Τα δύο μέλη που αναπληρούν τους δύο εκπροσώπους του Υπουργείου Οικονομικών διορίζονται κατόπιν εισήγησης του Υπουργού Οικονομικών.

(6) Η θητεία των μελών της Επιτροπής που αναφέρονται στα εδάφια (4) και (5) είναι πενταετής, δύναται όμως να ανανεώνεται ή/και να παρατείνεται μέχρι το διορισμό νέας Επιτροπής, νοουμένου ότι η παράταση δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

(7) Η θητεία οποιουδήποτε μέλους της Επιτροπής διακόπτεται μόνο σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) σε περίπτωση που αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντά του για λόγους υγείας ή λόγω θανάτου,

(β) σε περίπτωση αφυπηρέτησης ή οικειοθελούς παραίτησής του από την Κεντρική Τράπεζα ή το Υπουργείο Οικονομικών,

(γ) εφόσον κατά τη διάρκεια της θητείας του προκύψουν πράξεις ή παραλείψεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση την απαραίτητη για την άσκηση του λειτουργήματός του αξιοπιστία του,

(δ) για οποιασδήποτε άλλη σοβαρή αιτία που επηρεάζει την ομαλή ή/και αποτελεσματική λειτουργία της Επιτροπής.

(8) Μετά την κένωση της θέσης οποιουδήποτε μέλους, ο Διοικητής, σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών σε περίπτωση κένωσης θέσης μέλους το οποίο εκπροσωπεί το Υπουργείο Οικονομικών, μεριμνά το γρηγορότερο για την πλήρωση της θέσης για το υπολειπόμενο χρόνο της θητείας αυτού, αλλά μέχρις ότου πληρωθεί η κενωθείσα θέση, καμία κένωση θέσης δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότηση και λειτουργία της Επιτροπής, νοουμένου ότι ο αριθμός των παραμενόντων μελών δεν είναι μικρότερος του απαιτούμενου αριθμού της Επιτροπής για σκοπούς απαρτίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (3) του άρθρου 17.

(9) Η εγκυρότητα οποιασδήποτε πράξης ή εργασίας της Επιτροπής δεν επηρεάζεται εξαιτίας της χηρείας θέσεως μέλους της, εφόσον ο αριθμός των μελών δεν είναι μικρότερος των τριών.

Αρμοδιότητες και εξουσίες της Επιτροπής

16. -(1) Η Επιτροπή έχει πλήρη εξουσία για τη διοίκηση και διαχείριση του κάθε Ταμείου και ειδικότερα-

(α) επιβάλλει και εισπράττει τις εισφορές που πρέπει να καταβάλλουν τα καλυπτόμενα ή επηρεαζόμενα ιδρύματα,

(β) χρησιμοποιεί τους πόρους του κάθε Ταμείου σύμφωνα με το άρθρο 4,

(γ) δανείζεται, όταν παρίσταται ανάγκη,

(δ) έχει οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα και ευθύνες που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία του κάθε Ταμείου και του Σχεδίου.

(2) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από τα καλυπτόμενα ή επηρεαζόμενα ιδρύματα, απευθείας ή μέσω της Κεντρικής Τράπεζας, τηρουμένων των διατάξεων του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου και του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, να υποβάλλουν στοιχεία και πληροφορίες, τα οποία είναι σχετικά με την επίτευξη του σκοπού του κάθε Ταμείου, μέσα σε χρονική προθεσμία που η ίδια ορίζει, και μπορεί να περιλαμβάνουν-

(α) στοιχεία που αφορούν τη βάση σχετικών υποχρεώσεων για τον υπολογισμό της τακτικής ή έκτακτης εισφοράς,

(β) στοιχεία ισολογισμού και αποτελεσμάτων χρήσεως,

(γ) οποιαδήποτε άλλα στοιχεία.

(3) Κάθε καλυπτόμενο ή επηρεαζόμενο ίδρυμα, από το οποίο η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί την υποβολή στοιχείων ή/και πληροφοριών, οφείλει να συμμορφώνεται με την εν λόγω απαίτηση.

Συνεδρίες, απαρτία και λήψη αποφάσεων

17.-(1) Οι συνεδρίες της Επιτροπής συγκαλούνται από τον Πρόεδρο ή τον αναπληρωτή του.

