17.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια αρχή διαπιστώσει παράβαση ή επικείμενη παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται να προβαίνει στη λήψη μέτρων για έκδοση απαγορευτικού και/ή προστακτικού διατάγματος, συμπεριλαμβανομένου προσωρινού διατάγματος.
(2) Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, καθώς και οποιωνδήποτε άλλων νόμων ή κανονισμών που τροποποιούν ή αντικαθιστούν αυτούς, να εκδώσει απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα, συμπεριλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει-
(α) την άμεση παύση και/ή μη επανάληψη της γενόμενης παράβασης·
(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών κατά την κρίση του Δικαστηρίου μέτρων, προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η σχετική παράβαση·
(γ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
(3) Το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) δύναται να αφορά τις συγκεκριμένες πράξεις, παραλείψεις ή τη συμπεριφορά του παραβάτη και παρόμοιες μελλοντικές πράξεις ή παραλείψεις ή συμπεριφορά αυτού.
(4) Οι διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου, του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που εφαρμόζονται σχετικά με αιτήσεις έκδοσης διαταγμάτων σε πολιτικές υποθέσεις, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν αναφορικά με τον τύπο, τη σύνταξη, την καταχώριση και την εκδίκαση της αίτησης που προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (1).