ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος του 2008.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«αγαθό» σημαίνει οποιοδήποτε πράγμα αποτιμητό σε χρήμα και ικανό να αποτελέσει το αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής·

«Άρθρο 101 ΣΛΕΕ» σημαίνει το Άρθρο 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«Άρθρο 102 ΣΛΕΕ» σημαίνει το Άρθρο 102 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«Αρχή Ανταγωνισμού» σημαίνει την αρχή ή τις αρχές των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την προστασία του ανταγωνισμού, και οι οποίες έχουν καθοριστεί ως τέτοιες από τα κράτη μέλη βάσει του ΄Αρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003·

«δεσπόζουσα θέση», αναφορικά με επιχείρηση, περιλαμβάνει τη θέση οικονομικής δύναμης που απολαμβάνει η επιχείρηση, που την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και της επιτρέπει να ενεργεί σε αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές και τους πελάτες της και σε τελική ανάλυση ανεξάρτητα από τους καταναλωτές·

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«Δημόσιο» σημαίνει το Κράτος, τους δήμους ή τις κοινότητες·

«δημοσιονομικό μονοπώλιο» σημαίνει επιχείρηση που έχει μονοπωλιακή θέση στην αγορά λόγω των αποκλειστικών δικαιωμάτων που της παρέχει το Κράτος με σκοπό την αύξηση των εσόδων του Κράτους.

«Δικαστήριο» σημαίνει αρμόδιο δικαστήριοֹ·

«εμπόριο» σημαίνει κάθε φύσεως οικονομική δραστηριότητα και περιλαμβάνει την προμήθεια αγαθών και την προμήθεια υπηρεσιών·

«εναρμονισμένη πρακτική» σημαίνει το συντονισμό μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες, χωρίς να έχουν φθάσει στο στάδιο σύναψης συμφωνίας, αντικατέστησαν συνειδητά τους κινδύνους ανταγωνισμού με μια πρακτική συνεργασίας μεταξύ τους·

«ένωση επιχειρήσεων» σημαίνει εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση, σύλλογο, ίδρυμα ή σώμα προσώπων, με νομική προσωπικότητα ή όχι, που εκπροσωπεί τα εμπορικά συμφέροντα αυτόνομων επιχειρήσεων και λαμβάνει αποφάσεις ή συνάπτει συμφωνίες προς προώθηση των συμφερόντων αυτών·

«ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού» σημαίνει τα Άρθρα 101 έως 109 της ΣΛΕΕ και το δυνάμει αυτών θεσπιζόμενο παράγωγο δίκαιο∙

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού που ιδρύεται δυνάμει του άρθρου 8·

«επιχείρηση» περιλαμβάνει, κάθε φορέα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής του∙

«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα ΄Αρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, όπως αυτός τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1419/2006 του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 2006, και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού» [Διαγράφηκε]·

«κύκλος εργασιών» [Διαγράφηκε]·

«Πρόεδρος» σημαίνει -

(α) τον Πρόεδρο της Επιτροπής· και

(β) για τους σκοπούς διατάξεων άλλων από τα άρθρα 9, 10, 11, 12, 13, 16 και 53, το μέλος της Επιτροπής το οποίο αναπληρεί τον Πρόεδρο·

«προμήθεια» [Διαγράφηκε]·

«ΣΛΕΕ» σημαίνει τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙

«Συμβουλευτική Επιτροπή Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων» σημαίνει την Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε δυνάμει του ΄Αρθρου 14 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003·

«Συνθήκη» [Διαγράφηκε]·

«σύμπραξη» σημαίνει οποιαδήποτε τυπική ή άτυπη, γραπτή ή άγραφη, εκτελεστή κατά νόμο ή μη, συμφωνία δυο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων ή την εναρμονισμένη πρακτική δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων ή την απόφαση ένωσης επιχειρήσεων, αλλά δεν περιλαμβάνει συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική -

(α) μητρικής και θυγατρικής εταιρείας, εάν -

(i) αυτές αποτελούν μια ενιαία οικονομική ενότητα μέσα στην οποία η θυγατρική εταιρεία δεν έχει πραγματική ελευθερία καθορισμού του δικού της τρόπου ενέργειας, και

(ii) η συμφωνία ή η εναρμονισμένη πρακτική αφορά αποκλειστικά τον καταμερισμό δραστηριοτήτων μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρείας·

(β) δύο ή περισσότερων θυγατρικών εταιρειών, εφόσον αυτές αποτελούν μια ενιαία οικονομική οντότητα με τη μητρική εταιρεία·

«συμφωνία» σημαίνει οποιαδήποτε διευθέτηση μεταξύ τουλάχιστον δύο επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, δυνάμει της οποίας το ένα από τα μέρη εκουσίως αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει την ελευθερία του προς ενέργεια αναφορικά με ένα άλλο από τα μέρη·

«Υπηρεσία» σημαίνει την προβλεπόμενη στο άρθρο 19(1) Υπηρεσία της Επιτροπής·

«υπηρεσίες» σημαίνει την ανάληψη και εκτέλεση, επί κέρδει ή επ’ αμοιβή, κάθε φύσης υποχρεώσεων, με εξαίρεση την παραγωγή και την προμήθεια αγαθών, και περιλαμβάνει τις επαγγελματικές υπηρεσίες, όχι όμως τις υπηρεσίες που παρέχονται στον εργοδότη δυνάμει σύμβασης μισθώσεως εργασίας· και

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.