ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Δεκασμός και Κατάχρηση Εξουσίας
Δεκασμός δημόσιου λειτουργού

100. Όποιος-

(α) είναι δημόσιος λειτουργός και είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος λόγω του λειτουργήματος του, με τέτοιο τρόπο που υποδηλώνει δεκασμό ζητά, δέχεται ή παίρνει ή συμφωνεί ή αποπειράται να δεχτεί ή να πάρει περιουσία ή ωφέλημα οποιουδήποτε είδους για τον εαυτό του ή για άλλον, για χάρη εκτέλεσης ή μελλοντικής ενέργειας ή παράλειψης κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του λειτουργήματος του ή

(β) με τέτοιο τρόπο που υποδηλώνει δεκασμό, δίνει παρέχει ή προμηθεύει, ή υπόσχεται ή προσφέρεται να δώσει ή να παρέχει ή να προμηθεύει ή να αποπειραθεί να προμηθεύσει, σε δημόσιο λειτουργό ή σε άλλο, περιουσία, ή ωφελήματα οποιουδήποτε είδους για χάρη τέτοιας ενέργειας ή παράλειψης από τέτοιο δημόσιο λειτουργό,

είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι επτά χρόνια και σε χρηματική ποινή μέχρι εκατό χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο ποινές, η δε περιουσία του, αντικείμενο του δεκασμού, υπόκειται σε δήμευση σύμφωνα με τον περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμο.

Απόσπαση από δημόσιο λειτουργό

101. Δημόσιος λειτουργός που παίρνει ή που δέχεται από άλλο για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανάγονται στην υπηρεσία του, οποιαδήποτε αμοιβή πέρα από τον κανονικό μισθό και των απολαβών του ή την υπόσχεση τέτοιας, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων και σε χρηματική ποινή.

Δωροληψία για επίδειξη εύνοιας από δημόσιο λειτουργό

102. Δημόσιος λειτουργός, που παίρνει περιουσία ή ωφέλημα πάσης φύσης υπό το ρητό ή σιωπηρό όρο, ότι αυτός θα ευνοήσει εκείνο που προσφέρει ή δίνει την περιουσία ή οποιοδήποτε άλλο, για τον οποίο ενδιαφέρεται εκείνος που προσφέρει, σε εκκρεμή συναλλαγή ή σε συναλλαγή η οποία ενδέχεται να προκύψει μεταξύ εκείνου που προσφέρει ή άλλου, για τον οποίο αυτός ενδιαφέρεται και οποιουδήποτε δημόσιου λειτουργού, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων και σε χρηματική ποινή.

Λειτουργοί επιφορτισμένοι με τη διαχείριση περιουσίας ειδικού χαρακτήρα ή με ειδικά καθήκοντα

103. Δημόσιος λειτουργός, ο οποίος είναι επιφορτισμένος λόγω του λειτουργήματος του, με δικαστικά ή διοικητικά καθήκοντα αναφορικά με περιουσία ειδικού χαρακτήρα ή αναφορικά με τη διεξαγωγή βιομηχανίας, εμπορίου, ή επιχείρησης ειδικού χαρακτήρα, ο οποίος, αφού απέκτησε ή κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ιδιωτικό συμφέρον σε οποιαδήποτε τέτοια περιουσία, βιομηχανία, εμπόριο ή επιχείρηση, ασκεί τέτοια περιουσία, βιομηχανία, εμπόριο ή επιχείρηση στην οποία έχει τέτοιο συμφέρο ή αναφορικά με τη διαγωγή οποιουδήποτε προσώπου σχετικά με τα πιο πάνω, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.

Ψευδείς αξιώσεις από δημόσιους λειτουργούς

104. Δημόσιος λειτουργός, στα υπηρεσιακά καθήκοντα του οποίου ανάγεται η υποχρέωση ή η δυνατότητα παροχής απολογισμών ή δηλώσεων σχετικά με οποιοδήποτε χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί ή που αξιώνει ότι πρέπει να καταβληθεί σε αυτόν ή άλλον ή σχετικά με οποιοδήποτε άλλο θέμα που έχει ανάγκη πιστοποίησης για το σκοπό πληρωμής ή της παράδοσης αγαθών σε οποιοδήποτε πρόσωπο, ο οποίος εκδίδει απολογισμό ή δήλωση σχετικά με τέτοιο θέμα, η οποία είναι σε γνώση του ότι είναι ψευδής ως προς ουσιώδες στοιχείο της, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων και σε χρηματική ποινή.

