ΜΕΡΟΣ ΧΙV ΑΣΚΗΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ
Διορισμός και συνεργασία Εποπτικών Αρχών

126.-(1)(α) Η Επιτροπή, η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ ορίζονται ως οι Εποπτικές Αρχές για να ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο. Ειδικότερα, η Κεντρική Τράπεζα ορίζεται ως η Εποπτική Αρχή υπεύθυνη για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους ΧΙΙ, η ΥΕΑΣΕ για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους ΧΙΙΙ, και η Επιτροπή για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εκτός των διατάξεων των Μερών ΧΙΙ και ΧΙΙΙ. Έκαστη Εποπτική Αρχή είναι υπεύθυνη για την εποπτεία και εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, στην έκταση που οι διατάξεις του σχετίζονται με τις διατάξεις της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ που αντιστοιχούν στα άρθρα του παρόντος Νόμου, για την εποπτεία και εφαρμογή των οποίων η Εποπτική Αρχή είναι υπεύθυνη.

(β) Η Επιτροπή ασκεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 575/2013, αναφορικά με ΚΕΠΕΥ και τις εταιρείες που προβλέπονται στο άρθρο 72Α του παρόντος Νόμου.

(2) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1), η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την εποπτεία και εφαρμογή του εδαφίου (6) του άρθρου 40, του άρθρου 45, του εδαφίου (2) του άρθρου 46, του εδαφίου (2) του άρθρου 51, του εδαφίου (1) του άρθρου 53 και του εδαφίου (2) του άρθρου 53 από τις κατά το άρθρο 118 τράπεζες και τα κατά το άρθρο 122 συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα.

(3) Οι Εποπτικές Αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 και ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία ιδιαίτερης σημασίας ή σχετική με την άσκηση των λειτουργιών και των αρμοδιοτήτων τους.

(4) Οι Εποπτικές Αρχές συνεργάζονται επίσης με κάθε άλλη αρχή στη Δημοκρατία, υπεύθυνη για την εποπτεία των συνταξιοδοτικών ταμείων, ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(5) Για σκοπούς διευκόλυνσης και επιτάχυνσης της συνεργασίας, και ιδίως για την ανταλλαγή πληροφοριών, η Επιτροπή καθορίζεται ως σημείο επικοινωνίας για τους σκοπούς της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, σύμφωνα με το Άρθρο 56, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω Οδηγίας.

Εξουσίες Εποπτικών Αρχών

127.-(1) Οι Εποπτικές αρχές ασκούν τις εξουσίες τους-

(α) Άμεσα· ή

(β) σε συνεργασία μεταξύ τους και εν γένει με άλλες αρχές· ή

(γ) κατόπιν αίτησης προς τα αρμόδια δικαστήρια.

(2) Επιπρόσθετα των εξουσιών της Επιτροπής που καθορίζονται στον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμο, η Επιτροπή έχει τις ακόλουθες εξουσίες:

(α) Να ζητά κάθε υπάρχουσα καταγραφή τηλεφωνικής συνδιάλεξης ή ανταλλαγή δεδομένων·

(β) να απαιτεί την άμεση διακοπή κάθε πρακτικής που είναι αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

(γ) να ζητά, με αίτηση προς τα αρμόδια δικαστήρια, τη δέσμευση ή/και την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων·

(δ) να απαγορεύει προσωρινά την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας·

(ε) να λαμβάνει κάθε μέτρο που μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι εποπτευόμενοι της συνεχίζουν να συμμορφώνονται με τις εκ του παρόντος Νόμου, ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, υποχρεώσεις·

(στ) να ζητά την αναστολή της διαπραγμάτευσης χρηματοοικονομικού μέσου·

(ζ) να ζητά τη διαγραφή ενός χρηματοοικονομικού μέσου από τη διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο συναλλαγών.

(3) Επιπρόσθετα των εξουσιών της Κεντρικής Τράπεζας που καθορίζονται στον περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο και στον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο, η Κεντρική Τράπεζα έχει τις ακόλουθες εξουσίες:

(α) Να ζητεί πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλεί και να ανακρίνει οποιοδήποτε πρόσωπο για τη συγκέντρωση πληροφοριών.

