ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αδικήματα και ποινές

19.-(1) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει οποιαδήποτε από τις διατάξεις-

(α) Του άρθρου 4

(β) του άρθρου 5(1) και 5(2)

(γ) του άρθρου 7

(δ) του άρθρου 8

(ε) του άρθρου 9(1)

(στ) του άρθρου 16(1) και 16(2),

τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, διαπράττει αδίκημα και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€ 10.000,00).

(2) Επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη προβλεπόμενη ποινή, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου καταδικάζεται πρόσωπο για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται, σε κατάλληλη περίπτωση, να διατάξει-

(α) Την άμεση παύση και/ή τη μη επανάληψη της παράνομης πράξης ή παράλειψης για την οποία χωρεί η καταδίκη και/ή

(β) τη μέσα σε ορισμένη προθεσμία λήψη διορθωτικών, κατά την κρίση του δικαστηρίου, μέτρων για την άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η πράξη ή η παράλειψη για την οποία χωρεί η καταδίκη και/ή

(γ) τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την εξάλειψη των συνεχιζόμενων επιπτώσεων της παράβασης.

(3) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορία εναντίον προσώπου για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται κατόπιν αίτησης να εκδώσει προσωρινό διάταγμα με το οποίο να διατάσσει προσωρινά την άμεση παύση οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης σχετικής με το υπό εκδίκαση αδίκημα και/ή τη ματαίωση οργανωμένου ταξιδιού και/ή την επιστροφή στους δικαιούχους των καταβληθέντων ποσών με ή χωρίς τόκο και/ή τη μέσα σε ορισμένη προθεσμία λήψη άλλων διορθωτικών, κατά την κρίση του δικαστηρίου, μέτρων για την άρση των συνεπειών οποιασδήποτε τέτοιας πράξης ή παράλειψης μέχρι την τελική εκδίκαση του αδικήματος.

(4) Ο τύπος, η σύνταξη, η καταχώρηση και η διαδικασία εκδίκασης της πιο πάνω αίτησης διέπονται κατ’ αναλογία από τις διατάξεις των περί Δικαστηρίων Νόμων, των περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμων και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών, που εφαρμόζονται αναφορικά με αίτηση έκδοσης προσωρινού διατάγματος σε πολιτικές υποθέσεις.

Ποινική ευθύνη αξιωματούχων νομικών προσώπων

20. Όταν αδίκημα το οποίο έχει διαπραχθεί από νομικό πρόσωπο, δυνάμει οποιασδήποτε από τις διατάξεις του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου, αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή την ανοχή, ή ότι οφείλεται σε αμέλεια, οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλου παρόμοιου αξιωματούχου του νομικού προσώπου, ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο εμφανιζόταν ότι ενεργεί με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα, το πρόσωπο αυτό καθώς και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχο του αδικήματος τούτου και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπει ο παρών Νόμος για το συγκεκριμένο αδίκημα.

Αδικήματα λόγω υπαιτιότητας άλλου προσώπου

21. Όταν η διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος δυνάμει οποιασδήποτε από τις διατάξεις του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου από οποιοδήποτε πρόσωπο οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη ενός άλλου προσώπου κατά την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του, το άλλο πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος και μπορεί δυνάμει του παρόντος άρθρου να διωχθεί ποινικά και να καταδικασθεί για το αδίκημα αυτό ανεξάρτητα αν ασκήθηκε ή μη ποινική δίωξη εναντίον του πρώτου αναφερόμενου προσώπου.

Παραγραφή

22. Ποινική δίωξη για αδίκημα δυνάμει οποιασδήποτε από τις διατάξεις του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου δε δύναται να ασκηθεί μετά την πάροδο τριών ετών από τη διάπραξη του αδικήματος ή ενός έτους από την ανακάλυψη του από την αρμόδια κατηγορούσα αρχή, οποιοδήποτε από αυτά ήθελε επισυμβεί νωρίτερα.

Ποινική δίωξη από οργανισμούς

22Α. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου σχετικού νόμου, ποινική δίωξη για οποιοδήποτε αδίκημα αναφέρεται στο άρθρο 19 δύναται να ασκήσει και η Εντεταλμένη Υπηρεσία, καθώς και νόμιμα συστημένοι οργανισμοί, οι οποίοι είτε δυνάμει νόμου είτε δυνάμει του καταστατικού τους θεμελιώνουν επαρκώς έννομο συμφέρον για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των μελών τους ή των καταναλωτών γενικά.