ΜΕΡΟΣ V ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ, ΠΑΡΟΧΕΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Διαχειριστική επιτροπή

18.-(1) Κάθε Ταμείο διοικείται από Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από τρία τουλάχιστον πρόσωπα, μεταξύ των οποίων είναι και ένας τουλάχιστον εκπρόσωπος των μελών του Ταμείου:

Νοείται ότι η Διαχειριστική Επιτροπή Ταμείου Προνοίας, το οποίο χρηματοδοτείται από εισφορές της χρηματοδοτούσας επιχείρησης και των μισθωτών αυτής, απαρτίζεται τουλάχιστον κατά το ένα τρίτο από εκπροσώπους της χρηματοδοτούσας επιχείρησης και κατά το ένα τρίτο από εκπροσώπους των μελών του Ταμείου:

Νοείται περαιτέρω ότι η πιο πάνω επιφύλαξη δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που συλλογική σύμβαση υποχρεώνει τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση να εκχωρήσει το δικαίωμα της εκπροσώπησής της στη Διαχειριστική Επιτροπή στους εκπροσώπους των μελών του Ταμείου.

(2) Τα μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής πρέπει να είναι έντιμα πρόσωπα, τα οποία είτε διαθέτουν τα ίδια τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα και εμπειρία είτε επικουρούνται από προσληφθέντες συμβούλους με τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα και εμπειρία. Ο Έφορος δύναται να εκδίδει οδηγίες που καθορίζουν τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα, ανάλογα με το μέγεθος και τη φύση των εργασιών του Ταμείου.

(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), έντιμο πρόσωπο θεωρείται το πρόσωπο το οποίο σέβεται τα όρια της νομιμότητας και της δεοντολογίας διαχειριστών Ταμείων, όπως αυτή καθορίζεται με οδηγίες, και το οποίο –

(α) δεν έχει καταδικαστεί για αδίκημα σχετικά με την επαγγελματική του διαγωγή ή/και σχετικά με απάτη, υπεξαίρεση ή/και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος·

(β) δεν έχει καταδικαστεί για ψευδείς δηλώσεις κατά την παροχή πληροφοριών που απαιτούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος Νόμου· και

(γ) δεν τελεί υπό πτώχευση ή εκκαθάριση και δεν έχει κινηθεί εναντίον του οποιαδήποτε διαδικασία κήρυξης πτώχευσης ή εκκαθάρισης.

(4) Τα επαγγελματικά προσόντα και η εμπειρία κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο αποδεικνύονται με πιστοποιητικά που εκδίδονται από εγκεκριμένους εκπαιδευτικούς και επαγγελματικούς φορείς, ανάλογα, τα οποία καταδεικνύουν την απόκτηση των σχετικών με το αντικείμενο του έργου της Διαχειριστικής Επιτροπής γνώσεων και προσόντων.

(5) Η Διαχειριστική Επιτροπή υποβάλλει στον Έφορο, σε έντυπο που ορίζεται με απόφασή του, δήλωση κάθε μέλους της ότι στην περίπτωσή του δεν συντρέχει κανένα από τα κωλύματα που προβλέπονται στο εδάφιο (3). Η δήλωση υποβάλλεται με τη γνωστοποίηση των ονομάτων των μελών της Επιτροπής στον Έφορο κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο.

(6) Μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής εκπίπτει του αξιώματός του από την ημέρα που παύει να πληροί τις προϋποθέσεις για να θεωρείται έντιμο πρόσωπο κατά την έννοια του εδαφίου (3). Σε τέτοια περίπτωση, η Διαχειριστική Επιτροπή γνωστοποιεί το γεγονός στον Έφορο και προβαίνει το ταχύτερο δυνατό στις διαδικασίες πλήρωσης της θέσης που κενώθηκε με βάση τους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου.

Αρμοδιότητα Διαχειριστικής Επιτροπής

19.-(1) Η Διαχειριστική Επιτροπή κάθε Ταμείου επιμελείται των υποθέσεών του και το αντιπροσωπεύει δικαστικώς και εξωδίκως.

(2) Η έκταση της εξουσίας της Διαχειριστικής Επιτροπής προσδιορίζεται από τους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου, ο δε προσδιορισμός αυτός ισχύει και έναντι τρίτου. Η εξουσία αυτής εν αμφιβολία εκτείνεται και σε κάθε συναφή πράξη.

(3) Δικαιοπραξία η οποία επιχειρείται από τη Διαχειριστική Επιτροπή Ταμείου εντός των ορίων της εξουσίας της δεσμεύει το Ταμείο αυτό.