Κατάχρηση εξουσίας

105. Δημόσιος λειτουργός, ο οποίος κατά κατάχρηση εξουσίας που ανάγεται στα καθήκοντα του, ενεργεί ή διατάσσει την ενέργεια οποιασδήποτε αυθαίρετης πράξης που παραβλάπτει τα δικαιώματα άλλου, είναι ένοχος πλημμελήματος.

Αν ο υπαίτιος απέβλεπε με τέτοια πράξη σε κέρδος, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά (7) χρόνων.

Επηρεασμός αρμόδιας αρχής

105Α.—(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο προσπαθεί με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε αρχή, επιτροπή, συλλογικό όργανο ή μέλος αυτών ή οποιοδήποτε δημόσιο λειτουργό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους σε σχέση με διαδικασία πρόσληψης, διορισμού, προαγωγής, τοποθέτησης, μετάθεσης ή άσκησης πειθαρχικής εξουσίας σε κρατική υπηρεσία, υπέρ του ιδίου ή υπέρ ή κατά οποιουδήποτε άλλου προσώπου, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο ποινές:

Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις σύστασης από οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει υπηρεσιακή αρμοδιότητα ή δικαίωμα ή υποχρέωση που εκπη- γάζει από οποιοδήποτε νόμο ή κανονισμό σχετικά με την πρόσληψη, διορισμό, προαγωγή, τοποθέτηση, μετάθεση ή άσκηση πειθαρχικής εξουσίας.

(2) Οποιοδήποτε μέλος αρχής, επιτροπής, συλλογικού οργάνου ή οποιοσδήποτε δημόσιος λειτουργός έχει προσεγγισθεί προς το σκοπό επηρεασμού του, όπως αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο και έχει παραλείψει να καταγγείλει το πρόσωπο που το έχει προσεγγίσει στον Αστυνομικό Διευθυντή της επαρχίας όπου διεπράχθη το αδίκημα εντός τριών ημερών από τη διάπραξή του, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου «κρατική υπηρεσία» σημαίνει τη δημόσια υπηρεσία και τη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία της Δημοκρατίας, την υπηρεσία στις Ένοπλες Δυνάμεις ή τις Δυνάμεις Ασφαλείας της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει την υπηρεσία εργατών και την υπηρεσία προσώπων που προσλαμβάνονται σε έκτακτη βάση δυνάμει του περί Προσλήψεως Εκτάκτων Υπαλλήλων (Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία) Νόμου, του περί Προσλήψεως Εκτάκτων Υπαλλήλων εις την Υπηρεσίαν Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου Νόμου και του περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Έκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμου και την υπηρεσία σε νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου ή άλλο οργανισμό, μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητας, του οποίου η διοίκηση τελεί υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας με το διορισμό της πλειονότητας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από το κράτος.

(4) Ποινική δίωξη για αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν ασκείται παρά μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με την έγκρισή του.

Ποινική δίωξη από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

106. Ποινική δίωξη για ποινικό αδίκημα δυνάμει οποιουδήποτε από τα άρθρα 103, 104 και 105, δεν ασκείται παρά μόνο από το Γενικό Εισαγελέα της Δημοκρατίας ή με την έγκριση του.

Ψευδή πιστοποιητικά από δημόσιους λειτουργούς

107. Όποιος, έχει από το νόμο εξουσία ή υποχρέωση για έκδοση πιστοποιητικού, σχετικά με οποιοδήποτε θέμα, εξ αιτίας του οποίου είναι δυνατόν να παραβλαβούν τα δικαιώματα οποιουδήποτε προσώπου, εκδίδει πιστοποιητικό, το οποίο είναι σε γνώση του ότι είναι ψευδές ως προς ουσιώδες στοιχείο του, είναι ένοχος πλημμελήματος.

