ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Έσοδα του Προϋπολογισμού

4. Έσοδα του Προϋπολογισμού είναι τα χρηματικά ποσά που εισπράττονται κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους που αναφέρεται στον Προϋπολογισμό άσχετα με τη χρονική περίοδο στην οποία αυτά ανάγονται.

Είσπραξη δημόσιων εσόδων

5.—(1) Η ευθύνη της είσπραξης των δημόσιων εσόδων ανατίθεται σε Ελέγχοντες Λειτουργούς και διενεργείται σύμφωνα με τις εκάστοτε καθορισμένες διαδικασίες και μεθόδους.

(2) Οι Δημόσιοι Υπόλογοι εκδίδουν για κάθε είσπραξη επίσημη απόδειξη, ο τύπος της οποίας ορίζεται από το Γενικό Λογιστή και η είσπραξη δε θεωρείται ότι έγινε αν δεν έχει εκδοθεί ο ορισμένος τύπος απόδειξης.

(3) Οι υπόλοιπες λεπτομέρειες της είσπραξης των δημόσιων εσόδων και δημόσιων χρημάτων, οι σχετικές οδηγίες, η εποπτεία και ο έλεγχος των Δημόσιων Υπολόγων θα καθορισθούν με Κανονισμούς.

(4) Σε περίπτωση που πιστοποιηθεί με τον καθορισμένο τρόπο ότι η είσπραξη ορισμένων δημόσιων εσόδων ή δανείων, είναι αδύνατη, αυτά μπορούν να κηρυχθούν ως μη εισπράξιμα και να διαγραφούν με τον καθορισμένο τρόπο.

Δαπάνες Προϋπολογισμού

6.—(1) Δαπάνες του Προϋπολογισμού είναι οι πληρωμές που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους στο οποίο αναφέρεται ο Προϋπολογισμός, άσχετα με το χρόνο στον οποίο έχει δημιουργηθεί η υποχρέωση για πληρωμή. Οι λογιστικές διευθετήσεις δαπανών με διορθωτικά δελτία θεωρούνται ως δαπάνες του Προϋπολογισμού.

(2) Οι δαπάνες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) καταλογίζονται σε βάρος ειδικών πιστώσεων κατά Υπουργείο, Τμήμα ή Ανεξάρτητη Υπηρεσία και μέσα στα πλαίσια του ύψους των εγκριμένων πιστώσεων.

Συμψηφισμός Εσόδων και Εξόδων της Δημοκρατίας

6Α. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου και τηρουμένων των διατάξεων του εκάστοτε ισχύοντος περί Προϋπολογισμού Νόμου, ο Γενικός Λογιστής δύναται κατά την κρίση του, κατά τη διενέργεια οποιασδήποτε πληρωμής προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο να αποκόπτει οφειλόμενα ποσά προς οποιοδήποτε Υπουργείο, ή Τμήμα, ή Ανεξάρτητη Υπηρεσία, ή άλλο Ειδικό Ταμείο του κράτους:

Νοείται ότι ο Γενικός Λογιστής δύναται να ζητά και να λαμβάνει από οποιοδήποτε Υπουργείο, ή Τμήμα, ή Ανεξάρτητη Υπηρεσία, ή άλλο Ειδικό Ταμείο του κράτους πληροφορίες και στοιχεία για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος εδαφίου.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου «οφειλόμενα ποσά» σημαίνει τα ποσά που οφείλονται προς οποιοδήποτε Υπουργείο, ή Τμήμα, ή Ανεξάρτητη Υπηρεσία ή άλλο Ειδικό Ταμείο του κράτους, τα οποία θεωρούνται τα τελικά ή βεβαιωμένα ποσά, αναφορικά με τα οποία έχουν εξαντληθεί όλες οι διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες για τον καθορισμό τους.

Εξειδίκευση πιστώσεων

7. Η εξειδίκευση πιστώσεων για τον Προϋπολογισμό γίνεται με τον ετήσιο περί Προϋπολογισμού Νόμο.

Διάθεση πιστώσεων

8. Καμία πράξη εξουσιοδότησης δαπανών δεν υπογράφεται από Ελέγχοντες Λειτουργούς εκτός αν υπάρχει ανάλογη πίστωση και γίνεται μέσα στα όρια προβλεπόμενων κονδυλίων του οικείου Προϋπολογισμού ή του ποσού που έχει εκχωρηθεί με τμηματική πίστωση.

