Ερμηνεία

2.Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αίτηση» σημαίνει αίτηση σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, ως η Αρχή ήθελε καθορίσει∙

«αιτητής» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου το οποίο υποβάλλει αίτηση προς εγγραφή στο Μητρώο Εγγραφής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10∙

«αξιωματούχος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει οποιοδήποτε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση προβλέπεται ή καθιδρύεται δυνάμει του Συντάγματος ή νόμου της Δημοκρατίας ο οποίος, ως εκ της θέσεώς του, έχει αρμοδιότητα να κινεί διαδικασία λήψης δημόσιων αποφάσεων ή να διαμορφώνει το περιεχόμενό της ή να καθορίζει την τελική έκβασή της·

«αξιωματούχος σε σχέση με νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου» περιλαμβάνει διευθυντή, διευθύνοντα σύμβουλο ή γραμματέα·

«Αρχή» σημαίνει την Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς, που καθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3 του περί της Σύστασης και Λειτουργίας Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς Νόμου·

«αυτοτελώς εργαζόμενος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν από τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο∙

«Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (ΕΕ) 2016/679» ή «ΓΚΠΔ» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και για την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)∙

«δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» σημαίνει κάθε πληροφορία που αφορά σε ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο∙

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«δημόσια πολιτική» σημαίνει τη σειρά ενεργειών που αναπτύσσονται από κυβερνητικά σώματα και επίσημους φορείς εξουσίας προς αντιμετώπιση προβλήματος ή ζητήματος το οποίο προκαλεί ενδιαφέρον και περιλαμβάνει-

(α) το στάδιο της ανάδειξης και ένταξής του στην κυβερνητική ατζέντα προς μελέτη και αντιμετώπισή του,

(β) τη μελέτη του προς εντοπισμό επιθυμητών και αποδεκτών προτάσεων δράσης για αντιμετώπισή του,

(γ) την επιλογή των επιθυμητών και αποδεκτών προτάσεων δράσης προς αντιμετώπισή του,

(δ) την εφαρμογή ή μη εφαρμογή των προτάσεων δράσης που επιλέχθηκαν προς αντιμετώπισή του·

«δημόσια υπηρεσία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν από τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο·

«διαβούλευση» σημαίνει το δημόσιο διάλογο ο οποίος στοχεύει στην καταγραφή των απόψεων και των εισηγήσεων επί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος στον οποίο λαμβάνουν μέρος οι κρατικές υπηρεσίες ή ο ευρύτερος δημόσιος τομέας που επωμίζεται την εφαρμογή και υλοποίηση των υπό συζήτηση ζητημάτων που άπτονται της εκτελεστικής ή/και της νομοθετικής εξουσίας, καθώς και οι κρατικές υπηρεσίες και οι κοινωνικοί εταίροι που επηρεάζονται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, από την εφαρμογή τους∙

«διαδικασία λήψης δημόσιων αποφάσεων» σημαίνει κάθε διαδικασία λήψης αποφάσεων επί ζητημάτων που άπτονται της εκτελεστικής ή και της νομοθετικής εξουσίας στην οποία ο αξιωματούχος ή το μέλος της κρατικής υπηρεσίας ή/και του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή ο εργαζόμενος προς όφελος αξιωματούχου με τον οποίο επιχειρείται η επικοινωνία έχει, ως εκ της θέσεώς του, αρμοδιότητα να αρχίσει τέτοια διαδικασία ή να διαμορφώσει το περιεχόμενό της ή να καθορίσει την τελική έκβασή της·

«εγγεγραμμένο πρόσωπο» σημαίνει πρόσωπο το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 7 Μητρώο Εγγραφής∙

«εκπρόσωπος ομάδας ειδικού ενδιαφέροντος» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου το οποίο εμπλέκεται σε διαδικασίες λήψης δημόσιων αποφάσεων για λογαριασμό ομάδας ειδικού ενδιαφέροντος και περιλαμβάνει τον κατά νόμο υπεύθυνο της ομάδας ειδικού ενδιαφέροντος ή μέλος του προσωπικού της, αιρετό ή δεόντως εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό·

«εμπλοκή σε διαδικασία λήψης δημόσιων αποφάσεων» σημαίνει επικοινωνία για σκοπούς έναρξης ή με αντικείμενο τον επηρεασμό του περιεχομένου ή της τελικής έκβασης διαδικασίας λήψης δημόσιων αποφάσεων η οποία αποσκοπεί στην προώθηση των οικονομικών ή/και επιχειρηματικών συμφερόντων της ομάδας ειδικού ενδιαφέροντος·