Αντιποίηση εξουσίας

108. Όποιος-

(α) αντιποιείται την ιδιότητα δικαστικού λειτουργού ή

(β) αντιποιείται την ιδιότητα προσώπου που έχει σύμφωνα με το νόμο εξουσία να επάγει όρκο ή να δέχεται επίσημη δήλωση ή βεβαίωση ή ένορκο δήλωση ή να ενεργεί οποιαδήποτε άλλη πράξη δημόσιας φύσης, η οποία δύναται να ενεργηθεί μόνο από τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα σύμφωνα με το νόμο για αυτό ή

(γ) παριστάνει τον εαυτό του ότι είναι εξουσιοδοτημένος σύμφωνα με το νόμο για την υπογραφή εγγράφου που βεβαιώνει το περιεχόμενο οποιουδήποτε μητρώου ή αρχείου που τηρείται σύμφωνα με το νόμο ή που βεβαιώνει οποιοδήποτε γεγονός ή συμβάν και υπογράφει τέτοιο έγγραφο ως να είναι εξουσιοδοτημένος για αυτό, είναι σε γνώση του ότι δεν είναι πράγματι εξουσιοδοτημένος για αυτό, είναι ένοχος πλημμελήματος.

Αντιποίηση δικαιώματος στολής, κλπ.

108Α. Όποιος δημόσια και χωρίς δικαίωμα φορεί τη στολή ή άλλο διακριτικό σημείο μέλους του στρατού ή της εθνικής φρουράς ή της αστυνομίας τα οποία δε δικαιούται να φορεί ή να χρησιμοποιεί, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκιση δώδεκα μηνών ή με πρόστιμο χίλιων λιρών ή και με τις δύο ποινές.

Πλαστοπροσωπία από δημόσιο λειτουργό

109. Όποιος-

(α) πλαστοπροσωπεί δημόσιο λειτουργό, σε περίπτωση κατά την οποία, από τον τελευταίο απαιτείται να διενεργήσει οποιαδήποτε πράξη ή να παρευρεθεί σε οποιοδήποτε μέρος λόγω του λειτουργήματος του ή

(β) παριστάνει τον εαυτό του ψευδώς ότι είναι δημόσιος λειτουργός και αναλαμβάνει να διενεργήσει οποιαδήποτε πράξη ή να παρευρεθεί σε οποιοδήποτε μέρος με σκοπό να διενεργήσει οποιαδήποτε πράξη λόγω του λειτουργήματος του, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.

Ποινικά αδικήματα κατά την Απονομή Δικαιοσύνης
Ψευδορκία και πρόκληση σε ψευδορκία

110.-(1) Όποιος γνωρίζει ότι προβαίνει σε ψευδή κατάθεση σε δικαστική διαδικασία ή για το σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας, που αφορά σε ο,τιδήποτε ουσιώδες για ζήτημα, το οποίο είτε εκκρεμεί είτε σκοπεύεται να εγερθεί στην πιο πάνω διαδικασία, είναι ένοχος πλημμελήματος, το οποίο καλείται ψευδορκία.

Είναι αδιάφορο κατά πόσο-

- η κατάθεση δόθηκε με όρκο ή με οποιαδήποτε άλλη νόμιμη διαβεβαίωση, ή

- οι τύποι και η διαδικασία που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επαγωγή του όρκου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο δέσμευση αυτού που καταθέτει να πει την αλήθεια, αν συναίνεσε στη χρήση τους, ή

- η ψευδή κατάθεση δόθηκε προφορικά ή γραπτά, ή

- το Δικαστήριο ήταν συγκροτημένο κανονικά ή συνήλθε στον αρμόζοντα τόπο, αν αυτό ενεργεί πράγματι ως Δικαστήριο στη διαδικασία κατά την οποία δόθηκε τέτοια κατάθεση, ή

- αυτός που καταθέτει ήταν ικανός μάρτυρας ή όχι, ή κατά πόσο η κατάθεση ήταν αποδεκτή σε αυτή τη διαδικασία.

(2) Όποιος προκαλεί άλλο να διαπράξει ψευδορκία, την οποία αυτός που έχει προκληθεί πράγματι τη διαπράττει, κατά συνέπεια τέτοιας πρόκλησης, είναι ένοχος πλημμελήματος, το οποίο καλείται πρόκληση σε ψευδορκία.