(4) Το Ταμείο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των ανατεθειμένων σε αυτά καθηκόντων και συνεπάγεται υποχρέωση αποζημίωσης. Επιπλέον, ευθύνεται εξ ολοκλήρου και το υπαίτιο πρόσωπο, μαζί και ξεχωριστά με το Ταμείο.

Λοιποί κανόνες λειτουργίας του Ταμείου

20.-(1) H Διαχειριστική Επιτροπή κάθε Ταμείου εφαρμόζει τους θεσπισμένους κανόνες λειτουργίας των συνταξιοδοτικών σχεδίων που διαχειρίζεται και ενημερώνει επαρκώς τα μέλη του για τους κανόνες αυτούς.

(2) Εάν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση εγγυάται την πληρωμή συνταξιοδοτικών παροχών, δεσμεύεται να καταβάλλει τακτική χρηματοδότηση.

(3) Τα μέλη πληροφορούνται επαρκώς σε ό, τι αφορά τους όρους του συνταξιοδοτικού σχεδίου και ιδιαίτερα σε ό, τι αφορά-

(α) τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμμετεχόντων στο συνταξιοδοτικό σχέδιο,

(β) τους οικονομικούς, τεχνικούς και άλλους κινδύνους που συνδέονται με το συνταξιοδοτικό σχέδιο, και

(γ) τη φύση και την κατανομή αυτών των κινδύνων.

(4)(α) Όταν συντρέχει ανάγκη προστασίας του ενεργητικού ή των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων του, το Ταμείο δύναται να υποβάλει αίτηση στον Έφορο για την έγκριση της ανάθεσης της διαχείρισής του, εν όλω ή εν μέρει, σε πρόσωπα, τα οποία θα ενεργούν για λογαριασμό του.

(β) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί αυτεπάγγελτα την ανάθεση, εν όλω ή εν μέρει, της διαχείρισης Ταμείου, όταν συντρέχει ανάγκη προστασίας του ενεργητικού ή των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων του, σε πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του.

(5) Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 39, οι όροι λειτουργίας κάθε Ταμείου εγκρίνονται προηγουμένως από τον Έφορο. Ο Έφορος ενημερώνει αμέσως την ΕΑΑΕΣ για κάθε έγκριση την οποία χορηγεί βάσει του παρόντος εδαφίου.

Τήρηση βιβλίων

21. Η Διαχειριστική Επιτροπή κάθε Ταμείου τηρεί ή φροντίζει όπως τηρούνται-

(α) βιβλία πρακτικών, όπως προνοείται στους κανόνες λειτουργίας του ή καθορίζεται με οδηγίες, στα οποία καταγράφονται τα πρακτικά και οι αποφάσεις της Διαχειριστικής Επιτροπής και κάθε γενικής συνέλευσης των μελών,

(β) μητρώο των μελών του Ταμείου και μητρώο των χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων με οποιοδήποτε τρόπο και τα οποία θα περιέχουν τέτοιες λεπτομέρειες, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς,

(γ) κανονικά λογιστικά βιβλία, τα οποία δείχνουν σαφή εικόνα των δικαιοπραξιών και δοσοληψιών, ως και αποδεικτικά των εισπράξεων και πληρωμών του Ταμείου, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς,

(δ) οποιαδήποτε αλλά βιβλία και λογαριασμούς, όπως καθορίζονται με οδηγίες.

Ετήσιοι λογαριασμοί και ετήσιες εκθέσεις Ταμείων

22.-(1) Εντός επτά (7) μηνών από τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, η Διαχειριστική Επιτροπή κάθε Ταμείου ετοιμάζει λογαριασμούς για το έτος αυτό, καθώς και ετήσια έκθεση. Όταν το Ταμείο διαχειρίζεται περισσότερα από ένα συνταξιοδοτικά σχέδια, η Διαχειριστική Επιτροπή ετοιμάζει ετήσιους λογαριασμούς καθώς και ετήσια έκθεση ξεχωριστά για κάθε σχέδιο.

(2) Οι λογαριασμοί και οι εκθέσεις κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1), παρουσιάζουν την αληθινή και δίκαιη εικόνα των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, των εσόδων και εξόδων και της χρηματοοικονομικής κατάστασης του Ταμείου και ετοιμάζονται σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.

Οι ετήσιοι λογαριασμοί και οι πληροφορίες που περιέχονται στις εκθέσεις είναι συνεπείς, περιεκτικοί και ακριβείς και ελέγχονται από ελεγκτή διοριζόμενο από τη γενική συνέλευση των μελών του Ταμείου:

Νοείται ότι η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή υπάλληλος της ή μέλος ή υπάλληλος του Ταμείου, απαγορεύεται να διορίζεται ως ελεγκτής του Ταμείου.