(β) να ζητά κάθε υπάρχουσα καταγραφή τηλεφωνικής συνδιάλεξης ή ανταλλαγή δεδομένων·

(γ) να απαιτεί την άμεση διακοπή κάθε πρακτικής που είναι αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

(δ) να ζητά, με αίτηση προς τα αρμόδια δικαστήρια, τη δέσμευση ή/και την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων·

(ε) να απαγορεύει προσωρινά την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας·

(στ) να λαμβάνει κάθε μέτρο που μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι εποπτευόμενοι της συνεχίζουν να συμμορφώνονται με τις εκ του παρόντος Νόμου, ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, υποχρεώσεις·

(ζ) να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους·

(η) να επιτρέπει εξακριβώσεις ή έρευνες από ορκωτούς λογιστές ή εμπειρογνώμονες.

(4) Επιπρόσθετα των εξουσιών της ΥΕΑΣΕ που καθορίζονται στον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο, η ΥΕΑΣΕ έχει τις ακόλουθες εξουσίες:

(α) Να ζητεί πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλεί και να ανακρίνει οποιοδήποτε πρόσωπο για τη συγκέντρωση πληροφοριών·

(β) να ζητά κάθε υπάρχουσα καταγραφή τηλεφωνικής συνδιάλεξης ή ανταλλαγή δεδομένων·

(γ) να απαιτεί την άμεση διακοπή κάθε πρακτικής που είναι αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

(δ) να ζητά, με αίτηση προς τα αρμόδια δικαστήρια, τη δέσμευση ή/και την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων·

(ε) να απαγορεύει προσωρινά την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας·

(στ) να λαμβάνει κάθε μέτρο που μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι εποπτευόμενοι της συνεχίζουν να συμμορφώνονται με τις εκ του παρόντος Νόμου, ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, υποχρεώσεις.

(5) Οι Εποπτικές Αρχές, επιλαμβάνονται διοικητικών παραβάσεων είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν καταγγελίας που υποβάλλεται σε αυτές.

Συμπληρωματικές διατάξεις

128. Οι διατάξεις του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου, που έχουν ως αντικείμενο την εποπτική αρμοδιότητα της Επιτροπής, την εξουσία της να συλλέγει πληροφορίες, να διενεργεί έρευνες και ελέγχους και να επιβάλλει κυρώσεις, με την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων των παρόντος Νόμου αναφορικά με την επιβολή κυρώσεων, και όλες εν γένει τις αρμοδιότητες της, δυνάμει των εν λόγω Νόμων, εφαρμόζονται, συμπληρωματικά προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και χωρίς επηρεασμό τους, και ως προς την εποπτεία που ασκεί η Επιτροπή δυνάμει του παρόντος Νόμου.

Επαγγελματικό απόρρητο

129. [Διαγράφηκε]
Υποχρέωση συνεργασίας Επιτροπής με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών

130.-(1) Η Επιτροπή συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών χρησιμοποιώντας τις εξουσίες της ως αυτές καθορίζονται στον παρόντα Νόμο και στον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και των καθηκόντων των αρμοδίων αρχών των άλλων κρατών μελών που προβλέπονται στους οικείους νόμους που θεσπίζονται προς συμμόρφωση με την Οδηγία 2004/39/ΕΚ.

Η Επιτροπή επικουρεί τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, ιδίως με την ανταλλαγή πληροφοριών και την συνεργασία σε δραστηριότητες έρευνας, ελέγχου ή εποπτείας.

Για τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της συνεργασίας και ιδίως της ανταλλαγής πληροφοριών, η Επιτροπή ορίζεται ως το σημείο επικοινωνίας στη Δημοκρατία για τους σκοπούς της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

(2) Στην περίπτωση όπου, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση των αγορών κινητών αξιών σε κράτος μέλος υποδοχής, η λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς, η οποία έχει δημιουργήσει μηχανισμούς στο κράτος μέλος υποδοχής, έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών συνάπτουν ανάλογες ρυθμίσεις συνεργασίας.

(3) Η Επιτροπή μπορεί να ασκεί τις εξουσίες της για τους σκοπούς της συνεργασίας, ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες η ερευνούμενη συμπεριφορά δεν αποτελεί παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας στη Δημοκρατία.