«επικοινωνία» σημαίνει κάθε προγραμματισμένη επαφή, ανεξαρτήτως μέσου, που σκοπό έχει την εμπλοκή σε διαδικασίες λήψης δημόσιων αποφάσεων, αλλά δεν περιλαμβάνει αυθόρμητες ή/και τυχαίες επαφές· ή/και τυχαίες κοινωνικές επαφές·

«εργαζόμενος προς όφελος αξιωματούχου» σημαίνει το μισθωτό ή τον αυτοτελώς εργαζόμενο ο οποίος προσφέρει την εργασία ή και τις υπηρεσίες του προς όφελος αξιωματούχου∙

«ευρύτερος δημόσιος τομέας» σημαίνει νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή οργανισμό δημόσιου δικαίου, περιλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης ή οποιονδήποτε άλλο οργανισμό δημόσιου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που θεσμοθετείται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον και τα κεφάλαια του οποίου είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία και περιλαμβάνει νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και κρατική ή ημικρατική εταιρεία, όπως οι όροι αυτοί ερμηνεύονται στον περί Ασυμβιβάστου προς την Άσκηση των Καθηκόντων Ορισμένων Επαγγελματικών και άλλων Συναφών Δραστηριοτήτων τους Νόμο∙

«ζητήματα που άπτονται της εκτελεστικής ή/και της νομοθετικής εξουσίας» σημαίνει ζητήματα, τα οποία έχουν ως αντικείμενο-

(α) την έναρξη, ανάπτυξη, διαμόρφωση ή τροποποίηση οποιασδήποτε δημόσιας πολιτικής∙

(β) την εκπόνηση οποιασδήποτε νομοθεσίας, περιλαμβανομένης της δευτερογενούς∙

(γ) την παραχώρηση κρατικών χορηγιών, εγγυήσεων, επιδοτήσεων και κάθε άλλη μορφή οικονομικής στήριξης με κρατικά κεφάλαια∙

«κρατική υπηρεσία» σημαίνει υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία και περιλαμβάνει τη δημόσια υπηρεσία, τη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, την υπηρεσία στις ένοπλες δυνάμεις της Δημοκρατίας ή στις δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας και την υπηρεσία σε οποιαδήποτε θέση αναφορικά με την οποία γίνεται ειδική πρόνοια σε νόμο ή κανονισμούς·

«μέλος κρατικής υπηρεσίας ή/και του ευρύτερου δημόσιου τομέα» σημαίνει πρόσωπο το οποίο εργάζεται σε κρατική υπηρεσία ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ως υπάλληλος, ωρομίσθιος, δυνάμει σύμβασης εργασίας ή υπό συνθήκες βάσει των οποίων δυνατόν να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης μεταξύ εργοδότη-εργοδοτουμένου·

«Μητρώο Εγγραφής» σημαίνει το καταρτιζόμενο και τηρούμενο από την Αρχή μητρώο σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙV·

«μισθωτός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν από τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο∙

«οικονομικό ή/και επιχειρηματικό συμφέρον» σημαίνει το χρηματικό ή/και άλλο οικονομικό όφελος ή κέρδος που δύναται να αποκομίσει ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος από τη διαδικασία λήψης δημόσιων αποφάσεων·

«ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος» σημαίνει εταιρεία, συνεταιρισμό, εμπίστευμα, ένωση, σωματείο, ίδρυμα ή ομάδα προσώπων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, για λογαριασμό των οποίων ο εκπρόσωπος ομάδας ειδικού ενδιαφέροντος εμπλέκεται σε διαδικασίες λήψης δημόσιων αποφάσεων·

«πληροφορία» σημαίνει κάθε μορφής γραπτή ή προφορική πληροφορία ή έγγραφο και περιλαμβάνει πληροφορία σε ηλεκτρονική μορφή∙

«πραγματικός δικαιούχος» σημαίνει όσον αφορά-

(α) εταιρεία-

(i) φυσικό πρόσωπο ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα, τα οποία κατέχουν ή ελέγχουν την εταιρεία κατέχοντας, άμεσα ή έμμεσα, ή ελέγχοντας επαρκές ποσοστό των μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου της εν λόγω εταιρείας, μεταξύ άλλων, μέσω μετοχών στον κομιστή, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό ύψους τουλάχιστον δέκα επί τοις εκατό (10%) συν μία μετοχή,