(3) Ο ελεγκτής δύναται να επιθεωρεί τα βιβλία, τα έγγραφα και τους λογαριασμούς του Ταμείου και να απαιτεί από οποιοδήποτε μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής ή άλλο αξιωματούχο του Ταμείου την παροχή πληροφοριών ή επεξηγήσεων, τις οποίες θεωρεί αναγκαίες για την εκτέλεση του καθήκοντός του.

(4) Ο ελεγκτής ετοιμάζει και υποβάλλει την έκθεσή του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος προς τη Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία τη δημοσιεύει με τους λογαριασμούς του Ταμείου με τρόπο τον οποίο ο Έφορος καθορίζει με οδηγίες .

(5) Οι λογαριασμοί του Ταμείου υπογράφονται από δύο (2) τουλάχιστον μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής, μεταξύ των οποίων και ένα (1) τουλάχιστον μέλος που εκπροσωπεί τα μέλη του Ταμείου.

Παρεχόμενες πληροφορίες στα μέλη και στους δικαιούχους του Ταμείου

23.-(1) Τα μέλη και οι δικαιούχοι του κάθε Ταμείου και, όπου είναι δυνατόν, οι εκπρόσωποί τους λαμβάνουν τις πληροφορίες που καθορίζονται με Κανονισμούς.

(2) Η Διαχειριστική Επιτροπή οφείλει τουλάχιστον μία φορά καθ’ έτος να συγκαλεί γενική συνέλευση των μελών, κατά τα προβλεπόμενα στους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου, στην οποία να παρουσιάζει την ετήσια έκθεσή της, τους ετήσιους λογαριασμούς και τον ισολογισμό του Ταμείου μαζί με την έκθεση του ελεγκτή.

Δήλωση των αρχών επενδυτικής πολιτικής

24.-(1) Κάθε Ταμείο καταρτίζει και επανεξετάζει τουλάχιστον ανά τριετία, γραπτή δήλωση των αρχών της επενδυτικής πολιτικής του:

Νοείται ότι η δήλωση αναθεωρείται αμέσως μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή της επενδυτικής πολιτικής.

(2) Η κατά το εδάφιο (1) δήλωση περιέχει θέματα που αφορούν, μεταξύ άλλων, τις μεθόδους μέτρησης του επενδυτικού κινδύνου, τις εφαρμοζόμενες τεχνικές διαχείρισης του κινδύνου και τη στρατηγική κατανομή των στοιχείων του ενεργητικού, όσον αφορά τη φύση και τη διάρκεια των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων.

Υποχρέωση παροχής πληροφοριών στον Έφορο και λοιπές υποχρεώσεις Ταμείου

25.-(1) Ο Έφορος δύναται να ζητεί πληροφορίες ή οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο από Ταμείο, για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τις δραστηριότητές του Ταμείου:

Νοείται ότι, οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να ζητηθούν όχι μόνο από το Ταμείο και από τη Διαχειριστική Επιτροπή, αλλά και από πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση του Ταμείου, καθώς επίσης και από κάθε πρόσωπο που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο του Ταμείου.

(2) Ο Έφορος εποπτεύει τις σχέσεις μεταξύ του Ταμείου και άλλων επιχειρήσεων ή μεταξύ Ταμείων, όταν το Ταμείο εκχωρεί αρμοδιότητες σε επιχειρήσεις ή σε άλλο Ταμείο μέσω υπεργολαβίας, που επηρεάζουν τη χρηματοοικονομική του κατάσταση ή την αποτελεσματικότητα της εποπτείας σε σημαντικό βαθμό.

Λοιπά έγγραφα προς υποβολή στον Έφορο

26.-(1) Το Ταμείο υποβάλλει στον Έφορο-

(α) τη δήλωση των αρχών της επενδυτικής πολιτικής που καταρτίζει σύμφωνα με το άρθρο 24∙ προκειμένου περί Ταμείου το οποίο εγγράφεται για πρώτη φορά δυνάμει του παρόντος Νόμου, η δήλωση υποβάλλεται εντός ενενήντα (90) ημερών από την εγγραφή του Ταμείου, εκτός αν ο Έφορος ήθελε αποφασίσει διαφορετικά σε οποιαδήποτε περίπτωση∙

(β) εντός επτά (7) μηνών από τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, τους ετήσιους λογαριασμούς και την ετήσια έκθεση που καταρτίζει σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 22, συμπεριλαμβανομένης και της έκθεσης του ελεγκτή, καθώς και οποιεσδήποτε καταστάσεις και πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες του Ταμείου, τις οποίες ο Έφορος ορίζει με απόφασή του˙

(γ) εντός επτά (7) μηνών από τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, τις αναλογιστικές εκτιμήσεις που ετοιμάζονται σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 33.

