Μέρος ΙΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Πειθαρχικόν Συμβούλιον

3. – (1) Συνιστάται Πειθαρχικόν Συμβούλιον προς άσκησιν, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των μη συγκρουομένων προς ταύτας διατάξεων του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου, ελέγχου και πειθαρχικής εξουσίας επί Φαρμακοποιών.

(2) Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον σύγκειται εκ Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου ή Ανωτέρου Επαρχιακού Δικαστού οριζομένου υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενός Δικηγόρου της Δημοκρατίας οριζομένου υπό του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, του Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και του Πρώτου Φαρμακοποιόυ ως (ex-officio) μελών, και εκ τριών Φαρμακοποιών, εξ ων ο εις δέον να έχη τουλάχιστον δεκαετή άσκησιν του επαγγέλαμτος, εκλεγομένων ανά τριετίαν υπό της τακτικής γενικής συνελεύσεως του Παγκυπρίου Φαρμακευτικού Συλλόγου, ως αιρετών μελών :

Νοείται ότι όταν το Πειθαρχικόν Συμβούλιον εξετάζη υπόθεσιν εναντίον Κυβερνητικού Φαρμακοποιού και η κατηγορούσα αρχή είναι ο Υπουργός ή η Ιατρική Υπηρεσία, ο Διευθυντής Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και ο Πρώτος Φαρμακοποιός δεν θα παρακάθηνται εις το Πειθαρχικόν Συμβούλιον αλλά θα αντικαθίστανται υπό δύο Φαρμακοποιών μη σχετιζομένων με την υπό εκδίκασιν υπόθεσιν και διοριζομένων υπό του Υπουργικού Συμβουλίου.

(3) Η θητεία των αιρετών μελών είναι τριετής, ταύτα δε ασκούσι το λειτούργημα αυτών μέχρι της εκλογής νέων αιρετών μελών :

Νοείται ότι παν αιρετόν μέλος ούτινος, η περίοδος της θητείας έχει λήξει θα εξακολουθή να ασκή το λειτούργημα αυτού προς τον σκοπόν της συμπληρώσεως οιασδήποτε πειθαρχικής διαδικασίας αρξαμένης προς της λήξεων της θητείας αυτού.

(4) Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου ή ο Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής, αναλόγως της περιπτώσεως, εν περιπτώσει δε απουσίας ή ανικανότητος αυτού καθήκοντα Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου ασκεί ο υπό του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας οριζόμενος Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

(5) Απαρτίαν συνιστώσι πέντε τουλάχιστον μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου εις α δέον να συμπεριλαμβάνεται ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή, εν περιπτώσει απουσίας ή ανικανότητος του Προέδρου, ο εκτελών καθήκοντα Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

(6) Αι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφίαν και εν περιπτώσει ισοψηφίας ο Πρόεδρος της συνεδριάσεως κέκτηται δευτέραν ή νικώσαν ψήφον :

Νοείται ότι η γνώμη του Προέδρου ως προς οιονδήποτε κατά την κρίσιν αυτού νομικόν σημείον εγειρόμενον κατά την πειθαρχικήν διαδικασίαν είναι δεσμευτική διά τα άλλα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

Πειθαρχικά μέτρα

4. –(1) Εάν Φαρμακοποιός καταδικασθή υπό Δικαστηρίου δι’ οιονδήποτε αδίκημα το οποίον, κατά την κρίσιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ενέχει ηθικήν αισχρότητα ή εάν Φαρμακοποιός είναι, κατά την κρίσιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ένοχος ατιμωτικής ή επονειδίστου διαγωγής ή διαγωγής ασυμβιβάστου προς το φαρμακευτικόν επάγγελμα ή εάν ούτος επέτυχε την εγγραφήν του ως Φαρμακοποιού δυνάμει του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου διά ψευδών ή δολίων παραστάσεων, το Πειθαρχικόν Συμβούλιον δύναται-

(α) να διατάξη την εκ του Μητρώου Εγγραφής Φαρμακοποιών διαγραφήν του ονόματος αυτού.

(β) να διατάξη αναστολήν ασκήσεως του φαρμακευτικού επαγγέλματος διά τοιαύτην χρονικήν περίοδον οίαν το Πειθαρχικόν Συμβούλιον ήθελε κρίνει πρέπουσαν.

(γ) να διατάξη όπως ο Φαρμακοποιός πληρώση υπό τύπον προστίμου ποσόν μη υπερβαίνον τας πεντακοσίας λίρας.