Ποινή ψευδορκίας

111. Όποιος διαπράττει το ποινικό αδίκημα της ψευδορκίας ή της πρόκλησης σε ψευδορκία, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα επτά χρόνια.

Απόδειξη ψευδορκίας

112. Κανένας δεν δύναται να καταδικαστεί για ψευδορκία ή για πρόκληση σε ψευδορκία αποκλειστικά και μόνο με βάση τη μαρτυρία ενός προσώπου ως προς το ψευδές οποιασδήποτε κατάθεσης για την οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι είναι ψευδής.

Αντιφατικές μαρτυρικές καταθέσεις, και τρόποι απόδειξης του ποινικού αδικήματος

113.-(1) Όποιος-

(α) είναι μάρτυρας σε ποινική δίκη όχι συνοπτική, καταθέτει εσκεμμένα κάτι που τείνει να αποδείξει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, το οποίο είναι ασυμβίβαστο ή αντιφάσκει με ότι κατέθεσε αυτός, αφού εξετάστηκε ως μάρτυρας για το ίδιο ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ή

(β) αυτός που κατηγόρησε ή κατάγγειλε με όρκο ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, μετά από αυτά κατά την εξέταση του ως μάρτυρα κατά την έρευνα τέτοιας κατηγορίας ή καταγγελίας ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, εσκεμμένα καταθέτει κάτι που τείνει να αποδείξει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, το οποίο είναι ασυμβίβαστο ή αντιφάσκει σε ότι αυτός κατάθεσε κατά την ένορκη κατηγορία ή καταγγελία,

θεωρείται ότι κατέθεσε ψευδώς, με βάση την έννοια του άρθρου 110.

(2) Όποιος ως μάρτυρας σε συνοπτική δίκη ή σε δίκη ενώπιον του κακουργιοδικείου καταθέτει κάτι που τείνει να αποδείξει την ενοχή ή την αθωότητα οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο είναι ασυμβίβαστο ή αντιφάσκει σε κατάθεση, που έδωσε προηγουμένως σε δικαιούμενο πρόσωπο ή που έχει εξουσία δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου που είναι σε ισχύ στην διενέργεια ανακρίσεων σε συνάφεια με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές:

Νοείται ότι για την απόδειξη κατηγορίας που προσάγεται δυνάμει του άρθρου αυτού δεν είναι απαραίτητο να αποδειχτεί το ψεύδος καθεμιάς από τις ασυμβίβαστες ή αντιφατικές καταθέσεις, αλλά, όταν αποδειχτεί ότι και οι δύο καταθέσεις δόθηκαν από τον κατηγορούμενο το Δικαστήριο το οποίο τον δικάζει δυνατόν να εκδώσει καταδικαστική απόφαση, αν κρίνει ότι οι καταθέσεις ή καθεμιά από αυτές δόθηκαν με σκοπό την εξαπάτηση του Δικαστηρίου ή του προσώπου το οποίο δόθηκαν και την πλημμελή απόδειξη της ενοχής με αυτό τον τρόπο ή της αθωότητας οποιουδήποτε προσώπου για το ποινικό αδίκημα σε συνάφεια με εκείνο το οποίο δόθηκαν οι καταθέσεις.

(3) Το Κακουργιοδικείο, το οποίο ήθελε αποφασίσει την παραπομπή προσώπου σε δίκη για ψευδή μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του σε οποιαδήποτε διαδικασία, δύναται, αν το Δικαστήριο ήθελε κρίνει σκόπιμον, να αποφασίσει όπως το πρόσωπο αυτό παραπεμφθεί σε δίκη και δικαστεί κατά την ίδια συνεδρία του Δικαστηρίου.

Ψευδείς πληροφορίες σε αστυνομικό

114. Όποιος, γνωρίζει ή έχει λόγο να πιστεύει ότι διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα, παρέχει πληροφορίες για αυτό σε αστυνομικό ή άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο για τη διενέργεια ανάκρισης για τέτοιο αδίκημα, τις οποίες αυτός γνωρίζει ή πιστεύει ότι είναι ψευδείς, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση ενός χρόνου.