(2) Προς το σκοπό άσκησης των αρμοδιοτήτων του, ο Έφορος δύναται να απαιτεί από Ταμείο οποιαδήποτε έγγραφα θεωρεί αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένων-

(α) αναλογιστικών εκτιμήσεων, μεθόδων και υποθέσεων εκτίμησης·

(β) μελετών για τα πάγια και τις υποχρεώσεις·

(γ) αποδεικτικών στοιχείων για τη συνοχή των αρχών της επενδυτικής πολιτικής·

(δ) αποδεικτικών στοιχείων για την καταβολή των εισφορών βάσει των κανόνων λειτουργίας του Ταμείου ή βάσει προγράμματος ανάκαμψης·

(ε) εσωτερικών ενδιάμεσων εκθέσεων.

Υποχρέωση για γνωστοποίηση παραλείψεων

27. Κάθε μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής, ο διευθυντής και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έχει σχέση με τη διοίκηση του Ταμείου, όταν εύλογα πιστεύει ότι μια παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης προς οποιαδήποτε υποχρέωση ή καθήκον που προβλέπει ο παρών Νόμος ή οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου είναι ουσιώδους σημασίας για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Εφόρου, οφείλει να γνωστοποιεί την παράβαση ή παράλειψη στον Έφορο.

Υποχρέωση και προθεσμία καταβολής εισφορών

28.-(1) Κάθε χρηματοδοτούσα επιχείρηση καταβάλλει στο Ταμείο -

(α) κάθε ποσό το οποίο λήφθηκε ή παρακρατήθηκε από αυτήν ως εισφορά μέλους προς το Ταμείο αυτό·

(β) την καταβλητέα από αυτήν εισφορά αναφορικά προς την περίοδο για την οποία έλαβε ή παρακράτησε εισφορά μέλους.

(2) Όταν πρόκειται για Ταμείο που λειτουργεί για ελεύθερους επαγγελματίες, το μέλος καταβάλλει την εισφορά που ορίζουν οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου.

(3) Ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής εισφορών προς το Ταμείο καθορίζεται με Κανονισμούς.

(4) Η Διαχειριστική Επιτροπή κάθε Ταμείου οφείλει να προβαίνει σε όλες τις πράξεις και να λαμβάνει όλα τα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και νομικών, προς είσπραξη τυχόν καθυστερημένων εισφορών.

(5) Όταν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση παραλείπει ή καθυστερεί την καταβολή εισφορών στο Ταμείο, η Διαχειριστική Επιτροπή υποχρεούται το αργότερο σε δύο (2) μήνες από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής των εισφορών να ειδοποιήσει γραπτώς τον Έφορο γνωστοποιώντας του την περίοδο για την οποία οφείλονται οι εισφορές και το υπολογιζόμενο ποσό τους.

(6) Η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή ο ελεύθερος επαγγελματίας, ανάλογα με την περίπτωση, επιβαρύνεται με πρόσθετη εισφορά υπολογιζόμενη πάνω στο ποσό των καθυστερημένων εισφορών με επιτόκιο ίσο προς το νόμιμο τόκο από τη λήξη της προς καταβολή των εισφορών προθεσμίας:

Νοείται ότι οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου επιτρέπεται να προβλέπουν για ψηλότερο επιτόκιο.

(7) Σε περίπτωση παρατεταμένης ή επαναλαμβανόμενης παράλειψης ή άρνησης της χρηματοδοτούσας επιχείρησης να καταβάλει τις εισφορές που οφείλει δυνάμει των κανόνων λειτουργίας του οικείου Ταμείου, ο Έφορος, αφού ειδοποιήσει τη Διαχειριστική Επιτροπή για την πρόθεσή του, δύναται να διατάσσει την επιχείρηση αυτή να διακόψει την παρακράτηση εισφορών από τις αποδοχές των μελών. Κανονισμοί προβλέπουν για τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα μέλη δύνανται να καταβάλλουν τις προσωπικές τους εισφορές απευθείας στο Ταμείο.

Παροχές από Ταμεία

29.-(1) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, οι παροχές που καταβάλλονται από κάθε Ταμείο καθορίζονται από τους κανόνες λειτουργίας του.