(4) Επιπρόσθετα των διατάξεων του παρόντος άρθρου, τυχόν ειδικότερες διατάξεις για τη συνεργασία της Επιτροπής με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών αναφορικά με θέματα που σχετίζονται με την κεφαλαιακή επάρκεια των ΕΠΕΥ καθορίζονται με οδηγίες της Επιτροπής κατά τα οριζόμενα στο Μέρος VIII.

(5) Εάν η Επιτροπή έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι πράξεις αντίθετες προς νομοθεσία κράτους μέλους άλλου από την Δημοκρατία η οποία ενσωματώνει την Οδηγία 2004/39/ΕΚ διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδαφος του άλλου κράτους μέλους από οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της, το γνωστοποιεί με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο στην αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους και στην ΕΑΚΑΑ, χωρίς επηρεασμό των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.

Στην περίπτωση λήψης από την Επιτροπή τέτοιας γνωστοποίησης από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, η Επιτροπή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα και ενημερώνει την αρμόδια αρχή, που την πληροφόρησε, και την ΕΑΚΑΑ, για τα αποτελέσματα της παρέμβασης της και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις.

Υποχρέωση συνεργασίας Επιτροπής και ανταλλαγής πληροφοριών με ΕΑΚΑΑ

130Α. [Διαγράφηκε]
  • Ιστορικό Τροποποιήσεων
  • 87(I)/2017
Συνεργασία σε δραστηριότητες εποπτείας, ελέγχου και έρευνας

131.-(1) Η Επιτροπή δύναται να συνεργάζεται με αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών σε κάθε δραστηριότητα εποπτείας ή για τη διενέργεια ελέγχου ή έρευνας.

(2) Στην περίπτωση που ΚΕΠΕΥ αποτελεί εξ’ αποστάσεως μέλος ρυθμιζόμενης αγοράς άλλου κράτους μέλους, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς δύναται να επιλέξει να απευθυνθεί απ' ευθείας σε αυτό, οπότε και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

Στην περίπτωση που ΕΠΕΥ άλλου κράτους μέλους αποτελεί εξ’ αποστάσεως μέλος ρυθμιζόμενης αγοράς που έχει ως κράτος μέλος καταγωγής τη Δημοκρατία, η Επιτροπή δύναται να επιλέξει να απευθυνθεί απ' ευθείας σε αυτό, οπότε και ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της εν λόγω ΕΠΕΥ.

(3) Όταν υποβάλλεται στην Επιτροπή αίτημα από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σχετικό με διενέργεια ελέγχου ή έρευνας, η Επιτροπή, ενεργώντας στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της-

(α) Προβαίνει η ίδια στη διενέργεια του ζητούμενου ελέγχου ή έρευνας, ή

(β) επιτρέπει στην αιτούσα αρμόδια αρχή να διενεργήσει η ίδια τον έλεγχο ή την έρευνα, ή

(γ) επιτρέπει σε ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα να προβεί ο ίδιος στη διενέργεια ελέγχου ή έρευνας,

ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες η ερευνούμενη συμπεριφορά δεν αποτελεί παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας στη Δημοκρατία.

(4) Το προσωπικό της ΕΑΚΑΑ δύναται να συμμετέχει στις δραστηριότητες εποπτείας της Επιτροπής ή για τη διενέργεια ελέγχου ή έρευνας που διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές δυνάμει του Άρθρου 21 του Κανονισμού 1095/2010.

Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία ιδρυμάτων

131Α.-(1) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας συνεργάζονται στενά με  τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών μελών με στόχο την εποπτεία των δραστηριοτήτων ιδρυμάτων που λειτουργούν, ιδίως μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, εκτός του κράτους μέλους καταγωγής τους. Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας ανταλλάσσουν μαζί με τις εν λόγω αρχές όλες τις πληροφορίες που αφορούν τη διοίκηση και το ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτών των ιδρυμάτων και οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν την άσκηση εποπτείας και την εξέταση των προϋποθέσεων χορήγησης άδειας λειτουργίας, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν την παρακολούθηση των ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν το συστημικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύει το ίδρυμα, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.