Δημόσια βλάβη

115. Όποιος, γνωρίζει ότι δίνει σε οποιοδήποτε αστυνομικό ψευδή κατάθεση σε συνάφεια με κατά φαντασία ποινικό αδίκημα, είναι ένοχος δημόσιας βλάβης, και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση ενός χρόνου.

Κατάρτιση πλαστών αποδεικτικών στοιχείων

116. Όποιος, με σκοπό παραπλάνησης Δικαστηρίου σε οποιαδήποτε διαδικασία-

(α) πλάθει αποδεικτικό στοιχείο με μέσα διαφορετικά από ψευδορκία ή πρόκληση σε ψευδορκία ή

(β) εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό αποδεικτικό στοιχείο,

είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.

Δόση ψευδούς όρκου

117. Όποιος ορκίζεται με ψευδή όρκο ή προβαίνει σε ψευδή βεβαίωση ή δήλωση ενώπιον προσώπου εξουσιοδοτημένου να επαγάγει όρκο ή να δεχτεί δήλωση υπό τέτοιες περιστάσεις, ώστε αν ο ψευδής όρκος δινόταν ή η ψευδής δήλωση γινόταν σε δικαστική διαδικασία θα ισοδυναμούσε με ψευδορκία, είναι ένοχος πλημμελήματος.

Υποκίνηση μαρτύρων σε ψευδή ή σε απόκρυψη αληθινής μαρτυρίας

118. Όποιος, παρέχει, προσφέρει ή υπόσχεται ανταμοιβή σε μάρτυρα ή πρόσωπο το οποίο πρόκειται να κληθεί ως μάρτυρας σε δικαστική διαδικασία βάσει οποιασδήποτε συμφωνίας ή συνεννόησης ότι η μαρτυρική κατάθεση του δυνατόν ως εκ τούτου να επηρεαστεί, ή αυτός που αποπειράται με οποιοδήποτε μέσο να υποκινήσει μάρτυρα στην παροχή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων ή σε απόκρυψη αληθινής μαρτυρίας, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.

Εξαπάτηση μάρτυρα

119. Όποιος με δόλο ή απάτη, ή γνωρίζει ότι δίνει ή επιδεικνύει ψευδή δήλωση, παράσταση, τεκμήριο ή γραπτό, σε μάρτυρα που κλήθηκε ή και πρόκειται να κληθεί σε δικαστική διαδικασία με σκοπό να επηρεάσει τη μαρτυρική του κατάθεση, είναι ένοχος πλημμελήματος.

Καταστροφή αποδεικτικού στοιχείου

120. Όποιος, εν γνώσει του ότι βιβλίο, έγγραφο ή άλλο πράγμα οποιουδήποτε είδους δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ή δυνατόν να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο σε δικαστική διαδικασία, με σκοπό να αποτρέψει τη χρήση του ως αποδεικτικό στοιχείο, εσκεμμένα καταστρέφει ή καθιστά αυτό δυσανάγνωστο ή ακατανόητο ή αδύνατο να προσδιοριστεί η ταυτότητα του, είναι ένοχος πλημμελήματος.

Συνωμοσία για ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης και επηρεασμός μαρτύρων

121. Διαπράττει πλημμέλημα όποιος-

(α) συνωμοτεί με άλλο να κατηγορήσουν ψευδώς άλλο για κάποιο έγκλημα ή να διαπράξουν ο,τιδήποτε για παρεμπόδιση, αποτροπή, εκτροπή ή ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης ή

(β) με σκοπό παρεμπόδισης της κανονικής πορείας της δικαιοσύνης μεταπείθει, παρεμποδίζει ή αποτρέπει οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι νόμιμα υπόχρεο να εμφανιστεί και να δώσει μαρτυρία ως μάρτυρας, ή αποπειράται να διαπράξει με αυτό τον τρόπο ή

(γ) παρεμποδίζει ή με οποιοδήποτε τρόπο παρεμβαίνει στην εκτέλεση ή γνωρίζει ότι αποτρέπει την εκτέλεση νόμιμου εντάλματος ή δικογράφου, αστικού ή ποινικού.