(δ) να επιβάλη εις τον Φαρμακοποιόν την ποινήν της επιπλήξεως ή της εγγράφου επιπλήξεως.

(ε) να εκδώση τοιούτο διάταγμα όσον αφορά την πληρωμήν των εξόδων της πειθαρχικής διαδικασίας οίον το Πειθαρχικόν Συμβούλιον ήθελε κρίνει υπό τας περιστάσεις εύλογον :

Νοείται ότι εις λίαν εξαιρετικάς περιπτώσεις καθ’ ας νέα αθωωτικά αποδεικτικά στοιχεία μη διαθέσιμα κατά την ακρόασιν της ποινικής υποθέσεως καθίστανται διαθέσιμα και δύνανται να προσαχθώσιν ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά την πειθαρχικήν διαδικασίαν, το Πειθαρχικόν Συμβούλιον κέκτηται εξουσίαν όπως εξετάση τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία και προβή εις επανεκτίμησιν των γεγονότων επί τη βάσει των οποίων ο Φαρμακοποιός κατεδικάσθη.

(2) Φαρμακοποιός διωχθείς διά ποινικόν αδίκημα και μη ευρεθείς ένοχος δεν δύναται να διωχθή πειθαρχικώς επί τη αυτή κατηγορία, δύναται όμως να διωχθή διά πειθαρχικόν αδίκημα προκύπτον εκ διαγωγής αυτού η οποία σχετίζεται μεν προς την ποινικήν υπόθεσιν αλλά δεν εγείρει το αυτό επίδικον θέμα ως το της κατηγορίας κατά την ποινικήν δίωξιν.

(3) Η διαπίστωσις των πραγματικών περιστατικών εν αποφάσει εκδοθείση εν αγωγή Πολιτικού Δικαστηρίου εις ην Φαρμακοποιός υπήρξε διάδικος γίνεται δεκτή υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου ως εκ πρώτης όψεως (prima facie) μαρτυρία.

Πειθαρχική διαδικασία

5.–(1) Πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου άρχεται -

(α) υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου αυτεπαγγέλτως.

(β) υπό του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας.

(γ) υπό του Υπουργού.

(δ) επί τη προς το Πειθαρχικόν Συμβούλιον καταγγελία οιουδήποτε Δικαστηρίου ή του Συμβουλίου ή της Επιτροπής οιουδήποτε Τοπικού Φαρμακευτικού Συλλόγου.

(ε) δι’ αιτήσεως τη αδεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου, οιουδήποτε ατόμου όπερ έχει εύλογον αιτίαν παραπόνου κατά της διαγωγής του Φαρμακοποιού.

(2) Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον, εν τη ασκήσει της πειθαρχικής αυτού εξουσίας, κέκτηται, εφ’ όσον τούτο είναι πρακτικώς δυνατόν, πάσας τας υπό του Δικαστηρίου εν τη ακροάσει συνοπτικώς ποινικής υποθέσεως κεκτημένας εξουσίας και ασκεί την πειθαρχικήν αυτού εξουσίαν ως Δικαστήριον εν τη ασκήσει της συνοπτικής ποινικής αυτού διαδικασίας.

(3) Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη, τη εγκρίσει του Υπουργικού Συμβουλίου, Κανονισμούς ρυθμίζοντας την άσκησιν των ιδίων αυτού αρμοδιοτήτων, τα της εσωτερικής αυτού λειτουργίας, την ενώπιον αυτού διαδικασίαν και παν έτερον συναφές θέμα το οποίον δυνάμει του παρόντος Νόμου χρήζει ή είναι επιδεκτικόν ρυθμίσεως :

Νοείται ότι, μέχρις ότου εκδοθώσι τοιούτοι Κανονισμοί, αι σχετικαί πρόνοιαι των υπό του Συμβουλίου Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων εκδοθεισών και δημοσιευθεισών υπ’ αριθμόν γνωστοποιήσεως 220 εις το Τρίτον Παράρτημα της επισήμου εφημερίδος της Δημοκρατίας της 2ας Ιουνίου 1949, μονίμων Διατάξεων θα εξακολουθήσωσιν εφαρμοζόμεναι εφ’ όσον δεν αντίκεινται προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(4) Πάσα απόφασις του Πειθαρχικού Συμβουλίου θα θεωρήται ως Διάταγμα Δικαστηρίου ασκούντος συνοπτικήν διαδικασίαν και θα εκτελήται κατά τον αυτόν τρόπον ως και διάταγμα του Δικαστηρίου τούτου.