(2) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, κοινοποιούν πάραυτα στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής κάθε πληροφορία ή διαπίστωση που αφορά την εποπτεία ρευστότητας σύμφωνα με το έκτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και σύμφωνα με την ενοποιημένη εποπτεία κατά το άρθρο 71 του παρόντος Νόμου και τα προβλεπόμενα σε οδηγίες της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 73 του παρόντος Νόμου, των δραστηριοτήτων που ασκεί το ίδρυμα μέσω των υποκαταστημάτων του, στο βαθμό που οι πληροφορίες και οι διαπιστώσεις αυτές είναι σχετικές με την προστασία των καταθετών ή των επενδυτών στο κράτος μέλος υποδοχής.

(3) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, όταν η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος καταγωγής, ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών υποδοχής όταν προκύπτει ή αναμένεται ευλόγως να προκύψει κρίση ρευστότητας. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει επίσης λεπτομέρειες σχετικά με το σχεδιασμό και την εφαρμογή σχεδίου ανάκαμψης καθώς και πιθανά προληπτικά εποπτικά μέτρα που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο.

(4)(α) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, όταν η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος καταγωγής, κοινοποιούν και εξηγούν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον τους ζητηθεί, με ποιον τρόπο λήφθηκαν υπόψη οι πληροφορίες και οι διαπιστώσεις που τους κοινοποιήθηκαν από αυτές.

(β) Όταν, μετά την κοινοποίηση πληροφοριών και διαπιστώσεων σε αυτές κατά το Άρθρο 50, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, όταν η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος υποδοχής, συνεχίζουν να θεωρούν ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής δεν έχουν λάβει κατάλληλα μέτρα, δύνανται, αφού πρώτα ενημερώσουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και την ΕΑΤ, να λάβουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν περαιτέρω παραβάσεις ούτως ώστε να προστατευθούν τα συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και άλλων στους οποίους παρέχονται υπηρεσίες ή να προστατευθεί η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος.

(γ) Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, όταν η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος καταγωγής, διαφωνούν με τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής κατά το Άρθρο 50, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ δύνανται να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(5) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας δύνανται να παραπέμπουν στην ΕΑΤ καταστάσεις στις οποίες ένα αίτημα συνεργασίας και ιδίως ένα αίτημα για ανταλλαγή πληροφοριών έχει απορριφθεί ή δεν έχει διεκπεραιωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Σημαντικά υποκαταστήματα

131Β.-(1) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, δύνανται να υποβάλλουν αίτημα στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το Άρθρο 112, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, ώστε να θεωρηθεί σημαντικό υποκατάστημα ιδρύματος, εξαιρουμένων των επιχειρήσεων επενδύσεων που υπόκεινται στο Άρθρο 95 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(2) Στο αίτημα του εδαφίου (1) εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, με ιδιαίτερη αναφορά στα εξής:

(α) στο κατά πόσο το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος ως προς τις καταθέσεις υπερβαίνει το δύο τοις εκατό (2%) στο κράτος μέλος υποδοχής∙

(β) στον πιθανό αντίκτυπο από την αναστολή ή την παύση της λειτουργίας του υποκαταστήματος στη συστημική ρευστότητα και τα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στο κράτος μέλος υποδοχής∙

(γ) στο μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος ως προς τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού ή χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.

(3) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής και, όπου εφαρμόζεται το Άρθρο 112, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση ως προς το χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.

Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση εντός δύο (2) μηνών από τη λήψη του αιτήματος του εδαφίου (1), οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν οι ίδιες απόφαση εντός νέας προθεσμίας δύο (2) μηνών κατά πόσο το υποκατάστημα είναι σημαντικό.  Κατά τη λήψη της απόφασής τους, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν υπόψη τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής.

(4) Οι αποφάσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (3) καταγράφονται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρη αιτιολογία και διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, οι οποίες τις αναγνωρίζουν και τις εφαρμόζουν.