Παρεμπόδιση δικαστών, κλπ. και παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία

122. Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη-

(α) προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να αποτρέψει κάποιο πρόσωπο από το να ενεργήσει με οποιαδήποτε δικαστική ιδιότητα ή με οποιοδήποτε τρόπο ως συνήγορος, μάρτυρας ή διάδικος σε δικαστική διαδικασία

(β) προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ή οποιαδήποτε αστυνομική έρευνα που διεξάγεται με σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας ή έρευνα που διεξάγεται με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου,

είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.

Συμβιβασμός κακουργημάτων

123. Όποιος απαιτεί, δέχεται ή παίρνει ή συμφωνεί ή αποπειράται να δεχτεί ή να πάρει περιουσία ή ωφέλημα οποιουδήποτε είδους για τον εαυτό του ή για άλλο, με βάση οποιασδήποτε συμφωνίας ή συνεννόησης ότι θα συμβιβάσει ή θα συγκαλύψει κακούργημα, το οποίο δεν είναι συμβιβάσιμο σύμφωνα με το νόμο ή ότι δε θα ασκήσει ή ότι θα διακόψει ή θα καθυστερήσει την ποινική δίωξη τέτοιου κακουργήματος ή θα κατακρατήσει οποιοδήποτε σχετικό αποδεικτικό στοιχείο, είναι ένοχος πλημμελήματος.

Συμβιβασμός ποινικών αγωγών

124. Όποιος αφού εγείρει ή προσποιούμενος ότι θα εγείρει ποινική αγωγή εναντίον άλλου προσώπου με βάση κάποιου ποινικού νόμου με σκοπό να πάρει από αυτό ποινική αποζημίωση για ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε ή για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι διαπράχτηκε από το εν λόγω πρόσωπο, συμβιβάζει αυτή χωρίς τη διαταγή ή τη συναίνεση του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εγέρθει ή που πρόκειται να εγερθεί η αγωγή, είναι ένοχος πλημμελήματος.

Διαφημίσεις κλοπιμαίων

125. Όποιος-

(α) προσφέρει δημόσια αμοιβή για την επιστροφή κλοπιμαίων, ή απολωλότων και στην προσφορά χρησιμοποιεί λέξεις από τις οποίες φανερώνεται ότι καμιά ερώτηση δεν θα του υποβληθεί ή ότι αυτός που θα τα φέρει δε θα συλληφθεί ή θα ενοχληθεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ή

(β) προσφέρεται δημόσια να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό που καταβλήθηκε για την αγορά των κλοπιμαίων ή απολεσθέντων ή οποιοδήποτε ποσό που χορηγήθηκε με τη μορφή δανείου για αυτά, σε αυτόν που τα αγόρασε ή που έδωσε δάνειο ή θα δώσει οποιοδήποτε άλλο χρηματικό ποσό, ή αμοιβή για την επιστροφή τους ή

(γ) εκτυπώνει ή δημοσιεύει τέτοια προσφορά,

είναι ένοχος πλημμελήματος.

Αποδοχή αμοιβής με τρόπο που υποδηλώνει δεκασμό

126. Όποιος με τρόπο ο οποίος υποδηλώνει δεκασμό λαμβάνει χρήματα ή αμοιβή ή άμεσα ή έμμεσα, με το πρόσχημα ή ότι βοήθησε άλλο να ανακτήσει περιουσία η οποία κλάπηκε ή αποκτήθηκε ή πάρθηκε κάτω από περιστάσεις οι οποίες ανάγονται σε κακούργημα ή πλημμέλημα, είναι ένοχος κακουργήματος, (εκτός αν κατέβαλε την επιμέλεια που αρμόζει για να επιτευχτεί η ποινική δίωξη του υπαίτιου για αυτό) και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.

Ελευθέρωση, Απόδραση κρατουμένων και παρεμπόδιση Δικαστικών Λειτουργών
Ορισμοί νόμιμης κράτησης, φυλακής και αστυνομικού κρατητηρίου

126Α.  Για τους σκοπούς των άρθρων 127, 128, 129 και 129Α-

«νόμιμη κράτηση» σημαίνει στέρηση της ελευθερίας προσώπου, δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 του Άρθρου 11 του Συντάγματος.

«φυλακή» και «αστυνομικό κρατητήριο» έχουν την έννοια που αποδίδει στους όρους αυτούς ο περί Φυλακών Νόμος.

