Φάκελος της υπόθεσης και χαρακτηρισμός επιχειρηματικών απορρήτων και πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως

41.-(1) Τα στοιχεία, πληροφορίες και έγγραφα που συλλέγονται ή υποβάλλονται στο πλαίσιο της προκαταρκτικής διερεύνησης καταγγελιών ή αυτεπάγγελτων ερευνών και τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής αποτελούν μέρος του φακέλου της υπόθεσης:

Νοείται ότι, σε περίπτωση συνεξέτασης υποθέσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (10) του άρθρου 44, όλα τα σχετικά έγγραφα του φακέλου θεωρούνται ενιαίος φάκελος.

(2)(α) Κατά την υποβολή ή συλλογή πληροφοριών, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 36 έως 39 και 44, και την υποβολή γραπτών παραστάσεων δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 18 και 50, πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, ιδιωτικός ή δημόσιος φορέας, προσδιορίζει εντός ταχθείσας προθεσμίας, έγγραφα, δηλώσεις και οποιοδήποτε υλικό θεωρεί ότι περιέχει επιχειρηματικά απόρρητα και/ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως αιτιολογώντας την άποψή του για έκαστο εξ αυτών, και παρέχει ξεχωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή στην οποία περιλαμβάνεται ουσιώδης συνοπτική περιγραφή κάθε διαγραμμένου αποσπάσματος σε μη εμπιστευτική μορφή.

(β) Για σκοπούς διασφάλισης της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προσδιορίζονται με σαφήνεια τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχουν υποβληθεί σε σχέση με τις εξουσίες και αρμοδιότητες της Επιτροπής δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) έως (ιστ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 και κατά τις ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίες σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 19.

(3) Οι πληροφορίες, τα έγγραφα και τα μέρη των εγγράφων για τα οποία δεν υποβλήθηκε αιτιολογημένη δήλωση χαρακτηρισμού επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως ή ξεχωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή, δεν θεωρούνται επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως, εκτός σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει διαφορετικά.

(4) Σε περίπτωση διαφωνίας με το αίτημα χαρακτηρισμού πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως και/ή επιχειρηματικών απορρήτων, η Υπηρεσία κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου (στ) του άρθρου 23 γνωστοποιεί εγγράφως στον αιτούντα την πρόθεσή της να εισηγηθεί στην Επιτροπή τον μη χαρακτηρισμό των πληροφοριών ως τέτοιες, εκθέτοντας τους σχετικούς λόγους και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας ο αιτών δύναται να στείλει εγγράφως τις απόψεις του.

(5) Σε περίπτωση που η αποκάλυψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κρίνεται αναγκαία στη βάση των διατάξεων του άρθρου 40, η Υπηρεσία κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου (στ) του άρθρου 23 γνωστοποιεί εγγράφως στον αιτούντα την πρόθεσή της να εισηγηθεί στην Επιτροπή την αποκάλυψη αυτών, εκθέτοντας τους σχετικούς λόγους και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας ο αιτών δύναται να στείλει εγγράφως τις απόψεις του.

(6) Με την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής μελέτης των επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως και/ή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, λαμβανομένης υπόψη των απόψεων που τυχόν λήφθηκαν δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4), η Υπηρεσία υποβάλλει στην Επιτροπή σχετική εισηγητική έκθεση.

(7) Με την υποβολή της δυνάμει της προβλεπόμενης στο εδάφιο (6) εισηγητικής έκθεσης, η Επιτροπή αποφασίζει για τον χαρακτηρισμό του εγγράφου ή της πληροφορίας ή/και την ανάγκη για αποκάλυψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενημερώνει σχετικά το πρόσωπο, την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, τον ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα:

Νοείται ότι, η Επιτροπή δύναται να χαρακτηρίσει κατά την κρίση της, επιπρόσθετες πληροφορίες, έγγραφα και μέρη των εγγράφων ως επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως.

(8) Η Επιτροπή ενεργώντας δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ια) του εδαφίου (2) του άρθρου 26, δύναται να εκδίδει ανακοινώσεις αναφορικά με τον χαρακτηρισμό και τη μεταχείριση των επιχειρηματικών απορρήτων και πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως.

(9) Η Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις των στοιχείων ε) και η) της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, δύναται, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, κατά την άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) έως (ιστ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 και των άρθρων 18 και 19, να περιορίζει, εν όλω ή εν μέρει, την παροχή ενημέρωσης στα υποκείμενα των δεδομένων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 έως 14, καθώς και της αρχής της διαφάνειας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, για σκοπούς ιδίως, διασφάλισης των ερευνητικών μέσων και χρησιμοποιούμενων μεθόδων, της συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και/ή τις Αρχές Ανταγωνισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των άρθρων 11 έως 16 και 22 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 ή των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων υποκειμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(10) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (9), η Επιτροπή καταγράφει τους λόγους οποιουδήποτε περιορισμού που εφαρμόζεται, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης της αναγκαιότητας και αναλογικότητας του περιορισμού:

Νοείται ότι, ο περιορισμός εξακολουθεί να ισχύει για όσο χρονικό διάστημα συντρέχουν οι λόγοι που τον δικαιολογούν, ενώ όταν πάψουν να συντρέχουν οι εν λόγω λόγοι, η Επιτροπή αίρει τον περιορισμό.