ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Εξουσία του Συμβουλίου για τον καθορισμό των θέσεων του και της διαδικασίας πλήρωσης τους

49.-(1) Το Συμβούλιο έχει την εξουσία να καθορίζει με την έγκριση του Υπουργού τον αριθμό των θέσεων, τα σχέδια υπηρεσίας, καθώς και τις μισθολογικές κλίμακες κάθε θέσης. Ο εγκεκριμένος αριθμός θέσεων αναγράφεται στον ετήσιο προϋπολογισμό του Συμβουλίου με την αντίστοιχη για κάθε θέση μισθολογική κλίμακα.

(2) Το Συμβούλιο έχει την εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς, οι οποίοι εγκρίνονται από τον Υπουργό και δημοσιεύονται στην Επίσημη  Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με τους οποίους καθορίζεται η ακολουθητέα διαδικασία για την πλήρωση των κενών θέσεων, οι γενικοί όροι υπηρεσίας των υπαλλήλων του Συμβουλίου, τα καθήκοντα τους, καθώς και η άσκηση ως προς αυτούς πειθαρχικής εξουσίας.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος “θέση” σημαίνει οποιαδήποτε θέση προβλέπεται στο εδάφιο (1), αλλά δεν περιλαμβάνει εργάτες που διορίζονται από το Συμβούλιο.

Διορισμός γραμματέα και άλλων υπαλλήλων

50.-(1) Το Συμβούλιο μπορεί να διορίζει κατάλληλα πρόσωπα τα οποία δεν είναι μέλη του στη θέση του γραμματέα, καθώς και σε οποιεσδήποτε θέσεις δυνατό να δημιουργηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 49 του παρόντος Νόμου.

(2) Πρόσωπο που έχει συμπληρώσει την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησής του δεν μπορεί να διοριστεί στη θέση του γραμματέα ή σε οποιαδήποτε άλλη θέση.

(2Α) Η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης υπαλλήλου, που συμπληρώνει το εξηκοστό (60ο) έτος της ηλικίας του κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Κοινοτήτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2009, είναι η ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 55, κανένας υπάλληλος δεν απολύεται ή δεν απομακρύνεται από τη θέση του παρά μόνο με απόφαση του Συμβουλίου που λαμβάνεται σε ειδικά συγκαλούμενη για το σκοπό αυτό συνεδρία και αφού αυτός ειδοποιηθεί μέσα σε διάστημα όχι μικρότερο των επτά ημερών από αυτή.

(4) Αν το πρόσωπο που κατέχει τη θέση του γραμματέα είναι για οποιοδήποτε λόγο προσωρινά ανίκανο να εκτελεί τα καθήκοντα του, το Συμβούλιο μπορεί να ορίζει αναπληρωτή του, ο οποίος κατέχει τη θέση αυτή για όσο χρόνο επιθυμεί το Συμβούλιο. Ο αναπληρωτής γραμματέας μπορεί να προβαίνει σε όλες τις ενέργειες και να εκτελεί όλες τις πράξεις που απαιτείται από τον παρόντα Νόμο να εκτελεί ο υπάλληλος τον οποίο αναπληρώνει και υπόκειται στις ίδιες με αυτόν ποινές για οποιαδήποτε παράλειψη του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί.

Εκτέλεση καθηκόντων γραμματέα σε ειδικές περιπτώσεις

51. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 49 και 50 του παρόντος Νόμου, ο Έπαρχος σε ειδικές μόνο περιπτώσεις μπορεί να επιτρέπει την ανάθεση της άσκησης των καθηκόντων του γραμματέα στον κοινοτάρχη ή σε μέλος του Συμβουλίου χωρίς αυτός να θεωρείται υπάλληλος του Συμβουλίου με την παροχή κάθε χρονο σε αυτόν ενός κατ’ αποκοπήν χρηματικού ποσού για τις υπηρεσίες του.

Εργοδότηση εργατών

52. Το Συμβούλιο μπορεί να εργοδοτεί οποιουσδήποτε εργάτες αναγκαίους για την υπηρεσία του, καθώς και για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας για την οποία γίνεται πρόνοια στον εγκεκριμένο ετήσιο προϋπολογισμό του.

Πειθαρχική εξουσία του Συμβουλίου

53.-(1)(α) Τηρουμένων των διατάξεων των Κανονισμών που θεσπίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 49 του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιο ασκεί, αναφορικά με τους υπαλλήλους του, πειθαρχική εξουσία για την παράβαση καθηκόντων που οφείλεται σε υπαιτιότητα τους και δύναται να επιβάλει σε αυτούς τις ακόλουθες πειθαρχικές ποινές:

(i) Επίπληξη.

(ii) Αυστηρή επίπληξη.

(iii) Διακοπή ετήσιας προσαύξησης. (iv) Αναβολή ετήσιας προσαύξησης.

