ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΣΥΜΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΩΝ
Έλεγχος περιοριστικών του εμπορίου συμπράξεων ή πράξεων επιχειρήσεων

3. Σε έλεγχο, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο, υπόκεινται όλες οι συμπράξεις ή πράξεις επιχειρήσεων που είναι ικανές ή επιτήδειες, ένεκα της σύμπραξης ή της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων στην αγορά ενός προϊόντος-

(α) να περιορίσουν την ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά ή

(β) να περιορίσουν σε αισθητό βαθμό τον ανταγωνισμό ή

(γ) να παραβλάψουν τα συμφέροντα των καταναλωτών.

Απαγόρευση περιοριστικών του εμπορίου συμπράξεων και ακυρότητα αυτών

4.-(1) Απαγορεύονται όλες οι συμπράξεις επιχειρήσεων που έχουν σαν αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, ιδιαίτερα δε οι συνιστάμενες-

(α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής

(β) στον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής, της διάθεσης, της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των επενδύσεων

(γ) στη γεωγραφική ή άλλη κατανομή των αγορών ή των πηγών προμήθειας

(δ) στην εφαρμογή ανόμοιων όρων για ισοδύναμες συναλλαγές, με συνέπεια ορισμένες επιχειρήσεις να τίθενται σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση

(ε) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή από μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, κατά τη φύση τους ή σύμφωνα με τις κρατούσες εμπορικές συνήθειες, δε συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.

(2) Οι κατά το άρθρο αυτό απαγορευμένες συμπράξεις, είναι άκυρες εξ υπαρχής.

(3) Κατ’ εξαίρεση, συμπράξεις επιχειρήσεων εμπίπτουσες στις προηγούμενες διατάξεις του άρθρου αυτού, δύνανται να επιτραπούν και να κριθούν έγκυρες κατά νόμο και ισχυρές είτε δυνάμει Διατάγματος είτε μετ’ απόφασης της Επιτροπής, εφόσο συντρέχουν οι εις το επόμενο άρθρο οριζόμενες προϋποθέσεις.

Εξαίρεση από τις διατάξεις του άρθρου 4 είτε κατά κατηγορία, με Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, είτε κατά περίπτωση, με ατομική εξαίρεση ύστερα από απόφαση της Επιτροπής

5.-(1) Σύμπραξη επιχειρήσεων ή κατηγορία συμπράξεων, που εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4, δύναται να επιτραπεί και να κριθεί έγκυρη κατά νόμο και ισχυρή εάν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Συμβάλλει, με εύλογη συμμετοχή των καταναλωτών στην προκύπτουσα ωφέλεια, στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής αγαθών ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου

(β) δεν επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς πέραν των απολύτως αναγκαίων προς επίτευξη των πιο πάνω σκοπών και

(γ) δεν επιτρέπει στις επιχειρήσεις στις οποίες αφορά η σύμπραξη τη δυνατότητα κατάργησης του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα της αγοράς του οικείου προϊόντος.

(2) Η εξαίρεση από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4 κατά κατηγορία συμπράξεων χορηγείται δυνάμει Διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου, που εκδίδεται από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά προηγούμενη αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής και δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(3) Συμπράξεις που ανήκουν σε κατηγορία διεπόμενη από Διάταγμα εκδοθέν κατά τις διατάξεις του εδαφίου (2) δεν απαιτείται να γνωστοποιηθούν.

(4) Η ατομική εξαίρεση συγκεκριμένης σύμπραξης από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4 χορηγείται με απόφαση της Επιτροπής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18 του παρόντος Νόμου.

Καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης

6.-(1) Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης στην αγορά ενός προϊόντος.

(2) Καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης συνιστά ειδικότερα οποιαδήποτε πράξη μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων, που κατέχει ή κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο σύνολο ή μέρος της εγχώριας αγοράς ενός προϊόντος, αν η πράξη αυτή έχει σαν αντικείμενο ή αποτέλεσμα ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα-

(α) τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό αθέμιτων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων μη θεμιτών υπό τις περιστάσεις όρων συναλλαγής

(β) στον περιορισμό της παραγωγής ή της διάθεσης, ή της τεχνολογικής ανάπτυξης προς ζημιά των καταναλωτών

(γ) στην εφαρμογή ανόμοιων όρων για ισοδύναμες συναλλαγές, με συνέπεια ορισμένες επιχειρήσεις να τίθενται σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση

(δ) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή από μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, κατά τη φύση τους ή σύμφωνα με τις κρατούσες εμπορικές συνήθειες, δε συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.

(3) Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτή ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη, προμηθευτή, παραγωγού, αντιπροσώπου, διανομέα ή εμπορικού συνεργάτη τους ακόμη κι ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δε διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση.

Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης μπορεί να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης, στη διακοπή εμπορικών σχέσεων με ανάληψη ή μεταφορά των δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται με τις εν λόγω εμπορικές σχέσεις κατά τρόπο που επηρεάζει ουσιωδώς τον ανταγωνισμό ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.

(4) Η Επιτροπή έχει την ευχέρεια να καλεί οποτεδήποτε επιχείρηση που κατά την κρίση της κατέχει, είτε αφ’ εαυτής είτε από κοινού με άλλες επιχειρήσεις, δεσπόζουσα θέση στην αγορά ενός προϊόντος, να της γνωστοποιεί στοιχεία αναφορικά με τις δραστηριότητες της και για τις διευθετήσεις της με άλλες επιχειρήσεις.

Εκ του Νόμου εξαιρέσεις

7. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται-

(α) Σε συμφωνίες που αναφέρονται σε μισθούς και όρους απασχόλησης και εργασίας.

(β) Σε επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των διατάξεων αυτών εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί από το Δημόσιο.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου τεκμαίρεται ότι η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου εμποδίζει, νομικά ή πραγματικά, την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής των πιο πάνω επιχειρήσεων όταν δεν υπάρχει οικονομικός ή τεχνικός τρόπος στη διάθεση των επιχειρήσεων αυτών που να συνάδει με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και να επιτρέπει την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί από το Δημόσιο.