(ii) φυσικό πρόσωπο ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα, τα οποία ασκούν κατά άλλο τρόπο έλεγχο στη διαχείριση ή/και διοίκηση της εταιρείας σε σχέση με τον τρόπο που προβλέπεται στην υποπαράγραφο (i)· και

(β) νομική οντότητα, ήτοι ίδρυμα ή νομικό μηχανισμό περιλαμβανομένου εμπιστεύματος που διοικεί ή διανέμει κεφάλαια-

(i) φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει δικαίωμα στο δέκα επί τοις εκατό (10%) ή/και μεγαλύτερο των περιουσιακών στοιχείων νομικού μηχανισμού ή νομικής οντότητας, όταν οι μελλοντικοί δικαιούχοι έχουν προσδιορισθεί ήδη,

(ii) κατηγορία προσώπων προς το συμφέρον της οποίας έχει κυρίως συσταθεί ή δρα ο νομικός μηχανισμός ή η νομική οντότητα, όταν τα άτομα που αποτελούν τους δικαιούχους του νομικού μηχανισμού ή της νομικής οντότητας δεν έχουν προσδιορισθεί ακόμη,

(iii) φυσικό πρόσωπο ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα τα οποία ασκούν έλεγχο στο δέκα επί τοις εκατό (10%) ή/και μεγαλύτερο των περιουσιακών στοιχείων του νομικού μηχανισμού ή της νομικής οντότητας·

«πράξεις διαφθοράς» σημαίνει τα αδικήματα που προβλέπονται στον περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικό) Νόμο, στον περί του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικό) Νόμο, στον περί Πρόληψης της Διαφθοράς Νόμο, στον περί Αθέμιτης Κτήσης Περιουσιακού Οφέλους από Αξιωματούχους και Λειτουργούς του Δημοσίου Νόμο, καθώς και τα αδικήματα του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, τα οποία εμπεριέχουν το στοιχείο του δεκασμού, της κατάχρησης εξουσίας ή της εμπιστοσύνης ή τα οποία στρέφονται εναντίον της άσκησης νόμιμης εξουσίας, καθώς και οποιαδήποτε άλλα αδικήματα που από τη φύση τους συνιστούν πράξη διαφθοράς·

«σημαντικό συμφέρον ή ανάλογα κάτοχος σημαντικού συμφέροντος» σημαίνει κατοχή μετοχών σε εταιρεία που αντιπροσωπεύει ποσοστό τουλάχιστον πέντε επί τοις εκατό (5%) του μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρείας ή δικαιωμάτων ψήφου που επιτρέπουν σημαντική επιρροή στη διοίκηση της εταιρείας·

«σύγκρουση συμφερόντων» σημαίνει τις περιστάσεις υπό τις οποίες το προσωπικό ή ιδιωτικό συμφέρον αξιωματούχου ή και μέλους κρατικής υπηρεσίας ή και του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή του εργαζομένου προς όφελος αξιωματούχου ή συνδεδεμένων με αυτόν προσώπων επηρεάζει ή ενδέχεται να επηρεάσει τον αμερόληπτο και αντικειμενικό τρόπο με τον οποίο ενεργεί ή θα ενεργήσει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του·

«συνδεδεμένο πρόσωπο» σημαίνει-

(α) τους συζύγους και τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δευτέρου (2ου) βαθμού,

(β) εταιρεία στην οποία πρόσωπο κατέχει ή ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστον το δέκα τοις εκατό (10%) του δικαιώματος ψήφου σε γενική συνέλευση,

(γ) εταιρεία στην οποία ο/η σύζυγος ή συγγενείς εξ αίματος μέχρι δευτέρου (2ου) βαθμού είναι διευθυντές ή κατέχουν ή ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, το πενήντα ένα τοις εκατό (51%) του συνολικού αριθμού των μετοχών·

«σχετικό αδίκημα» σημαίνει-

(α) πράξεις διαφθοράς,

(β) αδίκημα το οποίο εμπεριέχει το στοιχείο του δόλου ή της καταδολίευσης,

(γ) αδίκημα το οποίο εμπεριέχει το στοιχείο της ηθικής αισχρότητας ή της έλλειψης τιμιότητας,

(δ) αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβαση των διατάξεων του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, ή

(ε) οποιοδήποτε αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμουˑ

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως∙

«ψευδής παράσταση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν από τον περί Ποινικού Κώδικα Νόμο.