(v) Χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις απολαβές τριών μηνών.

(vi) Υποβιβασμό μισθολογικής κλίμακας.

(vii) Αναγκαστική αφυπηρέτηση, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου.

(viii) Απόλυση.

(β) Για την επιβολή των ποινών της αναγκαστικής αφυπηρέτησης και της απόλυσης απαιτείται απόφαση, που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών του Συμβουλίου σε ειδική συνεδρία που συγκαλείται έπειτα από  ειδοποίηση επτά τουλάχιστον ημερών πριν από τη συνεδρία.

(γ) Στον υπάλληλο που διώκεται πειθαρχικά δίδεται πάντοτε το δικαίωμα να ακουστεί.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία υπάλληλος, λόγω της σχετικής ποινής που έχει επιβληθεί, αφυπηρετεί αναγκαστικά από συντάξιμη θέση, εφαρμόζονται οι διατάξεις των εκάστοτε ισχυόντων Κανονισμών του Συμβουλίου που αφορούν τα ωφελήματα αφυπηρέτησης με τον τερματισμό της υπηρεσίας για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

Παροχή εγγύησης από υπαλλήλους

54. Το Συμβούλιο μπορεί να απαιτεί από κάθε υπάλληλο που διορίζει να δίνει την εγγύηση που θεωρεί κατάλληλη για την αρμόζουσα εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης του, ενώ ο κοινοτάρχης βεβαιώνεται από καιρό σε καιρό για την ύπαρξη και την επάρκεια αυτής της εγγύησης.

Ευθύνη υπαλλήλων

55.-(1) Υπάλληλος που διορίζεται από το Συμβούλιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, υποχρεούται να παραδίδει στον κοινοτάρχη σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ή μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε να κατέχει τη θέση του, γραπτό και πραγματικό απολογισμό για όλα τα θέματα που του εμπιστεύτηκαν, καθώς και για τις εισπράξεις και τις πληρωμές που έγιναν από αυτόν μαζί με τα εντάλματα πληρωμής, όπως επίσης κατάλογο των προσώπων που οφείλουν στο Συμβούλιο χρηματικά ποσά σχετικά με τη θέση τους στον οποίο αναφέρονται και τα ποσά που οφείλουν.

(2) Κάθε επηρεαζόμενος υπάλληλος καταβάλλει όλα τα χρηματικά ποσά που οφείλει στο γραμματέα ή με τον τρόπο που αποφασίζει ο κοινοτάρχης.

(3) Καμιά από τις διατάξεις του άρθρου αυτού δεν επηρεάζει οποιαδήποτε θεραπεία με την καταχώρηση αγωγής εναντίον του υπαλλήλου ή του εγγυητή του.

Απαγόρευση συμφέροντος σε σύμβαση του Συμβουλίου

56. Υπάλληλος Συμβουλίου δεν μπορεί να έχει οποιοδήποτε ενδιαφέρον ή συμφέρον άμεσα ή έμμεσα, είτε προσωπικά είτε μέσω της συζύγου ή τέκνου ή συνέταιρου του, σε σύμβαση που έχει συναφθεί με το Συμβούλιο ή σε εργασία που έχει εκτελεστεί για το Συμβούλιο. Υπάλληλος ο οποίος έχει τέτοιο ενδιαφέρον ή συμφέρον δεν μπορεί να κατέχει οποιαδήποτε θέση ή να εκτελεί οποιαδήποτε εργασία στο Συμβούλιο.

Πολιτικά δικαιώματα υπαλλήλων του Συμβουλίου

56Α. Κάθε υπάλληλος του Συμβουλίου δύναται να ασκεί τα πολιτικά του δικαιώματα κατά τον τρόπο που καθορίζεται στον περί των Πολιτικών Δικαιωμάτων Δημόσιων Υπαλλήλων, Εκπαιδευτικών Λειτουργών, Δημοτικών Υπαλλήλων, Κοινοτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου Νόμο του 2015.

Σύναψη συμβάσεως με άλλα Κοινοτικά Συμβούλια ή δήμους

57. Κάθε Συμβούλιο μπορεί να συνάπτει σύμβαση με άλλα Συμβούλια ή δήμους με σκοπό τη διάθεση των υπηρεσιών ή μέρους των υπηρεσιών υπαλλήλου ή εργάτη του σε άλλο ή σε άλλα Συμβούλια ή δήμους, ανάλογα με την περίπτωση, με τους όρους που μπορούν να προβλέπονται στη σύμβαση:

Νοείται ότι για σκοπούς συνταξιοδότησης ή παροχής φιλοδωρήματος λόγω εργασίας η πιο πάνω υπηρεσία λογίζεται υπηρεσία προς το Συμβούλιο που διαθέτει τον υπάλληλο ή τον εργάτη στην υπηρεσία άλλου ή άλλων Συμβουλίων ή δήμων.

