38.-(1) Ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, μετά τη γραπτή κοινοποίηση του τελικού οριστικοποιημένου καταλόγου δαπανών, επιβαρύνει την ακίνητη ιδιοκτησία που προκύπτει από την αναδιανομή με τα οφειλόμενα ποσά εκάστου τεμαχίου, τα οποία θεωρούνται αστικό χρέος, και εγγράφει εμπράγματο βάρος έναντι του ακινήτου που επηρεάζεται στο κτηματολογικό μητρώο του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου και αυτά αποτελούν επιβάρυνση επί της ακίνητης ιδιοκτησίας, όμοια με την εγγραφή δικαστικής απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 53 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, και η εγγραφή αυτής της επιβάρυνσης έχει προτεραιότητα έναντι άλλων επιβαρύνσεων και εμπράγματων βαρών, ανεξαρτήτως εάν προκύπτουν πριν από ή μετά την εφαρμογή μέτρων αστικού αναδασμού, και καμία μεταβίβαση ή υποθήκη τέτοιας ιδιοκτησίας δεν εγγράφεται εκτός με την πληρωμή τέτοιων εξόδων, ενώ, όταν η ιδιοκτησία πρόκειται να πωληθεί προς ικανοποίηση άλλης επιβάρυνσης ή εμπράγματου βάρους, η πώληση υπόκειται σε επιφυλαχθείσα τιμή, η οποία δεν είναι μικρότερη από το οφειλόμενο ποσό.
(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου, καμία μεταβίβαση ακίνητης ιδιοκτησίας προερχόμενης από αναδιανομή με βάση τον παρόντα Νόμο σε πρόσωπο ή η εγγραφή της υπέρ κληρονόμου αποθανόντος ιδιοκτήτη δεν επιτρέπεται, εκτός εάν εξοφληθούν τα οφειλόμενα ποσά που βαρύνουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37 τον ιδιοκτήτη της συγκεκριμένης ακίνητης ιδιοκτησίας ή εκτός εάν συσταθεί υποθήκη ή άλλο εμπράγματο βάρος επί αυτής προς εξασφάλιση της εν λόγω οφειλής:
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος του συνεταιρισμού παραλείπει να καταβάλει το ποσό που προβλέπεται στον κατάλογο δαπανών κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στον κατάλογο, στο οφειλόμενο ποσό προστίθενται οι εκάστοτε ισχύοντες και επιβαλλόμενοι για οφειλές στη Δημοκρατία νόμιμοι τόκοι και το αρχικό ποσό μαζί με την προσθήκη αυτή εισπράττεται από τον ταμία ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.