(2) Παροχές από Ταμείο δύνανται να καταβάλλονται μόνο σε μέλος του και τους νόμιμους κληρονόμους του μέλους-

(α) σε περίπτωση αφυπηρέτησης, που λαμβάνει χώρα όταν το μέλος υπερβεί την καθοριζόμενη από τους κανόνες λειτουργίας ηλικία,

(β) σε περίπτωση κατά την οποία το μέλος καθίσταται μόνιμα ανίκανο για την εργασία που εκτελεί,

(γ) σε περίπτωση θανάτου του μέλους,

(δ) σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης του μέλους, ή

(ε) σε περίπτωση διάλυσης του Ταμείου:

Νοείται ότι, όταν πρόκειται για μέλος Ταμείου, το οποίο λειτουργεί για μισθωτούς περισσοτέρων της μιας χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων, είτε της ίδιας είτε διαφορετικής οικονομικής δραστηριότητας, ο τερματισμός της απασχολήσεως του μέλους αυτού δεν θεμελιώνει δικαίωμα για παροχή δυνάμει της παραγράφου (δ), πριν την εκπνοή έξι (6) μηνών από τον τερματισμό της απασχόλησης του μέλους και εφόσον το μέλος δεν έχει στο μεταξύ απασχοληθεί σε άλλη από τις εν λόγω επιχειρήσεις.

(3) Καμιά μείωση συσσωρευμένων δικαιωμάτων από Ταμείο δεν επιτρέπεται, εκτός στην περίπτωση οικειοθελούς τερματισμού της απασχόλησης του μέλους πριν από τη συμπλήρωση τεσσάρων (4) ετών συνεχούς απασχόλησης με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση׃

Νοείται ότι, προκειμένου περί Ταμείου Προνοίας, απαγορεύεται η μείωση των συσσωρευμένων δικαιωμάτων τα οποία προκύπτουν από τις προσωπικές εισφορές του μέλους.

(4) Η μέθοδος υπολογισμού του ποσού της παροχής, η οποία καταβάλλεται από Ταμείο Προνοίας σε μέλος ή στους νόμιμους κληρονόμους του καθορίζεται με Κανονισμούς.

Απαγόρευση εκχώρησης παροχής

30.-(1) Τηρουμένου του εδαφίου (3), κάθε εκχώρηση ή επιβάρυνση παροχής από Ταμείο, καθώς και κάθε συμφωνία για εκχώρηση ή επιβάρυνσή της, είναι άκυρη και σε περίπτωση πτώχευσης προσώπου το οποίο δικαιούται παροχή, αυτή δεν περιέρχεται στο σύνδικο της πτώχευσης ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό των πιστωτών του προσώπου που πτώχευσε.

(2) Τηρουμένου του εδαφίου (3), παροχή από Ταμείο δεν υπόκειται σε κατάσχεση με βάση τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο.

(3) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που μέλος Ταμείου Προνοίας συνάπτει δάνειο με το Ταμείο του οποίου είναι μέλος.

Προϋποθέσεις παραγραφής αξιώσεων μελών Ταμείου Προνοίας

31. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 29, Κανονισμοί καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες παραγράφεται η αξίωση μέλους Ταμείου Προνοίας ή των δικαιούχων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, προς λήψη του εις πίστη του μέλους ποσού παροχής, ως και τον τρόπο διάθεσης του ποσού το οποίο, ελλείψει του παρόντος άρθρου, θα καταβαλλόταν στο μέλος ή στους εν λόγω δικαιούχους.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών αναφορικά με Ταμεία

32.-(1) Με την επιφύλαξη του Άρθρου 146 του Συντάγματος, κάθε διαφορά εγειρόμενη συνεπεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου μεταξύ μέλους ή δικαιούχου και Ταμείου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

(2) Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών κέκτηται δικαιοδοσία όπως επιλαμβάνεται οποιασδήποτε διαφοράς κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), ανεξάρτητα από το αν τα γεγονότα ή οι περιστάσεις της διαφοράς συνιστούν αδίκημα δυνάμει του παρόντος ή οποιουδήποτε άλλου νόμου.

(3) Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών κέκτηται εξουσία όπως, κατά την απόλυτη κρίση του Προέδρου του, επιληφθεί εκ νέου οποιασδήποτε υπόθεσης ή αναθεωρήσει οποιαδήποτε απόφασή του επί οποιασδήποτε διαφοράς οποτεδήποτε, αν τούτο θεωρηθεί από τον Πρόεδρο ως ορθό και δίκαιο.