Ελευθέρωση κρατουμένου

127.(1) Πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί ή απειλεί να χρησιμοποιήσει πραγματική βία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ή περιουσίας κατά ή αμέσως πριν ή αμέσως μετά τη στέρηση της ελευθερίας προσώπου, με σκοπό να ελευθερώσει το πρόσωπο αυτό από νόμιμη κράτηση ή να εμποδίσει τη στέρηση της ελευθερίας του, είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα επτά έτη.

(2) Πρόσωπο το οποίο με οποιοδήποτε τρόπο και χωρίς τη χρήση βίας κατά ή αμέσως πριν ή αμέσως μετά τη στέρηση της ελευθερίας προσώπου παρέχει συνδρομή, με σκοπό να ελευθερώσει πρόσωπο που βρίσκεται υπό νόμιμη κράτηση, είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.

Απόδραση προσώπου που τελεί υπό νόμιμη κράτηση

128. Πρόσωπο το οποίο είτε με τη χρήση βίας είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο διαφύγει ή αποπειράται να διαφύγει-

(α) από τη φυλακή ή αστυνομικό κρατητήριο ή

(β) ενόσω τελεί υπό νόμιμη κράτηση και βρίσκεται υπό τον έλεγχο, την εποπτεία και την ευθύνη του Αρχηγού της Αστυνομίας ή

(γ) ενόσω τελεί υπό νόμιμη κράτηση και βρίσκεται υπό τον έλεγχο και ή την εποπτεία και ευθύνη του Διευθυντή των Φυλακών ή

(δ) ενόσω τελεί υπό νόμιμη κράτηση και βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου ή

(ε) ενόσω τελεί υπό νόμιμη κράτηση και βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Διευθυντή του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης,

είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.

Παροχή συνδρομής για τη διαφυγή προσώπου που τελεί υπό νόμιμη κράτηση

129. Πρόσωπο το οποίο παρέχει συνδρομή σε πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση για να διαφύγει της κράτησής του ή μεταφέρει ή μεριμνά να μεταφερθεί οτιδήποτε εντός της φυλακής ή των αστυνομικών κρατητηρίων, το οποίο δύναται να χρησιμοποιηθεί για να διευκολύνει τη διαφυγή του προσώπου που τελεί υπό νόμιμη κράτηση, είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη.

Μεταφορά κινητού τηλεφώνου ή φορητού μέσου επικοινωνίας στα αστυνομικά κρατητήρια.

129Α. Πρόσωπο το οποίο μεταφέρει ή μεριμνά να μεταφερθεί εντός των αστυνομικών κρατητηρίων κινητό τηλέφωνο ή οποιοδήποτε φορητό μέσο επικοινωνίας, με σκοπό όπως τούτο περιέλθει στην κατοχή προσώπου που τελεί υπό νόμιμη κράτηση, είναι ένοχο πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.

Άρνηση ή παραμέληση παροχής συνδρομής για την πρόληψη εγκλήματος

130. Όποιος, όταν διαταχθεί νόμιμα από δημόσιο λειτουργό, όργανο τήρησης της τάξης ή άλλο πρόσωπο να παρέχει συνδρομή για την πρόληψη εγκλήματος ή για τη σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου ή για την αποτροπή ελευθέρωσης ή της απόδρασης οποιουδήποτε προσώπου, αρνείται ή παραμελεί να παρέχει την απαιτούμενη συνδρομή στο μέτρο των δυνάμεων του, είναι ένοχος πλημμελήματος.

Παραβίαση κατάσχεσης

131. Όποιος εν γνώσει του και με σκοπό παρεμπόδισης ή ματαίωσης της κατάσχεσης ή εντάλματος παίρνει, μετακινεί, κατακρατεί, κρύβει ή διαθέτει πράγμα που κατασχέθηκε ή που πάρθηκε δυνάμει εξουσιοδότησης Δικαστηρίου, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.

Παρεμπόδιση δικαστικών λειτουργών

132. Όποιος εσκεμμένα παρεμποδίζει ή αντιστέκεται σε πρόσωπο, το οποίο νόμιμα του ανατέθηκε η εκτέλεση διατάγματος ή εντάλματος Δικαστηρίου, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.

