Επιβολή διοικητικού προστίμου σε ένωση επιχειρήσεων

48.-(1) Σε περίπτωση που επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο σε ένωση επιχειρήσεων, λαμβανομένου υπόψη του κύκλου εργασιών των μελών της, και η εν λόγω ένωση επιχειρήσεων δεν είναι αξιόχρεη, είναι υποχρεωμένη να ζητήσει συνεισφορές από τις επιχειρήσεις που την απαρτίζουν προκειμένου να καλύψει το ποσό του διοικητικού προστίμου.

(2) Σε περίπτωση που εντός της προθεσμίας που έχει ορίσει η Επιτροπή, δεν πραγματοποιηθούν οι συνεισφορές στο ακέραιο, η Επιτροπή δύναται να απαιτήσει την καταβολή του διοικητικού προστίμου απευθείας από καθεμία από τις επιχειρήσεις, οι εκπρόσωποι των οποίων ανήκαν στα εμπλεκόμενα όργανα λήψης αποφάσεων της ένωσης επιχειρήσεων.

(3) Η Επιτροπή, όταν έχει απαιτήσει πληρωμή σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), στην περίπτωση που είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της πλήρους πληρωμής του διοικητικού προστίμου, δύναται να απαιτεί πληρωμή του υπολοίπου από οποιοδήποτε μέλος της ένωσης επιχειρήσεων που δραστηριοποιείτο στην αγορά στην οποία συνέβη η παράβαση.

(4) Η Επιτροπή δεν απαιτεί πληρωμή βάσει των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) από επιχειρήσεις που αποδεικνύουν ότι δεν εφάρμοσαν την παράνομη απόφαση της ένωσης επιχειρήσεων και ότι, είτε δεν είχαν αντιληφθεί την ύπαρξή της, είτε ότι αποστασιοποιήθηκαν ενεργά από αυτήν, προτού η Επιτροπή αρχίσει να διερευνά την υπόθεση.

(5) Η οικονομική ευθύνη κάθε επιχείρησης, όσον αφορά την καταβολή διοικητικού προστίμου το οποίο επιβλήθηκε σε ένωση επιχειρήσεων στην οποία η επιχείρηση είναι μέλος, δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του κύκλου εργασιών της επιχείρησης αυτής, για κάθε παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και/ή του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ.