ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Συμβάσεων Νόμος.

Γενικός κανόνας ερμηνείας του Νόμου

2.-(1) Ο Νόμος αυτός ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία, και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σε αυτόν θεωρούνται κατά τεκμήριο ότι χρησιμοποιούνται με την έννοια, την οποία απέδωσε σε αυτές το αγγλικό δίκαιο, και τυγχάνουν ανάλογης ερμηνείας στο μέτρο κατά το οποίο η ερμηνεία αυτή δεν αντίκειται στο περιεχόμενο του κειμένου και νοουμένου ότι δεν προνοείται ρητά κάποια άλλη έννοια.

(2) Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά, οι ακόλουθες λέξεις και εκφράσεις χρησιμοποιούνται με την ακόλουθη έννοια:

(α) πρόσωπο το οποίο δηλώνει σε άλλο τη βούληση του για πράξη ή αποχή, με σκοπό να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του άλλου στην πράξη αυτή ή αποχή, θεωρείται ότι προβαίνει σε πρόταση~

(β) η πρόταση θεωρείται ότι έγινε αποδεκτή, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, δηλώσει τη συγκατάθεση του σε αυτή. Η πρόταση όταν γίνει αποδεκτή, καθίσταται υπόσχεση~

(γ) το πρόσωπο που προτείνει καλείται “οφειλέτης”, και το πρόσωπο που αποδέχεται την πρόταση “δανειστής”~

(δ) όταν, με απαίτηση του οφειλέτη, ο δανειστής ή οποιοσδήποτε τρίτος προέβηκε ή προβαίνει ή υπόσχεται να προβεί σε πράξη ή αποχή, η πράξη αυτή ή αποχή καλείται “αντιπαροχή” για την υπόσχεση~

(ε) κάθε υπόσχεση και κάθε σύνολο υποσχέσεων, οι οποίες συνιστούν την αντιπαροχή μεταξύ τους, είναι συμφωνία~

(στ) αμοιβαίες υποσχέσεις καλούνται οι υποσχέσεις, οι οποίες συνιστούν την αντιπαροχή ή μέρος της αντιπαροχής μεταξύ τους~

(ζ) συμφωνία νομικά μη εκτελεστή, είναι άκυρη~

(η) συμφωνία νομικά εκτελεστή, είναι σύμβαση~

(θ) συμφωνία νομικά εκτελεστή κατ’ εκλογή ενός ή περισσότερων μερών, όχι όμως κατ’ εκλογή του άλλου ή άλλων, είναι ακυρώσιμη σύμβαση~

(ι) σύμβαση η οποία παύει να είναι νομικά εκτελεστή, καθίσταται άκυρη όταν αυτή παύσει να είναι εκτελεστή~

(3) “Εκπρόσωποι αποθανόντα” σημαίνει τους διαδόχους της περιουσίας του αποθανόντα σύμφωνα με το νόμο.

“προίκα” σημαίνει περιουσία που δίδεται από τον ένα των συζύγων ή μελλόντων συζύγων ή από τρίτο πρόσωπο χάριν του ενός των συζύγων ή του ενός των μελλόντων συζύγων στον άλλο σύζυγο ή, ανάλογα με την περίπτωση, στον άλλο μέλλοντα σύζυγο, με αντάλλαγμα την τέλεση γάμου.

“προικοσύμφωνο” σημαίνει συμφωνία για την παροχή προίκας.