(5) Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί ως τέτοιες δυνάμει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(6) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Άρθρο 117, παράγραφος 1, στοιχεία γ) και δ), της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και εκτελούν τις εργασίες που αναφέρονται στο Άρθρο 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ), της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

(7) Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κατά το Άρθρο 114, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ειδοποιεί αμελλητί τις αρχές που προβλέπονται στα Άρθρα 58, παράγραφος 4, και 59, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(8) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων κινδύνων των ιδρυμάτων στα οποία ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα, όπως αυτά προβλέπονται στο Άρθρο 97 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, όπου εφαρμόζεται, στο Άρθρο 113, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, καθώς και τις αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 104 και 105 της Οδηγίας 2013/38/ΕΕ, στο βαθμό που οι εν λόγω εκτιμήσεις και αποφάσεις αφορούν αυτά τα υποκαταστήματα.

(9) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής διαβουλεύονται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα σχετικά με τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει του Άρθρου 86, παράγραφος 11, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν αυτά σχετίζονται με τους κινδύνους ρευστότητας στο νόμισμα του κράτους μέλους υποδοχής.

Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής δεν έχουν διαβουλευθεί με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ή εάν, μετά τη διαβούλευση αυτή, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής επιμένουν ότι τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει του Άρθρου 86, παράγραφος 11, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν είναι κατάλληλα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(10) Στις περιπτώσεις για τις οποίες δεν εφαρμόζεται το Άρθρο 116 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν ένα ίδρυμα με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη συστήνουν σώμα εποπτών υπό την προεδρία τους, προκειμένου να διευκολύνουν τη συνεργασία που προβλέπεται στα εδάφια (6) έως (9) του παρόντος άρθρου και στο Άρθρο 50 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.  Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτές διευθετήσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, μετά από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.

Η απόφαση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις αρχές αυτές, ιδίως δε τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 7 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα εδάφια (6) έως (9) του παρόντος άρθρου.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει εκ των προτέρων πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις δραστηριότητες προς εξέταση. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή τα μέτρα που λαμβάνονται.

(11) Το παρόν άρθρο, όταν επιβάλλει υποχρέωση σε αρχή, την επιβάλλει σε αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας.

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών

132.-(1) Η Επιτροπή, μαζί με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών που έχουν ορισθεί ως σημεία επικοινωνίας κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 56, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ και για σκοπούς εφαρμογής της ίδιας Οδηγίας, ανταλλάσσουν αμέσως και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων και την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο, και την εκπλήρωση των καθηκόντων και την άσκηση των αρμοδιοτήτων των αρμόδιων αρχών των άλλων κρατών μελών κατά τα προβλεπόμενα στην οικεία νομοθεσία τους που θεσπίζεται προς συμμόρφωση με την Οδηγία 2004/39/ΕΚ.

Οι αρμόδιες αρχές που ανταλλάσσουν πληροφορίες σύμφωνα με βάσει της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, δύνανται να ορίζουν κατά την εν λόγω ανταλλαγή ότι οι πληροφορίες δεν πρέπει να αποκαλυφθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεση τους, στη δε περίπτωση αυτή, οι πληροφορίες ανταλλάσσονται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συγκατάθεση τους.

(2) Η Επιτροπή δύναται να διαβιβάζει στις λοιπές Εποπτικές Αρχές και στις αρχές στη Δημοκρατία που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των συνταξιοδοτικών ταμείων, των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, τις πληροφορίες που λαμβάνει σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 115 και 136. Οι εν λόγω αρχές διαβιβάζουν τις πληροφορίες σε άλλους φορείς ή πρόσωπα μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των προβλεπόμενων αρμόδιων αρχών στο εδάφιο (1) και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους αυτές έχουν συναινέσει, πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή που έστειλε τις πληροφορίες.

(2Α) Η Επιτροπή δύναται να ανταλλάζει πληροφορίες με τους πιο κάτω, για την εκπλήρωση των εποπτικών τους αρμοδιοτήτων:

(α) με αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον εποπτείας άλλων οντοτήτων του χρηματοοικονομικού τομέα και με αρχές που έχουν την ευθύνη της εποπτείας των χρηματοοικονομικών αγορών∙

(β) με αρχές ή όργανα, επιφορτισμένα με την ευθύνη για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω της χρήσης μακροπροληπτικών κανόνων∙

(γ) με όργανα ή αρχές εξυγίανσης που αποσκοπούν στην προστασία της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος∙

(δ) με συμβατικά ή θεσμικά συστήματα προστασίας όπως αναφέρονται στο Άρθρο 113, παράγραφος 7, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013∙

(ε) με όργανα που συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση ιδρυμάτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες∙

(στ) με πρόσωπα τα οποία είναι επιφορτισμένα με το νόμιμο έλεγχο των λογαριασμών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων∙

(ζ) αρχών αρμόδιων για την εποπτεία των υπόχρεων οντο-τήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημεία 1) και 2) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, αναφορικά με τη συμμόρφωση με τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο ή κατά περίπτωση, την Οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

(3) Οι Εποπτικές Αρχές, οι αρχές στη Δημοκρατία που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των συνταξιοδοτικών ταμείων, των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και οι άλλοι φορείς ή πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο ή σύμφωνα με τα άρθρα 115 και 136 δύνανται να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως-

(α) Για να εξακριβώσουν εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ΚΕΠΕΥ, ως καθορίζονται στο Μέρος ΙΙΙ και να διευκολύνουν, σε ενοποιημένη ή μη βάση, τον έλεγχο της συμμόρφωσης τους με τις προϋποθέσεις λειτουργίας τους και με τις εν γένει υποχρεώσεις τους ως καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, ειδικά όσον αφορά τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου·

(β) για να ελέγξουν την ορθή λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης·

(γ) για να επιβάλουν κυρώσεις·

(δ) στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά απόφασης αρμόδιας Εποπτικής Αρχής·

(ε) σε διαδικασίες ενώπιον δικαστικής αρχής·

(στ) στο πλαίσιο μηχανισμού εξωδικαστικής επίλυσης των καταγγελιών επενδυτών.

Η Επιτροπή δύναται να διαβιβάζει πληροφορίες, σε όργανα επιφορτισμένα με τη διαχείριση σχεδίων προστασίας καταθέσεων και αποζημίωσης επενδυτών, που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

Οι λαμβανόμενες πληροφορίες υπόκεινται, σε κάθε περίπτωση, σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 129.

(4) Το παρόν άρθρο και τα άρθρα 129 και 136 δεν εμποδίζουν την Επιτροπή, να διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ, στο ΕΣΣΚ, στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, στις κεντρικές τράπεζες άλλων κρατών μελών, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, και κατά περίπτωση, στην ΕΑΑΕΣ, σε συμβατικά ή θεσμικά συστήματα προστασίας όπως αναφέρονται στο Άρθρο 113, παράγραφος 7, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία ή την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους.  Παρομοίως, οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειαστεί για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της που προβλέπει ο παρών Νόμος:

Νοείται ότι, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως προβλέπεται στο Άρθρο 114, της παραγράφου 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η Επιτροπή διαβιβάζει αμελλητί πληροφορίες-

(α) στις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, όταν οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου αρμοδιοτήτων του, περιλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της επίβλεψης συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος·  και

(β) στο ΕΣΣΚ, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του· και

(γ) στην ΕΑΤ, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.

(5) Σε περίπτωση που αίτημα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 131 για συνεργασία σε δραστηριότητες εποπτείας, ελέγχου και έρευνας, ή αίτημα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 132 για ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των αρμόδιων αρχών των άλλων κρατών μελών, απορρίπτεται ή δεν προωθείται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, η Επιτροπή δύναται να αναφέρει την περίπτωση αυτή στην ΕΑΚΑΑ.

Ανταλλαγή πληροφοριών με φορείς επίβλεψης

132Α.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 129(1), (2) και (5), 132(3) και 136, η Επιτροπή δύναται να προβαίνει στην ανταλλαγή πληροφοριών με φορείς που είναι υπεύθυνοι για την επίβλεψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:

(α) Των οργάνων που συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση ιδρυμάτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες

(β) των συμβατικών ή θεσμικών συστημάτων προστασίας όπως αναφέρονται στο Άρθρο 113, παράγραφος 7, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013∙

(γ) προσώπων που είναι επιφορτισμένα με το νόμιμο έλεγχο των λογαριασμών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.

