Κανόνες που διέπουν την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία εξέτασης πιθανολογούμενων παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ

18.-(1) Η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει διαδικασία εξέτασης παράβασης, εφόσον ύστερα από δέουσα προκαταρκτική έρευνα που διενεργείται από την Υπηρεσία, διαπιστώσει πιθανολογούμενη παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

(2)(α)(i) Η Επιτροπή καταρτίζει γραπτή έκθεση προς ενημέρωση των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, περί των αιτιάσεων που διατυπώνονται σε βάρος τους, συνοδευόμενη με υποστηρικτικά στοιχεία ή έγγραφα, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 40 και 41.

(ii) Η εν λόγω έκθεση αιτιάσεων κοινοποιείται προς αυτές ή σε δεόντως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο των εν λόγω επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, με οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο γίνεται κλήτευση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64.

(β) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 40 και 41, αντίγραφο της εν λόγω έκθεσης αιτιάσεων δύναται να κοινοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64 στο πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία:

Νοείται ότι, η μη κοινοποίηση αντιγράφου της έκθεσης αιτιάσεων στο πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία δεν επηρεάζει τη νομιμότητα των ενώπιον της Επιτροπής διαδικασιών.

(3) Σε περίπτωση που μεταβληθούν τα υφιστάμενα στοιχεία ενώπιον της Επιτροπής ή προκύψουν νέα στοιχεία, η Επιτροπή δύναται να προβεί σε τροποποίηση των αιτιάσεων που διατυπώνονται εναντίον των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων και στην κατάρτιση και κοινοποίηση τροποποιημένης έκθεσης αιτιάσεων προς τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων.

(4) Κατά τις διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής για εξέταση πιθανολογούμενων παραβάσεων ή καταγγελιών υποβαλλόμενων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή για οποιαδήποτε άλλη διαδικασία προβλέπεται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή στους δυνάμει αυτών εκδιδόμενους Κανονισμούς, δύναται να παρίστανται-

(α) κατόπιν πρόσκλησης της Επιτροπής-

(i) τα πρόσωπα που υπέβαλαν την καταγγελία αυτοπροσώπως ή διά εξουσιοδοτημένου δικηγόρου ή αντιπροσώπου ή αυτοπροσώπως μαζί με τον εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ή αντιπρόσωπο,

(ii) τα πρόσωπα που εμπλέκονται στη διαδικασία και/ή καταγγελία, αυτοπροσώπως ή διά εξουσιοδοτημένου δικηγόρου ή αντιπροσώπου ή αυτοπροσώπως μαζί με τον εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ή αντιπρόσωπο,

(iii) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, κατά την κρίση της Επιτροπής, θα βοηθήσει στην εξέταση της παράβασης και/ή της καταγγελίας, αυτοπροσώπως, ή διά εξουσιοδοτημένου δικηγόρου ή αντιπροσώπου, ή αυτοπροσώπως μαζί με τον εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ή αντιπρόσωπο∙

(β) οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού που υπηρετεί στην Υπηρεσία, άτομα που εργάζονται στην Επιτροπή στη βάση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και/ή με οποιοδήποτε άλλο καθεστώς και άτομα που είναι τοποθετημένα ή αποσπασμένα στην Επιτροπή:

Νοείται ότι, τα πιο πάνω εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και για τις διαδικασίες οι οποίες κινούνται αυτεπάγγελτα από την Επιτροπή για παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ:

Νοείται περαιτέρω ότι, τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), εξαιρουμένου του προσώπου που εκτελεί χρέη γραμματέα, αποχωρούν πριν από την έναρξη της συζήτησης της Επιτροπής για λήψη απόφασης.

(5) Σε όλους τους κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (4) καλουμένους να παραστούν τάσσεται εύλογη υπό τις περιστάσεις προθεσμία, η οποία σε δικαιολογημένες περιπτώσεις δύναται να παραταθεί.

(6)(α) Σε όλους τους αναφερόμενους στην παράγραφο (α) του εδάφιου (4) παρισταμένους παρέχεται κάθε δυνατή ευκαιρία προς υποβολή γραπτών παρατηρήσεων και τάσσεται προς τούτο εύλογη προθεσμία, η οποία σε δικαιολογημένες περιπτώσεις δύναται να παραταθεί.

(β) Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη γραπτές παρατηρήσεις οι οποίες υποβλήθηκαν μετά την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας.

(γ) Οι γραπτές παρατηρήσεις υποβάλλονται σε έντυπη, καθώς και σε ψηφιακή μορφή, η οποία δύναται να τύχει επεξεργασίας.

(7) Οι αναφερόμενοι στο εδάφιο (4) παριστάμενοι, κατά την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων, προσδιορίζουν επακριβώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41, τυχόν επιχειρηματικά απόρρητα και/ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως και/ή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, αιτιολογώντας την άποψή τους για έκαστο εξ αυτών και κοινοποιούν τόσο στην Επιτροπή όσο και στα εμπλεκόμενα μέρη τις παρατηρήσεις τους, στις οποίες περιλαμβάνεται ουσιώδης συνοπτική περιγραφή κάθε διαγραμμένου αποσπάσματος σε μη εμπιστευτική μορφή ή/και ψευδωνυμοποίηση.

(8) Οι πληροφορίες, τα έγγραφα και τα μέρη των εγγράφων για τα οποία δεν υποβλήθηκε αιτιολογημένη, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδάφιου (7), δήλωση χαρακτηρισμού επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως ή για τα οποία δεν υπεβλήθη ξεχωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή δεν θεωρούνται επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως, εκτός εάν η Επιτροπή, κατ’ εξαίρεση, χαρακτηρίσει, κατά την κρίση της, τέτοιες πληροφορίες, έγγραφα και/ή μέρη των εγγράφων ως επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως.

(9) Σε περίπτωση που επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων ή οποιοδήποτε πρόσωπο προς τα οποία κοινοποιήθηκε η έκθεση αιτιάσεων ή αντίγραφο αυτής παραλείψει και/ή αρνηθεί να υποβάλει οποιεσδήποτε γραπτές παρατηρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή δύναται να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης για τις κατ’ ισχυρισμό παραβάσεις που περιέχονται στην έκθεση αιτιάσεων.

(10)(α) Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο (α) του εδαφίου (4) καλούμενοι να παραστούν έχουν το δικαίωμα, στο πλαίσιο της υποβαλλόμενης από αυτούς γραπτής ανάπτυξης της υπόθεσής τους, να αιτηθούν την ανάπτυξη των επιχειρημάτων τους στο πλαίσιο προφορικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής.

(β) Η Επιτροπή δύναται να εγκρίνει ή απορρίψει το πιο πάνω αίτημα και, με απόφασή της, να καθορίσει τη χρονική διάρκεια της ανάπτυξης των επιχειρημάτων των καλουμένων, στο πλαίσιο προφορικής διαδικασίας ενώπιόν της.