(2) Ο Πρόεδρος συγκαλεί την Επιτροπή σε συνεδρία, τουλάχιστο τέσσερις φορές το χρόνο και οποτεδήποτε άλλοτε το κρίνει αναγκαίο, εν πάση όμως περιπτώσει οφείλει να συγκαλεί συνεδρία, εφόσον μέλος της Επιτροπής το ζητεί γραπτώς.

(3) Απαρτία αποτελεί η παρουσία τριών τουλάχιστον μελών της Επιτροπής εκ των οποίων τουλάχιστον δύο να προέρχονται από την Κεντρική Τράπεζα και ένας από το Υπουργείο Οικονομικών.

(4) Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών της και σε περίπτωση ισοψηφίας ο Πρόεδρος ή ο Προεδρεύων έχει νικώσα ψήφο.

(5) Στις συνεδριάσεις της Επιτροπής δύναται να παρίσταται χωρίς δικαίωμα ψήφου οποιοδήποτε πρόσωπο την παρουσία του οποίου η Επιτροπή κρίνει απαραίτητη για τη διεξαγωγή των εργασιών της.

(6) Η Επιτροπή δύναται να καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο κρίνει ότι κατέχει εξειδικευμένες γνώσεις ή έχει ειδικότητα σε συγκεκριμένο θέμα, για να εκφέρει απόψεις ή να απαντήσει σε ερωτήματα για θέματα που αφορούν τη λειτουργία ή το σκοπό του Σχεδίου.

Συνεργασία με αντίστοιχες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών

18. Στα πλαίσια άσκησης των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή συνεργάζεται με αντίστοιχες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών ή τρίτων χωρών όπου τα καλυπτόμενα ή επηρεαζόμενα ιδρύματα έχουν διασυνοριακή παρουσία ή την έδρα τους.

Στελέχωση Σχεδίου

19.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει την παροχή γραμματείας στο Σχέδιο και στο πλαίσιο αυτό παρέχει υποστήριξη στο Σχέδιο σε επίπεδο διοικητικής και τεχνικής μέριμνας.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα παρέχει επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για την εκπλήρωση του καθήκοντος της να παράσχει γραμματειακή στήριξη.

(3) Η Επιτροπή αποζημιώνει την Κεντρική Τράπεζα για τα έξοδα και τις δαπάνες που προκύπτουν από την παροχή γραμματείας και άλλης διοικητικής υποστήριξης. Η αποζημίωση γίνεται κατ’ αναλογία από το λογαριασμό του κάθε Ταμείου ξεχωριστά, ή/και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο αποφασίζει η Επιτροπή.

Κάλυψη οφειλών

20. Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 12 και 13, η Επιτροπή δύναται να χρησιμοποιεί τα διαθέσιμα κεφάλαια των Ταμείων για την κάλυψη διαφόρων εξόδων και δαπανών περιλαμβανομένων-

(α) διοικητικών και λειτουργικών δαπανών,

(β) εξόδων για νομικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες,

(γ) εξόδων ανάθεσης εργασιών σε τρίτους:

Νοείται ότι η κάλυψη των διαφόρων εξόδων και δαπανών σε σχέση με τις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) έως (γ), επιβαρύνει τα διαθέσιμα κεφάλαια του Ταμείου για την εξυπηρέτηση του σκοπού του οποίου προέκυψαν τα εν λόγω έξοδα ή/και δαπάνες.

Εκπροσώπηση του Σχεδίου

21.-(1) Το Σχέδιο εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο ή τον αναπληρωτή του, οι οποίοι το δεσμεύουν με την υπογραφή τους.

(2) Με την έγκριση της Επιτροπής, ο Πρόεδρος μπορεί να αναθέτει την εκπροσώπηση του Σχεδίου σε ένα ή/και περισσότερα μέλη της Επιτροπής.

Ευθύνη μελών της Επιτροπής

22. Σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της Επιτροπής δυνάμει του παρόντος Νόμου, η Επιτροπή και κάθε μέλος αυτής καθώς επίσης και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο εκτελεί εργασίες που του έχουν ανατεθεί για την επίτευξη των σκοπών του Σχεδίου, δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα αμέλειας.