(2) Στις περιπτώσεις του εδαφίου (1), πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον οι εξής προϋποθέσεις:

(α) Οι πληροφορίες ανταλλάσσονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων που αναφέρονται στο εδάφιο (1)∙

(β) οι πληροφορίες που λαμβάνονται υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 129.

(γ) οι πληροφορίες που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δημοσιοποιούνται μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις δημοσιοποίησαν και, όπου απαιτείται, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές δίνουν τη συγκατάθεσή τους.

Δημοσιοποίηση και γνωστοποίηση πληροφοριών και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

132Β.-(1)  Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος Νόμου καθώς και οι πληροφορίες που αποκτώνται κατά τους επιτόπιους ελέγχους ή επιθεωρήσεις του παρόντος Νόμου, δεν γνωστοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που ανακοίνωσε τις πληροφορίες ή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου διενεργήθηκε ο εν λόγω επιτόπιος έλεγχος ή επιθεωρήσεις.

(2)(α) Καμία διάταξη οδηγίας εκδιδόμενης δυνάμει του άρθρου 73 του παρόντος Νόμου δεν εμποδίζει την Επιτροπή να ανακοινώνει τις πληροφορίες, που λαμβάνονται δυνάμει των άρθρων 129(1), (2) ή (5), 132(3) ή 136, σε συστήματα διακανονισμού και εκκαθάρισης ή σε άλλο παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το κυπριακό δίκαιο για να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης ή διακανονισμού σε αγορά της Δημοκρατίας, εάν θεωρεί την ανακοίνωση αυτή αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των οργανισμών αυτών σε σχέση με αθετήσεις ή ενδεχόμενες αθετήσεις των συμμετέχοντων στην αγορά.

Οι πληροφορίες που λαμβάνονται υπόκεινται στις απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 129.

(β) Η Επιτροπή δεν ανακοινώνει τις βάσεις του άρθρου 129(5) λαμβανόμενες πληροφορίες στις προβλεπόμενες στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου περιπτώσεις, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις δημοσιοποίησαν.

(3) Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου και, όπου αρμόζει, με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

Άρνηση συνεργασίας Επιτροπής με τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών

133. [Διαγράφηκε]
Εξουσίες για λήψη προληπτικών μέτρων

134.-(1) Εάν η Επιτροπή έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι ΕΠΕΥ άλλου κράτους μέλους που παρέχει υπηρεσίες ή/και ασκεί δραστηριότητες ελεύθερα στη Δημοκρατία παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, ή ότι μια ΕΠΕΥ κράτους μέλους που έχει ιδρύσει υποκατάστημα στη Δημοκρατία παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, οι οποίες διατάξεις δεν παρέχουν εξουσίες παρέμβασης στην Επιτροπή, η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

Εάν, παρά τα μέτρα που λαμβάνει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή εφόσον τα μέτρα αυτά αποδειχθούν ακατάλληλα, η εν λόγω ΕΠΕΥ συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που είναι σαφώς επιζήμιος για τα συμφέροντα των επενδυτών στην Δημοκρατία ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στη Δημοκρατία, η Επιτροπή, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που είναι αναγκαία για να προστατεύσει τους επενδυτές και να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στη Δημοκρατία. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στην αναφερόμενη στο παρόν εδάφιο ΕΠΕΥ να διενεργεί συναλλαγές στη Δημοκρατία. Η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως για τα μέτρα αυτά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ.

Η Επιτροπή δύναται να κοινοποιήσει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.

(2) Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι ΕΠΕΥ άλλου κράτους μέλους, η οποία ίδρυσε υποκατάστημα στη Δημοκρατία, παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, οι οποίες παρέχουν εξουσίες στην Επιτροπή, η Επιτροπή απαιτεί από την ΕΠΕΥ να θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή κατάσταση.

Εάν η εν λόγω ΕΠΕΥ δεν προβεί στις αιτούμενες ενέργειες, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η εν λόγω ΕΠΕΥ θα θέσει τέλος στην αντικανονική της κατάσταση. Η φύση των μέτρων αυτών κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.

Εάν, παρά τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή, η ΕΠΕΥ συνεχίζει να παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, η Επιτροπή δύναται, αφού ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών. Η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά.

Η Επιτροπή δύναται να κοινοποιήσει το όλο θέμα στην ΕΑΚΑΑ.

(3) Εάν η Επιτροπή, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ, έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή ο εν λόγω ΠΜΔ παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς ή του ΠΜΔ.

Εάν, παρά τα μέτρα που λαμβάνει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή εφόσον τα μέτρα αυτά αποδειχθούν ακατάλληλα, η ρυθμιζόμενη αγορά ή ο ΠΜΔ συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που είναι σαφώς επιζήμιος για τα συμφέροντα των επενδυτών στη Δημοκρατίας ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, η Επιτροπή, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που είναι αναγκαία για να προστατεύσει τους επενδυτές και να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των αγορών. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται και η δυνατότητα να απαγορεύεται στις ρυθμιζόμενες αγορές ή στους ΠΜΔ να παρέχουν πρόσβαση στους μηχανισμούς τους σε μέλη εξ’ αποστάσεως ή σε συμμετέχοντες εγκατεστημένους στη Δημοκρατία. Η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά.

Η Επιτροπή δύναται να κοινοποιήσει το όλο θέμα στην ΕΑΚΑΑ.

(4) Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των εδαφίων (1), (2) και (3) ή τα οποία συνεπάγονται ποινές ή περιορισμό των δραστηριοτήτων ΕΠΕΥ κράτους μέλους ή ρυθμιζόμενης αγοράς κοινοποιούνται στην ενδιαφερόμενη ΕΠΕΥ κράτους μέλους ή στην ρυθμιζόμενη αγορά.

(5) Στις περιπτώσεις υποκαταστημάτων εγκατεστημένων στη Δημοκρατία η Επιτροπή δύναται, ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, να διενεργεί, κατά περίπτωση, ελέγχους και επιθεωρήσεις στις δραστηριότητες τους που ασκούνται στη Δημοκρατία και να απαιτεί πληροφόρηση από το υποκατάστημα σχετικά με τις δραστηριότητές του καθώς και για σκοπούς εποπτείας, εφόσον το κρίνουν σκόπιμο για λόγους σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στη Δημοκρατία.

Πριν από τη διεξαγωγή των εν λόγω ελέγχων και επιθεωρήσεων, η Επιτροπή πραγματοποιεί διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής. Μετά από τους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις αυτές, η Επιτροπή διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής  τις πληροφορίες και τα ευρήματα που είναι σημαντικά για την εκτίμηση κινδύνου του ιδρύματος ή για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας.

(6) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις πληροφορίες και ευρήματα που τυχόν της διαβιβάζουν σύμφωνα με το Άρθρο 52, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, κατά τον προσδιορισμό του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του Άρθρου 99 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ  και επίσης σχετικά με τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.

Σχέσεις με τρίτες χώρες

135. [Διαγράφηκε]
Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες

136.-(1) Η Επιτροπή δύναται να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 129. Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρμόδιων αρχών.

Η Επιτροπή δύναται να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα μόνο σύμφωνα με το άρθρο 9 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου.

Η Επιτροπή μπορεί επίσης να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές, φορείς και πρόσωπα τρίτων χωρών υπεύθυνα για-

(α) Την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ή άλλων χρηματοοικονομικών φορέων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματαγορών,

(β) την εκκαθάριση και πτώχευση ΕΠΕΥ και παρόμοιες διαδικασίες,

(γ) τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών ΕΠΕΥ και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους λειτουργιών, ή εκείνα που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης, κατά την εκτέλεση των λειτουργιών τους,

(δ) την εποπτεία των φορέων που υπεισέρχονται στην εκκαθάριση και πτώχευση ΕΠΕΥ και σε παρόμοιες διαδικασίες,

(ε) την εποπτεία προσώπων επιφορτισμένων με τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών ΕΠΕΥ και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων,

μόνον εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 129. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρχών, φορέων ή προσώπων.

(2) Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, μπορούν να κοινοποιηθούν μόνο μετά από ρητή συμφωνία των αρμόδιων αρχών που τις διαβίβασαν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησαν οι αρχές αυτές. Το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται και σε πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

Αναφορά παραβάσεων

136Α. [Διαγράφηκε]
  • Ιστορικό Τροποποιήσεων
  • 87(I)/2017