Ποικίλα Ποινικά Αδικήματα εναντίον της Δημόσιας Εξουσίας
Δόλος και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό

133. Όποιος δημόσιος λειτουργός, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του λειτουργήματος του, διενεργεί δόλο ή κατάχρηση εμπιστοσύνης που επηρεάζει το κοινό, είναι ένοχος πλημμελήματος, ανεξάρτητα αν ο δόλος αυτός ή η κατάχρηση εμπιστοσύνης θα ήταν ή όχι αξιόποινη αν γινόταν εναντίον ιδιώτη.

Παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος

134. Δημόσιος λειτουργός που εσκεμμένα παραμελεί την εκτέλεση καθήκοντος, το οποίο έχει σύμφωνα με το νόμο υποχρέωση να εκτελέσει, είναι ένοχος πλημμελήματος, νοουμένου ότι η εκτέλεση τέτοιου καθήκοντος δε θα επιφέρει μεγαλύτερο κίνδυνο από εκείνο τον οποίο θα αναμενόταν να αντιμετωπίσει άνθρωπος συνηθισμένου σθένους και ενεργητικότητας.

Παραβίαση υπηρεσιακού απόρρητου και αποκάλυψη κρατικού απόρρητου

135.-(1) Δημόσιος λειτουργός που δημοσιεύει ή που γνωστοποιεί πληροφορία ή περιστατικό το οποίο πληροφορήθηκε ή έγγραφο το οποίο παρέλαβε λόγω του λειτουργήματος του και τα οποία έχει υποχρέωση να τηρήσει απόρρητα, εκτός από το πρόσωπο στο οποίο έχει υποχρέωση να δημοσιεύσει ή να γνωστοποιήσει αυτά, είναι ένοχος πλημμελήματος.

(2) Δημόσιος λειτουργός, που χωρίς νόμιμη εξουσία υπεξαιρεί ή αντιγράφει έγγραφο που ανήκει στον εργοδότη του, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή και στις δύο αυτές ποινές.

(3) Όποιος, που δεν είναι νόμιμα εξουσιοδοτημένος για αυτό, αποκαλύπτει με οποιοδήποτε τρόπο κρατικό απόρρητο, είναι ένοχος πλημμελήματος.

Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού, “κρατικό απόρρητο” περιλαμβάνει κάθε έγγραφο, πληροφορία ή περιστατικό του οποίου η αποκάλυψη θα έβλαπτε την ασφάλεια ή την οικονομία ή γενικά τα συμφέροντα της Δημοκρατίας ή τη δημόσια τάξη ή γενικά το δημόσιο συμφέρον και η γνώση του οποίου λόγω της φύσης του, πρέπει να μην επεκτείνεται πέρα από τον περιορισμένο κύκλο κρατικών οργάνων, αρχών ή υπηρεσιών.

(4) Ποινική δίωξη για ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού δεν ασκείται παρά μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με την έγκριση του.

(5) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού ο όρος “δημόσιος λειτουργός” έχει την έννοια που έχει αποδοθεί στο άρθρο 4 του Νόμου αυτού στον όρο “πρόσωπο που υπηρετεί στη δημόσια υπηρεσία”.

Ανυπακοή σε διατάξεις νόμων που επιβάλλουν καθήκον

136. Όποιος εσκεμμένα ανυπακούει σε νόμο για τη διενέργεια πράξης απαγορευμένης από αυτό ή με την παράλειψη πράξης που επιβάλλεται από αυτό, η οποία αφορά το κοινό ή μέρος του κοινού, είναι ένοχος πλημμελήματος και εκτός αν προκύπτει από αυτό το νόμο πρόθεση του νομοθέτη για επιβολή κάποιας άλλης ποινής, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.

Ανυπακοή σε νόμιμες διαταγές

137. Όποιος ανυπακούει σε διάταγμα, ένταλμα, ή διαταγή που εκδόθηκε από Δικαστήριο, λειτουργό ή πρόσωπο που ενεργεί με οποιαδήποτε επίσημη ιδιότητα και κανονικά εξουσιοδοτημένο για αυτό, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων, εκτός όταν καθορίζεται ρητά κάποια άλλη ποινή ή διαδικασία σε συνάφεια με τέτοια ανυπακοή.