Κατοχύρωση υπαλλήλων

58.-(1) Υπάλληλος ή εργάτης, ο οποίος αμέσως πριν από την εγκαθίδρυση του Συμβουλίου υπηρετούσε σε οποιαδήποτε αρχή τοπικής διοίκησης, κοινότητα ή περιοχή βελτιώσεως που, δυνάμει του άρθρου 117 του Νόμου, καταργείται, μεταφέρεται από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος Νόμου στην υπηρεσία του Συμβουλίου και τοποθετείται από αυτό σε θέση της οποίας οι λειτουργίες και τα καθήκοντα είναι ανάλογα με τις λειτουργίες και τα καθήκοντα της θέσης που κατείχε στην αρχή τοπικής διοίκησης, την κοινότητα ή την περιοχή βελτιώσεως:

Νοείται ότι ο εν λόγω υπάλληλος ή εργάτης μπορεί, μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία της μεταφοράς του ή μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία κατά την οποία του κοινοποιούνται οι όροι υπηρεσίας της νέας θέσης και η αρχική διάρθρωση των υπηρεσιών του Συμβουλίου, να δηλώσει γραπτώς προς το Συμβούλιο ότι δεν επιθυμεί να παραμείνει στην υπηρεσία του. Στην περίπτωση αυτή παύει να βρίσκεται στην υπηρεσία αυτή μετά πάροδο έξι μηνών από την ημερομηνία της γραπτής δήλωσης του και δικαιούται όλα τα ωφελήματα αποχώρησης τα οποία θα έπαιρνε αν αποχωρούσε από την υπηρεσία του στην προηγούμενη αρχή τοπικής διοίκησης.

(2) Η υπηρεσία στο Συμβούλιο του υπαλλήλου ή του εργάτη θεωρείται συνέχιση χωρίς διακοπή της προηγούμενης του υπηρεσίας, ενώ η αντιμισθία και οι υπόλοιποι όροι υπηρεσίας του στο Συμβούλιο δεν μπορούν να μεταβληθούν σε βάρος του κατά τη διάρκεια της συνέχισης της υπηρεσίας του σε αυτό.

Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού, ο όρος “όροι υπηρεσίας” περιλαμβάνει όλα όσα αφορούν τις άδειες απουσίας και ασθενείας, τον τερματισμό της υπηρεσίας ή την αποχώρηση, τη σύνταξη, επιπρόσθετα χορηγήματα ή άλλα παρόμοια επιδόματα:

Νοείται ότι για οποιαδήποτε τυχόν σύνταξη ή άλλα ωφελήματα αποχώρησης μέχρι την ημέρα που ο υπάλληλος ή ο εργάτης μεταφέρεται στην υπηρεσία του Συμβουλίου υπεύθυνο είναι το Συμβούλιο μέχρι και την ημέρα που ο υπάλληλος ή ο εργάτης αποχωρεί από την υπηρεσία του.

(3) Υπάλληλος ή εργάτης που μεταφέρεται στην υπηρεσία του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου αυτού απολαμβάνει, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο Συμβούλιο, όλα τα δικαιώματα και τα ωφελήματα και υπόκειται σε όλες τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των υπαλλήλων, σύμφωνα με τις διατάξεις, τους εσωτερικούς κανονισμούς και τις οδηγίες του Συμβουλίου.

(4) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους που αμέσως πριν από την ημερομηνία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου υπηρετούσαν στα κατά τόπους Γραφεία Επάρχων ως Κοινή Υπηρεσία των περιοχών βελτιώσεως κάθε επαρχίας και οι οποίοι θα παραμείνουν στην Κεντρική Υπηρεσία των Συμβουλίων στα Γραφεία των Επαρχιακών Διοικήσεων υπό την ευθύνη, την εποπτεία και το συντονισμό του οικείου Επάρχου με σκοπό τη συνέχιση της παροχής υπηρεσιών στα Συμβούλια:

Νοείται ότι όλα τα θέματα που αφορούν τη λειτουργία και τους υπαλλήλους των Κεντρικών Υπηρεσιών καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται από τον Υπουργό:

Νοείται περαιτέρω ότι οι δαπάνες για μισθούς και οι συντάξεις των υπαλλήλων που υπηρετούν στην Κεντρική Υπηρεσία των Συμβουλίων, καθώς και άλλα λειτουργικά έξοδα της υπηρεσίας αυτής, επιβαρύνουν όλα τα Συμβούλια κάθε επαρχίας και επιχορηγούνται από το κράτος κατά ποσοστό που δεν υπερβαίνει το πενήντα επί τοις εκατόν (50%) ή όπως αποφασίζεται από καιρό σε καιρό από το Υπουργικό Συμβούλιο.