ΜΕΡΟΣ IV ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΕΝΤΕΤΑΛΜΕΝΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
Εξέταση παραβάσεων

18.—(1) Η Εντεταλμένη Υπηρεσία έχει καθήκον και αρμοδιότητα να εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή και αυτεπάγγελτα, παραβάσεις οποιασδήποτε απαγορευτικής ή προστατευτικής των αγοραστών διάταξης του παρόντος Νόμου.

(2) Όταν η Εντεταλμένη Υπηρεσία κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, διερεύνηση παραπόνου, διαπιστώσει παράβαση οποιασδήποτε απαγορευτικής ή προστατευτικής των συμφερόντων των αγοραστών διάταξης του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία να προβαίνει στις πιο κάτω ενέργειες, ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης, είτε διαζευκτικά είτε σωρευτικά:

(α) Να διατάξει ή να συστήσει στον ενδιαφερόμενο παραβάτη όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανάληψή της στο μέλλον ή σε περίπτωση που η παράβαση τερματίσθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης της Υπηρεσίας, να βεβαιώσει με απόφασή της την παράβαση, ή/και

(β) να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, μέχρι και το δέκα τοις εκατόν (10%) του κύκλου εργασιών του παραβάτη, κατά το έτος μέσα στο οποίο συντελέστηκε η παράβαση ή κατά το αμέσως προηγούμενο της παράβασης έτος, ή/και

(γ) να αποφασίσει,, σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, ότι θα οφείλεται διοικητικό πρόστιμο από πενήντα μέχρι και χίλιες λίρες για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα αυτής, ή/και

(δ) να ζητήσει με αίτησή της προς το Δικαστήριο την έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο, κατά την κρίση της ενέχεται ή ευθύνεται για την παράβαση αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου.

(3) Κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) διερεύνηση οποιασδήποτε παράβασης η Εντεταλμένη Υπηρεσία δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη της οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται έναντι του αγοραστή από τον παραβάτη ή εκ μέρους του παραβάτη, αναφορικά με τη γενόμενη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.

(4) Η Εντεταλμένη Υπηρεσία οφείλει να αιτιολογεί δεόντως την απόφασή της σε σχέση με την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.

Επιβολή διοικητικών προστίμων

19.—(1) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 18 επιβαλλόμενα διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται στον παραβάτη με αιτιολογημένη απόφαση της εντεταλμένης υπηρεσίας που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο παραβάτη ή εκπρόσωπο του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς.

(2) Κατά της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον παραβάτη.

(3) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την Εντεταλμένη Υπηρεσία όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή χρηματικής ποινής ή σε περίπτωση που ασκείται προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (2), από την κοινοποίηση της επί της ιεραρχικής προσφυγής απόφασης του Υπουργού.

(4) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενων από την Υπηρεσία διοικητικών προστίμων, η Υπηρεσία λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττεται το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

Έκδοση διαταγμάτων

20.—(1) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 μέχρι (Αρ. 2) του 1999, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών καθώς και οποιωνδήποτε άλλων νόμων ή κανονισμών που τροποποιούν ή αντικαθιστούν αυτούς, να εκδώσει απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει-

(α) Την άμεση παύση και/ή μη επανάληψη της γενόμενης παράβασης, και/ή

(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών κατά την κρίση του Δικαστηρίου μέτρων προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η σχετική παράβαση, και/ή

(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την απάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της παράβασης, και/ή

(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.

(2) Το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται να αφορά όχι μόνο στις συγκεκριμένες πράξεις, παραλείψεις ή συμπεριφορά του πωλητή έναντι του συγκεκριμένου αγοραστή, αλλά και σε παρόμοιες μελλοντικές πράξεις ή παραλείψεις ή συμπεριφορά αυτού έναντι των αγοραστών γενικά.

Δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο από οργανισμούς ή συνδέσμους προστασίας καταναλωτών.

21. [Διαγράφηκε]
Εξουσία Διευθυντή για διάδοση πληροφοριών.

22. Η Εντεταλμένη Υπηρεσία δύναται να μεριμνήσει για τη διάδοση τέτοιων πληροφοριών και συμβουλών, περιλαμβανομένων αποφάσεών της και διαταγμάτων του Δικαστηρίου, αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, τις οποίες αυτή θεωρεί χρήσιμες για την εξυπηρέτηση των καταναλωτών, καθώς και όλων των προσώπων που ενδεχομένως επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Ευθύνη αξιωματούχων, υπαλλήλων κλπ. νομικών προσώπων

23. Όταν παράβαση δυνάμει του παρόντος Νόμου διαπράττεται από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου και αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, συνενοχή ή έγκριση ή έχει διευκολυνθεί από την επιδειχθείσα αμέλεια συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή οποιουδήποτε άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού προσώπου που φαίνεται ότι ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, το φυσικό αυτό πρόσωπο είναι επίσης ένοχο της προαναφερθείσας παράβασης.