Ποινική Ευθύνη Ελεγχόντων Λειτουργών

9. Ανεξάρτητα από την αστική ή πειθαρχική ευθύνη αυτού, λειτουργός που εξουσιοδοτεί τη διενέργεια δαπανών κατά παράβαση του άρθρου 8, διαπράττει ποινικό αδίκημα κατά την έννοια του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα και κάθε υπεύθυνος για την εξουσιοδότηση αυτή λειτουργός διώκεται ανάλογα.

Διενέργεια δαπανών

10.—(1) Για τη διενέργεια οποιωνδήποτε δαπανών απαιτείται η έκδοση με τον καθορισμένο τρόπο δελτίου πληρωμής πάνω στον καθορισμένο τύπο:

Νοείται ότι ο Γενικός Λογιστής δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις που αφορούν δαπάνες με σταθερό και διαρκή ή περιοδικό χαρακτήρα, να επιτρέψει την πληρωμή τους με άλλο τρόπο.

(2) Για κάθε πληρωμή που γίνεται με δελτίο ή με άλλο τρόπο πρέπει να δίδονται τα δικαιολογητικά που να αποδεικνύουν την απαίτηση κατά του κράτους.

(3) Ο Ελέγχων Λειτουργός και οι αρμόδιοι για την πληρωμή δελτίου λειτουργοί ευθύνονται για κάθε πληρωμή που γίνεται με δελτίο το οποίο εκδίδεται κατά παράβαση του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών.

Εξουσιοδότηση έκδοσης ενταλμάτων προκαταβολής

11.—(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Υπουργός έχει εξουσία, προς το δημόσιο συμφέρον, να εξουσιοδοτεί την έκδοση προκαταβολών κάτω από τέτοιους όρους και τέτοιες προϋποθέσεις όπως ήθελε καθορισθεί με Κανονισμούς, σε οργανισμούς δημόσιου δικαίου, άλλους οργανισμούς και άλλα Ταμεία του Δημοσίου, τα ποσά των οποίων ανακτούνται με τη συνήθη διαδικασία της δημόσιας οικονομικής διαχείρισης:

Νοείται ότι οποιαδήποτε προκαταβολή, το ύψος της οποίας υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων λιρών συνολικά και για τον ίδιο σκοπό, δε δύναται να εξουσιοδοτηθεί, εκτός αν προηγουμένως τύχει της έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου.

(2) Πριν από την έκδοση οποιασδήποτε προκαταβολής, ο Υπουργός δύναται να ζητήσει τέτοια στοιχεία ή και να επιβάλει τέτοιους όρους που ήθελε κρίνει σκόπιμο αναφορικά με τα οικονομικά του οργανισμού ή άλλου Ταμείου του Δημοσίου στο οποίο πρόκειται να εκδοθεί η προκαταβολή και ειδικότερα για τη χρήση για την οποία η προκαταβολή προορίζεται.

(3) Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) χορηγείται με την έκδοση από τον Υπουργό εντάλματος προκαταβολής στο Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας.

(4) Προκαταβολές σε υπαλλήλους για αγορά μηχανοκίνητων οχημάτων, για αντιμετώπιση εξόδων διανυκτέρευσης στο εξωτερικό και προσωρινές χρεώσεις για διευκόλυνση των λογιστικών διαδικασιών του κράτους, καθώς και αμφισβητήσιμες χρεώσεις εξόδων μέχρι να εκκαθαρισθούν, εξουσιοδοτούνται από το Γενικό Λογιστή κατά τον καθορισμένο τρόπο και τύπο.

(5) Ο Γενικός Λογιστής μεριμνά για τη συμμόρφωση με τους όρους έκδοσης των προκαταβολών, που περιλαμβάνει και την είσπραξη τους.

(6) Οι προκαταβολές δεν πρέπει να είναι αντίθετες με τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή με τις σχετικές αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου.

Καταθέσεις σε πίστη του Δημοσίου

12. Καταθέσεις χρημάτων που γίνονται σε πίστη του Δημοσίου από τρίτους για ειδικούς σκοπούς ή προσωρινές καταθέσεις που γίνονται με σκοπό τη διευκόλυνση των λογιστικών διαδικασιών του Κράτους, καθώς και αμφισβητήσιμες πιστώσεις εσόδων, κατατίθενται σε λογαριασμούς καταθέσεων μέχρι να εκκαθαρισθούν. Η δημιουργία τέτοιων λογαριασμών καταθέσεων υπόκειται πάντοτε στην έγκριση του Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας.