Αμεροληψία και ανεξαρτησία του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής

10.-(1) Δεν επιτρέπεται στον Πρόεδρο και στα μέλη της Επιτροπής να έχουν οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον, το οποίο δύναται να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης τους κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της Επιτροπής και οποιονδήποτε άλλο Νόμο στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες.

(2) Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και την άσκηση των εξουσιών τους στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ και οποιουδήποτε άλλου Νόμου στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες-

(α) δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν εντολές από κρατικό ή οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα·

(β) ενεργούν ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε πολιτικές ή εξωτερικές παρεμβάσεις·

(γ) απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη με την εκτέλεση των καθηκόντων και/ή με την άσκηση των εξουσιών τους για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ και οποιουδήποτε άλλου Νόμου στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες.

(3) Ο Πρόεδρος και τα μέλη, μετά την αποχώρησή τους από την Επιτροπή, δεν απασχολούνται με διαδικασίες που αφορούν στον παρόντα Νόμο και οποιονδήποτε άλλο Νόμο στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες, όταν αυτές αφορούν σε υποθέσεις στις οποίες συμμετείχαν στη λήψη αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που βρίσκονται ενώπιον της Επιτροπής για σκοπούς επανεξέτασης ή ανάκλησης.

(4) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (3) και τηρουμένων του περί του Ελέγχου της Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από Πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και Ορισμένους Πρώην Υπαλλήλους του Δημοσίου και Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου, ο Πρόεδρος και τα άλλα μέλη για περίοδο δύο (2) ετών μετά την αποχώρησή τους από την Επιτροπή δεν απασχολούνται με διαδικασίες που αφορούν στον παρόντα Νόμο και οποιονδήποτε άλλο Νόμο στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων.

(5) Η Επιτροπή δημοσιεύει, ύστερα από έγκριση του Υπουργού, κώδικα δεοντολογίας, ο οποίος αφορά τους κανόνες σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων του Προέδρου και των μελών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.